Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Σούμπερτ, το κτήνος

ΑΝΤΙ ΑΛΛΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
                    Σούμπερτ, το κτήνος
                       Γράφει ο Γιώργος Ζωγραφάκης
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου « Η ναζιστική τρομοκρατία στην Ελλάδα», (εκδόσεις «Επίκεντρο»), του Μαραθιώτη κ. Θανάση Φωτίου, καθηγητή σε πανεπιστήμιο του Καναδά, και αντί άλλου αφιερώματος στην Εθνική Αντίσταση, γράφεται το σημερινό σημείωμα. Το βιβλίο είναι αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας του συγγραφέα σε αρχεία και πολλών συνεντεύξεων. Είναι επιστημονικά πλήρες (1029 υποσημειώσεις), ενώ παράλληλα είναι γραμμένο σε απλή γλώσσα και έκφραση, ώστε να μπορεί να διαβαστεί από όλους –φτάνει να έχουν «γερό στομάχι», αφού οι περιγραφές είναι ρεαλιστικές και αληθινές και ο αναγνώστης καταλήγει  αναλογιζόμενος, πόσο τα θηρία της ζούγκλας είναι αθώα, μπροστά σε κάποιους, κατ’ εμφάνιση τουλάχιστον  «ανθρώπους».

  Σπάνια ένας κοινός άνθρωπος μπορεί να προσωποποιήσει τον όλεθρο και την καταστροφή, εκτός αν πρόκειται για ηγέτες –μάστιγες, όπως ο Αττίλας ή ο Χίτλερ πρόσφατα. Όμως ο διαβόητος Φριτς Σούμπερτ, αν και απλός επιλοχίας, εθελοντής έφεδρος του γερμανικού στρατού στον Β΄ Παγκ. Πόλεμο, συγκέντρωνε τόσα αρνητικά χαρακτηριστικά, ώστε ό,τι και να πει κανείς γι’ αυτόν θα είναι λίγο. Θα αναφέρω κάποιους από τους χαρακτηρισμούς που είπαν ή έγραψαν γι’ αυτόν πρόσωπα που τον γνώρισαν από κοντά και υπέστησαν τις θηριωδίες του. Λέει η Άννα Δέρβελη στον κ. Φωτίου: « Ο Σούμπερτ, όπως τον γνώρισα δυο μήνες στην ομηρία, ήταν στην πραγματικότητα ένας ανθρωποφάγος, ένα τέρας, ένα ανθρωπόμορφο τέρας, ένα θηρίο της ζούγκλας. Δε λογάριαζε τον άνθρωπο για τίποτα, ούτε για σκουλήκι. Δεν το είχε τίποτα να βγάλει το περίστροφό του και να σε σκοτώσει για το τίποτα. Δεν έλεγε θα σε σκοτώσω αλλά θα σε καθαρίσω. Ήταν ένας τρελός ψυχοπαθής τύπος, ένας εγκληματίας με πορωμένη ψυχή και σατανικό μυαλό. Στον κόσμο δε νομίζω να υπάρχει τέτοιος κακός άνθρωπος. Κάτι φαίνεται να έφταιξε στη ζωή του για να γίνει ένα τέρας…» (σελ. 297).
  Αυτό το τέρας, αυτός ο δήμιος, που ήταν υπεύθυνος για τον τραγικό θάνατο πάνω από 3000 ανθρώπων, υπήρχε μια φήμη πως είχε ρίζες ελληνικές, αφού μιλούσε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Όμως, όπως  προκύπτει από το βιβλίο του κ. Φωτίου, ο Σούμπερτ ήταν βέρος Γερμανός, είχε όμως ζήσει αρκετά στη Σμύρνη, πριν και μετά το 1920 και αργότερα στην Αλεξάνδρεια και έμαθε τα ελληνικά, μαζί με τα τούρκικα, τα αραβικά και τα ιταλικά, αφού παντρεύτηκε, στη Σμύρνη, Ιταλίδα γυναίκα, που είχε ήδη μια κόρη, ενώ με τον Σούμπερτ απέκτησε δυο αγόρια. Ο Σούμπερτ φαίνεται ότι πολέμησε με τους Τούρκους, τόσο στον σουλτανικό όσο και στον κεμαλικό στρατό, εναντίον των Ελλήνων, επιδείκνυε μάλιστα με καμάρι ένα τουρκικό μετάλλιο που του είχε απονεμηθεί για τις ανδραγαθίες του. Πολλοί θεωρούν πως η συμμετοχή του σε μάχες εναντίον των Ελλήνων, εξηγεί σ’ έναν βαθμό και την απίστευτα εγκληματική του συμπεριφορά κατά των Ελλήνων, στα χρόνια της κατοχής.
  Γεγονός είναι ότι ο Σούμπερτ, αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, αφού κατατάχτηκε ως εθελοντής στον γερμανικό στρατό –ήταν ήδη 44 χρονών- ζήτησε και ήρθε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κρήτη, στην κατασκοπία –αντικατασκοπία, ως απλός δεκανέας, όμως σιγά σιγά έφτασε να γίνει επιλοχίας. Αλλά, αν και υπαξιωματικός, είχε τέτοιες εξουσίες, ώστε ακόμη και ανώτεροι αξιωματικοί σιωπούσαν μπροστά του και δεν τολμούσαν να εναντιωθούν στα εγκλήματά του, πολλά από τα οποία διέπραττε ενώπιόν τους. Μια εξήγηση γι’ αυτό είναι η παρακάτω διαταγή, την οποία εξέδωσε  ο Ανώτερος δ/τής του Φρουρίου Κρήτης στρατηγός Μπρούνο Μπρόιερ και η οποία έχει ως εξής:  «Ιδρύεται εν Κρήτη σώμα υπό την επωνυμίαν «Κυνηγοί Σούμπερτ». Την διοίκησιν θα έχει ο επιλοχίας Φριτς Σούμπερτ. Τα του οπλισμού, ενδυμασίας και τροφοδοσίας του ανωτέρω σώματος κανονίσω δι’ ετέρας διαταγής μου. Σκοπός του σώματος τούτου είναι η εμπέδωσις της τάξεως και η πάταξις των κακοποιών, κομμουνιστών κλπ της υπαίθρου, δι’ ων μέσων ήθελε κρίνει κατάλληλα ο διοικητής του σώματος Επιλοχίας Σούμπερτ, έχων από τούδε όλην την δικαιοδοσίαν και ελευθερίαν ενεργείας.
  Πάντα τα σώματα και αι μονάδες δεν έχουν το δικαίωμα να φέρουν προσκόμματα εις την εκτέλεσιν της ως άνω υπηρεσίας του σώματός του... Τουναντίον, δια της παρούσης υποχρεούνται να παρέχουν πάντα τα μέσα άτινα ήθελον ζητηθεί παρά του Επιλοχίου Σούμπερτ δια την επίτευξιν του σκοπού του (σ. 128)
  Είναι πρωτοφανές να ιδρύεται ένα σώμα, με δ/τή έναν επιλοχία, στον οποίο «πάντα τα σώματα και αι μονάδες, δεν έχουν δικαίωμα να φέρουν προσκόμματα», αλλά αντίθετα «υποχρεούνται να παρέχουν πάντα τα μέσα κλπ», ενώ έχει «όλην την δικαιοδοσίαν και ελευθερίαν ενεργείας». Πρόκειται δηλαδή για κάτι ξεχωριστό, και πραγματικά αυτό φάνηκε αμέσως μετά. Ο Σούμπερτ βρήκε και επάνδρωσε το σώμα του με έναν μεγάλο αριθμό κακοποιά –όπως αποδείχτηκε- στοιχεία, -μεταξύ των οποίων και έναν ιερέα, τον παπά Λευτέρη!-, τα οποία, υπό την καθοδήγησή του, πραγματοποίησαν όχι μόνον δολοφονίες και φυλακίσεις, αλλά πλήθος πρωτάκουστα βασανιστήρια, των οποίων η αναφορά προκαλεί αποτροπιασμό και οργή. Και όλα αυτά, όχι σε βάρος μόνον ενηλίκων, αντιπάλων των δυνάμεων κατοχής («κακοποιών, κομμουνιστών κλπ»), αλλά τις πιο πολλές φορές σε βάρος άμαχου πληθυσμού, συχνά γυναικών και παιδιών. Ήταν συνήθης η ομαδική εκτέλεση μπροστά σε ομαδικούς τάφους, τους οποίους υποχρεώνονταν πριν να ανοίξουν οι ίδιοι οι μελλοθάνατοι, όπως και η ομαδική εξόντωση σε φλεγόμενα σπίτια ή άλλα οικήματα. Πιο χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Χορτιάτη και των Γιαννιτσών, αφού, από τις αρχές Ιανουαρίου 1944, ο Σούμπερτ με το σώμα του μετατέθηκε από την Κρήτη στη Μακεδονία, πιθανόν γιατί τα οργιώδη εγκλήματά του εκεί είχαν δημιουργήσει εκρηκτική κατάσταση στο νησί. Είχε πραγματοποιήσει πλήθος εγκλήματα, βασανισμούς και εκτελέσεις σε δεκάδες χωριά όλων των νομών της Κρήτης, ιδιαίτερα στους νομούς Ηρακλείου και Ρεθύμνου. Στο χωριό Καλή Συκιά του Ρεθύμνου, περιγράφει, μεταξύ άλλων ο κ. Φωτίου: «Για να εκφοβίσουν (τις γυναίκες) ώστε να μαρτυρήσουν, οι Σουμπερίτες έβαλαν φωτιά  στα σπίτια τους και διέταξαν τις ιδιοκτήτριες να πάνε να την σβήσουν και να σώσουν τα σπίτια τους. Η ιδιοκτήτρια Ευαγγελία Ε. Γρυντάκη ήταν οκτώ μηνών έγκυος και κρατούσε μωρό δύο μηνών στην αγκαλιά της. Προτού τη ρίξουν ζωντανή στο φλεγόμενο σπίτι της, ένας Σουμπερίτης άρπαξε το μωρό της και το πέταξε στο δρόμο. Ξέφρενη κατάφερε να βγει από το παράθυρο, αλλά και τις δυο φορές οι φύλακες την έσπρωξαν πάλι μέσα στη φωτιά και περίμεναν έως ότου αποτεφρωθεί…Συνολικά έκαψαν 12 γυναίκες και έναν άνδρα…» (σ. 170-71). Σε άλλη περίπτωση (Χορτιάτη) αναφέρεται: « Ένας ταγματασφαλίτης άρπαξε το 4χρονο μωρό της Ελεονόρας Γιαννακούδη αό την αγκαλιά της και το κομμάτιασε χτυπώντας το πάνω στο βράχο. Μετά έσφαξε τη μάνα…» (σ.345).
  Όταν έρχεται στη Μακεδονία ο Σούμπερτ, κουβαλώντας τους πιο πολλούς από τους Κρητικούς Σουμπερίτες του, αρχίζει τη δράση του από τη Θεσσαλονίκη, αλλά, από την άνοιξη και μετά, συνεχώς περιφέρει την έδρα του σε διάφορα σημεία και γίνεται συντονιστής της δράσης του πλήθους των σχηματισμών ταγματασφαλιτών και άλλων παραστρατιωτικών οργανώσεων που δρουν ήδη στη Μακεδονία. Εχθροί πλέον είναι οι «κομμουνισταί», όπως χαρακτηρίζουν συλλήβδην όλους τους ανταρτικούς αντιστασιακούς σχηματισμούς. Δρα στην περιοχή των Γιαννιτσών –όπου προσλαμβάνει, στο κρεβάτι του πλέον, ίσως δια της βίας, τη δασκάλα Κατίνα Αγγελίδου η οποία, μετά την αποχώρηση των Γερμανών αργότερα, λυντσάρεται από το πλήθος, που την αναγνωρίζει μεταξύ πλήθους συλληφθέντων από τον ΕΛΑΣ, αν και σε κάποιες περιπτώσεις κατάφερνε να ηρεμεί το θηρίο. Νωρίτερα βέβαια ο Σούμπερτ την είχε εγκαταλήψει, καθώς είχε διάφορες ερωτικές ιστορίες, της τελευταίας μάλιστα ο γιατρός πατέρας της εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Από τα Γιαννιστά έρχεται στη δυτική Χαλκιδική (Γωνιά, Κρήνη, Πετράλωνα, Καλλικράτεια), όπου στρατολογεί αρκετούς, τους πιο πολλούς εκβιαστικά, και καταλήγει στην περιοχή Ν. Απολλωνίας, όπου, τον Ιούνιο, καταστρέφει τη Μαραθούσα, με δολοφονίες, εμπρησμούς και εκτελέσεις (Πλατάνα) και από κει στρέφεται στο Ασβεστοχώρι και, αρχές του Σεπτέμβρη εξαφανίζει τον Χορτιάτη, καίγοντας κυριολεκτικά δεκάδες γυναικόπαιδα και σκοτώνοντας πλήθος άλλους, συνολικά 146 άτομα, από τα οποία τα 128 ήταν γυναίκες και παιδιά, ενώ έκαψε πάνω από 300  σπίτια – αφού νωρίτερα λεηλατήθηκαν γιατί ο Σούμπερτ και τα παλικάρια του έκαναν παντού συστηματικό πλιάτσικο.
  Ενώ πλησίαζε η ώρα να αποχωρήσουν οι κατακτητές, αφού τα νέα από τα μέτωπα ήταν απογοητευτικά για τη Γερμανία, ο Σούμπερτ, αντί να μειώνει, αύξανε τα εγκλήματά του. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση των Γιαννιτσών, όπου ξαναπηγαίνει στις 14 Σεπτεμβρίου. Πλήθος εγκλήματα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού, με πάνω από 100 νεκρούς, μεταξύ των οποίων ο δήμαρχος Θ. Μαγκριώτης. Τον εκτέλεσαν μαζί με άλλους οκτώ «αφού πρώτα τους αφαίρεσαν ότι πολύτιμο είχαν πάνω τους, παπούτσια, κάλτσες, ρούχα, ακόμα και το παντελόνι του Δημάρχου(!) –σ. 361. Πλήθος άλλους, αφού τους βασάνιζαν φρικτά «οι εκτελεστές που περίμεναν στο χείλος του λάκκου, τους αποτελείωναν με χαριστική βολή. Οι παριστάμενοι Γερμανοί αξιωματικοί ως απλοί θεατές των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων, φαίνονταν να διασκέδαζαν με το θέαμα, καθότι χαμογελαστοί φωτογράφιζαν τις φρικιαστικές σκηνές» (σ. 365).
  Με την αποχώρηση τω Γερμανών, ο Σούμπερτ και τα πιο πολλά «παλικάρια» του τον ακολουθούν στην Αυστρία και τη Γερμανία. Κάποιοι επέστρεψαν στην Ελλάδα, παριστάνοντας τους έγκλειστους σε στρατόπεδα εργασίας. Ο ίδιος ο Σούμπερτ επιστρέφει στην Ελλάδα, στις 5 Σεπτεμβρίου 1945, ως Κων/νος Κωνσταντινίδης, όμως γίνεται αντιληπτός και φυλακίζεται. Δικάζεται, τον Ιούλιο –Αύγουστο 1947, στο Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου Αθηνών και καταδικάζεται 27 φορές σε θάνατο και τέλος, στις 22 Οκτωβρίου 1947 τυφεκίζεται στο Επταπύργιο Θεσ/νίκης. Όσοι από τους Κρητικούς Σουμπερίτες επέστρεψαν στην Κρήτη, ή εκτελέστηκαν από αντάρτες ή συγγενείς θυμάτων του, ή καταδικάστηκαν σε θάνατο ή πολυετείς φυλακίσεις. Όμως, όπως σημειώνει ο κ. Φωτίου (σ. 453) «είναι άξιο σημείωσης ότι κανείς από τους παραπάνω καταδικασθέντες δεν εξέτισε την επιβληθείσα ποινή. Μετά τον Εμφύλιο, όσοι ακόμη ήταν έγκλειστοι, αποφυλακίστηκαν και πολλοί ανταμείφθηκαν από την πολιτεία σε δημόσιες ή στρατιωτικές υπηρεσίες» -χωρίς σχόλια!..
  (Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ» Χαλκιδικής και στην «ΑΠΟΨΗ» Μοιρών Ηρακλείου Κρήτης)



      

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

21-01-12 (Εβδομαδιαία)

21-01-12 (Εβδομαδιαία)
    2012: Ελευθέρια της Μακεδονίας – Η εκδήλωση στο Βαφοπούλειο

 Σκέφτηκα πολύ αν θα έπρεπε να απασχολήσω τη στήλη μου σήμερα με το παραπάνω θέμα. Είπα, άσε να μιλήσουν άλλοι. Ωστόσο, επειδή ακούστηκαν κάποια σχόλια, από την ίδια και μοναδική πηγή προερχόμενα –γνωστή πηγή, δεν ξέρει καν να κρυφτεί, αν και νομίζει πως κρύβεται πίσω από την ανωνυμία των μπλογκ- θα μιλήσω για το παραπάνω θέμα, πιο πολύ για να πληροφορήσω τους καλόπιστους αναγνώστες της στήλης, -που ξέρω πως υπάρχουν και είναι πολλοί.
  Κατ’ αρχήν, το ιστορικό της παρουσίας του Δήμου Πολυγύρου στο Βαφοπούλειο: Το αξιόλογο αυτό πνευματικό κέντρο, στα πλαίσια της συμμετοχής του στους εορτασμούς του 2012, ως εκατονταετηρίδας της ελεύθερης Θεσσαλονίκης, προγραμμάτισε μια σειρά εκδηλώσεων. Μεταξύ των άλλων, απευθύνθηκε σε όλους τους Δήμους της Μακεδονίας, προτείνοντάς τους να κάνουν από μια εκδήλωση, στην οποία θα προέβαλλαν την τοπική τους ιστορία, κυρίως από το 1821 ως το 1912. Από τους 80 τόσους Δήμους, ανταποκρίθηκαν θετικά μόνο 21, μεταξύ αυτών και ο Δήμος Πολυγύρου. Το σχετικό «πρόβλημα» ήταν το γεγονός ότι το Βαφοπούλειο όριζε ως ημερομηνία της παρουσίας του Δήμου Πολυγύρου το Σάββατο 14 Ιανουαρίου, με χρήσιμο χρόνο προετοιμασίας δηλαδή λιγότερο από δυο βδομάδες. Μου προτάθηκε από τον Δήμο να είμαι εγώ ο ομιλητής, με παράλληλη παρουσία της χορωδίας του Πολιτιστικού Συλλόγου Πολυγύρου, η οποία θα παρουσίαζε ορισμένα τραγούδια, σχετικά με την ιστορία και την παράδοση του τόπου μας. Η ειλικρινής προτροπή μου «αναζητήστε κάποιον άλλο, μην ακουστούν γκρίνιες», παραβλέφτηκε και τελικά δέχτηκα το δύσκολο ασφαλώς έργο να συμβάλω ως βασικός ομιλητής σε μια εκδήλωση με μικρή χρονικά συμμετοχή της χορωδίας. Έπρεπε να προκύψει μια εκδήλωση ουσίας, υπό δύσκολες προϋποθέσεις και με ελάχιστο χρόνο προετοιμασίας. Θέλω εδώ να τονίσω, αυτό που είπα τελειώνοντας την ομιλία πως «είναι φυσικό οι Πολυγυρινοί και όλοι οι Χαλκιδικιώτες να χαίρονται και να συνεορτάζουν με τη Θεσσαλονίκη τα εκατό χρόνια από την απελευθέρωσή της, που είναι ταυτόχρονα και δική τους απελευθέρωση. Τη δική τους βέβαια απελευθέρωση, οι Πολυγυρινοί θα εορτάσουν στον Πολύγυρο, με όποιον τρόπο κρίνουν τελικά σωστότερο. Σήμερα πάντως εύχονται χρόνια πολλά, πρόοδο και ευχές να γιορτάσει και τα χιλιόχρονά της η Θεσσαλονίκη μας…». Κι αυτό γιατί πιστεύω πως έτσι πρέπει να γίνει και ασφαλώς όλοι μπορούμε, αλλά και οφείλουμε, να κάνουμε τις προτάσεις μας και να διαθέσουμε τη συμμετοχή μας στον εορτασμό της απελευθέρωσης της Χαλκιδικής. Όχι ανεύθυνα και ανώνυμα σχόλια του τύπου «θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι», προεξοφλώντας πλήρως την αποτυχία, για μια εκδήλωση πριν ακόμη γίνει!!
  Τελικά η εκδήλωση μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιτυχημένη, σύμφωνα και με τα σχόλια και τις αντιδράσεις των παρευρεθέντων, οι οποίοι, πέραν από τα τυπικά συγχαρητήρια, φαίνονταν ότι πραγματικά εκτίμησαν την όλη εκδήλωση. Για τη δική μου ομιλία –η οποία είχε τον εξ υπαρχής κίνδυνο, λόγω της ανάγκης να είναι μακρά σε διάρκεια, αφού ο χρόνος της χορωδίας ήταν μικρός- πολλοί την έκριναν με θετικά λόγια και, προσωπικά, νομίζω πως απέφυγε τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί κουραστική και να χάσει, εν τη πορεία της, την προσοχή των ακροατών της. Η χορωδία ήταν εξαιρετική και με τα λίγα τραγούδια της «γέμισε» με επιτυχία την ομιλία, αφού μάλιστα επιλέχτηκε να παρουσιάζει τα τραγούδια ενδιάμεσα στην ομιλία. Και βέβαια, πάντα η ζωντανή μουσική των «Ιχνηλατών της Παράδοσης», έδινε στα τραγούδια ζωντάνια. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί πως το τραγούδι «Πολύγυρε, Πολύγυρε», που μας είπε ο αγέραστος Χρήστος Κουκουμπής, σόλο και χωρίς συνοδεία μουσικής, έκλεψε την παράσταση. Αν μάλιστα κατάφερνε να έρθει και το «αηδόνι» της χορωδίας, η κυρά Λούλα Κεχαγιά, και να πει, με όμοιο τρόπο, τη «Λίνα», η επιτυχία θα ήταν ολοκληρωμένη. Επιτυχής επίσης, ήταν η παρουσία πολλών καλλιτεχνών, με ζωγραφικά έργα τους στο φουαγιέ του θεάτρου.
  Τελειώνοντας θα ήθελα να σημειώσω πως, όταν γιορτάζουμε σημαντικά πράγματα, όπως είναι ο εορτασμός των «Ελευθερίων» της Μακεδονίας μας, πρέπει να είμαστε περισσότερο θετικοί παρά αρνητικοί, να προσθέτουμε την προσωπική μας συμβολή και να μην καταδικάζουμε εκ των προτέρων, με κρίσεις του τύπου «αν βιντεοσκοπήσει κανείς την εκδήλωση θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι»!!, και αυτό για μια εκδήλωση πριν τη δούμε καν. Αυτές οι κριτικές –και μάλιστα κρυμμένες πίσω από την ανωνυμία των μπλογκ- μόνο κακό μπορούν να προκαλούν στον τόπο μας, για το καλό του οποίου υποτίθεται πως ενεργούμε και λειτουργούμε όλοι μας.
  Τα κείμενά μου στην Εβδομαδιαία, τις ομιλίες κλπ, θα αναρτώ από σήμερα στο προσωπικό μου μπλογκ “//zografakis.blogspot.com”, το οποίο θα δέχεται μόνο επώνυμα σχόλια.

  
……………………………………………………………………………………………………………………………………
Νικολέττα, σας παρακαλώ από σήμερα να βάζετε στη φωτογραφία μου και το μπλογκ: //zografakis.blogspot.com                            -ευχαριστώ

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Ομιλία στο Βαφοπούλειο

ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΒΑΦΟΠΟΥΛΕΙΟ (14 Ιανουαρίου 2012)
(προσφωνήσεις)
   
  Κυρίες και κύριοι
  Ο καινούργιος χρόνος που μόλις υποδεχτήκαμε, δεν φαίνεται να είναι μια χρονιά ρουτίνας. Από τη μια μεριά ζούμε όλοι μας τις δυσκολίες και την αβεβαιότητα της πολύπλευρης κρίσης, που πλήττει τη χώρα μας, αλλά κοντά σε μας πλήττει και ολοένα  περισσότερες άλλες χώρες. Από την άλλη, αν και θέλουμε να μην τις λαμβάνουμε υπόψη, ο νέος χρόνος συνοδεύεται, από πολλά χρόνια πριν, από εσχατολογικές για τον πλανήτη μας προφητείες. Όμως, εμείς εδώ, δεν θα ασχοληθούμε με τις πραγματικές ή υποθετικές συνθήκες και προβλέψεις. Για μας, το 2012 είναι ένας σημαντικός χρόνος από άποψη εθνική, κι αυτό γιατί φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ευλογημένη χρονιά του 1912, όταν ο ελληνικός στρατός εξασφάλισε την απελευθέρωση του τόπου μας εδώ και απάλλαξε τη Θεσσαλονίκη και όλη τη Μακεδονία, όχι μόνο από τον επί αιώνες Τούρκο δυνάστη, αλλά, στη συνέχεια,  και από τον επίδοξο νέο δυνάστη, τη Βουλγαρία. Για τη Μακεδονία μας, το 1912 ήταν η αρχή της εθνικής της παλιγγενεσίας, γι’ αυτό και ο εορτασμός των εκατό χρόνων δεν είναι απλός και τυπικός, αλλά λαμπρός και με μεγάλη και ουσιαστική σημασία.

  Όλη λοιπόν η Μακεδονία, όλη η Β. Ελλάδα, γιορτάζει. Από αυτά τα εορταστικά αισθήματα διακατέχεται και ο Πολύγυρος, αλλά και ολόκληρη η Χαλκιδική, και έχουν βέβαια κάθε λόγο να αισθάνονται υπερηφάνεια. Κι αυτό για ένα σωρό λόγους: Γιατί είναι, αδιαμφισβήτητα, ευλογημένη από άποψη φυσικής ομορφιάς περιοχή, αφού ο Θεός έχει δώσει αφειδώλευτα τις ομορφιές στη φύση της Χαλκιδικής. Μα και για τους ανθρώπους της αισθάνεται υπερήφανη, που διαχρονικά κοσμούν, τιμούν και αξιοποιούν αυτό τον τόπο. Αυτοί οι άνθρωποι, δημιούργησαν από την αρχαιότητα ως σήμερα τις λαμπρές ιστορικές πόλεις της Χαλκιδικής και συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη του σπουδαίου ελληνικού πολιτισμού. Τόσο στα πλούσια παράλιά της, όσο και στην ενδοχώρα της, χτίστηκαν και άκμασαν πολιτείες, όπως η Όλυνθος, η Ποτίδαια, η Άκανθος, τα Στάγειρα, οι Απολλωνίες, ο Ανθεμούς, και πλήθος άλλες, πολλές από τις οποίες, με κέντρο την πρώτιστη όλων, την Όλυνθο, αποτέλεσαν το περίφημο «Κοινόν των Χαλκιδέων», ενώ προκάλεσαν τα ζηλόφθονα και αρπακτικά βλέμματα, τόσο των Αθηναίων, όσο και των Λακεδαιμονίων.

  Αυτός ο τόπος και αυτός ο κόσμος, ήταν φυσικό να προκαλέσουν την αντιπαλότητα                      του αναπτυσσόμενου ραγδαία κράτους των Μακεδόνων, του οποίου ο τότε ορμητικός  βασιλιάς Φίλιππος ο Β΄ διεμήνυσε αυτό που δεν έκρυβε, πως «η Μακεδονία δε μπορούσε να χωρέσει δυο μεγάλα βασίλεια», όπως ήταν η Όλυνθος και η Μακεδονία∙ και αυτή η ρεαλιστική διαπίστωση είχε ως τελική συνέπεια τον σκληρό πόλεμο εναντίον της Ολύνθου και την καταστροφή και εξαφάνιση τελικά της λαμπρής αυτής πόλης και, στη συνέχεια, την κατάκτηση και προσάρτηση όλης της Χαλκιδικής στο νέο κυρίαρχο της περιοχής κράτος των Μακεδόνων. Έτσι, ο βίος της Χαλκιδικής συνεχίστηκε ως μέρος του πανίσχυρου αυτού κράτους  και ο τόπος μας, δεν έδωσε μόνο τον Αριστοτέλη ως δάσκαλο του στρατηλάτη και εκπολιτιστή Μ. Αλεξάνδρου, αλλά πολλοί Χαλκιδικιώτες επάνδρωσαν τις στρατιές του, που σάρωσε όλο το γνωστό κόσμο της Ανατολής.

  Αργότερα, μετά τα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης, η Χαλκιδική έγινε επίλεκτο τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα μετά τον 10ο αιώνα, όταν η χερσόνησος του Άθωνα, μετατρέπεται σιγά σιγά στο λεγόμενο «Περιβόλι της Παναγίας» ή σωστότερα στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας», με την ονομασία Άγιον Όρος, το οποίο, ακόμη και σήμερα, διατηρεί παγκόσμια ακτινοβολία. Τα ορθόδοξα μοναστήρια του Αγ. Όρους επεκτείνονταν με μετόχια, ναούς και εγκαταστάσεις σε όλη την έκταση της Χαλκιδικής, και ήταν επόμενο το Όρος να επηρεάζει την κοινωνική ζωή του τόπου.
  Ένα άλλο χαρακτηριστικό της Χαλκιδικής ήταν το γεγονός ότι ο τόπος αυτός επηρεάστηκε ελάχιστα από την κάθοδο και εγκατάσταση στη Μακεδονία σλαβικών φύλων τα οποία, μέσα στην τουρκική επικράτεια που ακολούθησε την μακρά περίοδο του Βυζαντίου, μπορούσαν ελεύθερα να κινούνται και να εγκαθίστανται παντού στη Μακεδονία, ιδιαίτερα στην ενδοχώρα της. Και παρ’ όλον ότι η Χαλκιδική αποτελούσε περιοχή ιδιαίτερα ελκυστική για ανθρώπους προερχόμενους από βορειότερες περιοχές, η εγκατάσταση σ’ αυτήν σλαβικών φύλων δεν ήταν σημαντική. Βέβαια, με βλέψεις κυρίως προς το Άγιον Όρος, ιδιαίτερα οι Βούλγαροι, προσπάθησαν, αν και χωρίς επιτυχία, να αλλοιώσουν την ελληνική σύνθεση του πληθυσμού της Χαλκιδικής, επιλέγοντας να εγκαταστήσουν διάσπαρτες ομάδες, οι οποίοι, ως «ανθρακείς, μυλωθροί και κτηνοτρόφοι», εισέδυαν στη Χαλκιδική, χωρίς όμως να επιτύχουν αξιόλογη εγκατάσταση.

  Στην περίοδο της τουρκοκρατίας επίσης, ο Πολύγυρος και η Χαλκιδική ολόκληρη, πέτυχαν, κυρίως με την επιτυχή οργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησής τους, να διαφυλάξουν τον ελληνικό και χριστιανικό χαρακτήρα της και να βιώσουν, με ελάχιστες δυσμενείς επιπτώσεις, τη μακρά περίοδο της πολύχρονης τουρκικής κυριαρχίας. Αυτή η οργάνωση των ελληνικών κοινοτήτων ήταν σωτήρια για τους ελληνικούς πληθυσμούς. Βέβαια, οι δημογεροντίες ήταν σε στενή συνεργασία με την τοπική εκκλησία, η οποία έπαιζε σημαντικό ρόλο, ιδιαίτερα σε θέματα εκπαίδευσης και κοινωνικής πρόνοιας. Έτσι ο υπόδουλος στην Τουρκία ελληνικός λαός της Χαλκιδικής, ιδιαίτερα όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν, -όπως έγινε μετά την επανάσταση του 1854 και τον τουρκικό νόμο Χάτι Χουμαγιούν που ακολούθησε, το 1856- στον Πολύγυρο ειδικά λειτουργούσαν σχολεία ανώτερα σε ποιότητα σπουδών από τα αντίστοιχα ελληνικά σχολεία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Όμως γι’ αυτό το θέμα θα επανέλθουμε.
  Είναι ασφαλώς απαραίτητο, εκτός από την οργάνωση της κοινωνικής ζωής στην οποία αναφερθήκαμε, να τονίσουμε την ωριμότητα και προετοιμασία του Πολυγύρου και της υπόλοιπης Χαλκιδικής, πριν από το 1821, ώστε να διεκδικήσουν την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, ταυτόχρονα και παράλληλα με τις  άλλες υπόδουλες περιοχές της υπόλοιπης Ελλάδας. Είναι αποδεδειγμένο ότι στον Πολύγυρο είχε σημαντική διείσδυση η Φιλική Εταιρεία, με αποτέλεσμα να υπάρχει ηθική και πρακτική προετοιμασία του ελληνικού πληθυσμού, όχι μόνο να συμμετάσχει, αλλά και να πρωταγωνιστήσει σ’ έναν απελευθερωτικό ξεσηκωμό, όταν θα ερχόταν η κατάλληλη ώρα, όπως και έγινε.

  Έτσι περίπου προετοιμάστηκε και πραγματοποιήθηκε η γνωστή Επανάσταση της Χαλκιδικής, η οποία ξεκίνησε στον Πολύγυρο, στις 17 του Μάη 1821. Η παράδοση έχει διασώσει ονόματα , που αποτελούν πλέον μέρος της τοπικής ιστορίας του τόπου μας. Και τα ονόματα αυτά είναι κυρίως η οικογένεια Παπαγεωργάκη, από την οποία ο Γιαννάκης, κάτω από πραγματικά μυθιστορηματικές συνθήκες, βρέθηκε στο Φανάρι, στην Πόλη, και μάλιστα ως Λογοθέτης, ως γραμματέας δηλαδή του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Είμαστε βέβαια πια, ελάχιστα χρόνια πριν το 1821, όταν σε όλη την Ελλάδα έχει απλωθεί η μυστική δράση της Φιλικής Εταιρείας. Το ίδιο έχει γίνει και στο Άγιον Όρος, τουλάχιστον σε ορισμένες μονές, αλλά και σε διάφορα μέρη της Χαλκιδικής και οπωσδήποτε στον Πολύγυρο, όπου, κατά την παράδοση, τη φλόγα και τις ιδέες της Φ. Ε. έφερε από την Πόλη ο προαναφερθείς Γιαννάκης Παπαγεωργάκης. Αυτός ο φιλικός Γιαννάκης, που βρέθηκε τυχαία με τον πατέρα του στο Πατριαρχείο, ήρθε σύντομα στον Πολύγυρο, όχι μόνο για να ξαναδεί τον τόπο και τους δικούς του, αλλά κυρίως για να μυήσει στη Φ.Ε., πρώτα απ’ όλα τους δικούς του, αλλά  και πέραν αυτών άλλους πατριώτες, σπέρνοντας έτσι τον σπόρο της ιδέας του αγώνα για την απελευθέρωση, όπως έκανε η Εταιρεία παντού, όπου υπήρχαν σκλαβωμένοι Έλληνες.
  Αυτός ο σπόρος φαίνεται ότι βρήκε γόνιμο και πρόθυμο έδαφος στον Πολύγυρο, ώστε, όχι μόνο ο Κύρκος Παπαγεωργάκης, ο πρώτος προεστώς του τόπου, να μυηθεί, -παρά τους αρχικούς λογικούς δισταγμούς του, αλλά με την ενθουσιώδη παρότρυνση του νεαρού και ενθουσιώδους αδελφού του Μαυρουδή (σώζεται άλλωστε στη δημοτική μούσα ο παροτρυντικός στίχος «άντε Κύρκο, μη φοβάσαι, θα τα φάμε τα ζαγάρια»)-, τόσο ο Κύρκος, λοιπόν, όσο και αρκετοί άλλοι στη συνέχεια, μυήθηκαν σ’ αυτή την οργάνωση και άρχισαν να οργανώνονται και να ετοιμάζονται για τον απελευθερωτικό ξεσηκωμό, που λαχταρούσαν να δώσει τη λευτεριά στον τόπο, ύστερα από αιώνων σκλαβιά. Αυτοί οι φιλικοί του Πολυγύρου, έρχονται σε επαφή και επικοινωνούν συχνά με γνωστούς φιλικούς της Θεσσαλονίκης, με την οποία άλλωστε Θεσσαλονίκη ο Πολύγυρος είχε ανέκαθεν στενές κάθε είδους σχέσεις. Η παράδοση επίσης σώζει διάφορους εντυπωσιακούς τρόπους επικοινωνίας των φιλικών Πολυγύρου –Θεσσαλονίκης, κρυφούς και συνωμοτικούς, αφού κατ’ εξοχήν κρυφή και συνωμοτική οργάνωση ήταν η Φ. Εταιρεία.
  Αυτή η συνεργασία και δραστηριοποίηση της Φ.Εταιρείας στον Πολύγυρο, έδωσε σημαντικά αποτελέσματα, όπως θα δούμε παρακάτω. Απλά, χρειαζόταν να έρθουν οι κατάλληλες συνθήκες για να εκδηλωθούν. Και αυτές οι συνθήκες δεν άργησαν ναρθούν, αφού στη Ν. Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει η μεγάλη Επανάσταση του ’21. Νωρίτερα ο Αλ. Υψηλάντης έχει διαβεί τον Προύθο στη Μολδοβλαχία και ξεκινά την επανάσταση από κει, ενώ ταυτόχρονα μεγάλη σημασία δίνει στο ξεκίνημα της επανάστασης και στην Ελλάδα, τόσο στη νότια, όσο και στην Βόρεια. Για την Β. Ελλάδα ο Υψηλάντης προορίζει στρατιωτικό αρχηγό τον Ι. Φαρμάκη και πολιτικό αρχηγό και οικονομικό χορηγό τον Σερραίο τραπεζίτη και μεγάλο πατριώτη Εμμ. Παπά. Ο Εμ. Παπάς, τις παραμονές της έκρηξης της επανάστασης στην Πελοπόννησο, συγκεκριμένα στις 23 Μαρτίου 1821, φτάνει στο Άγιον Όρος, επιβαίνοντας στο τριίστιο πλοίο του Λημνιού Χατζη Βισβίζη, το οποίο είναι έμφορτο με πολεμοφόδια, και συνοδεύεται από λίγους έμπιστους βοηθούς του. Ο Παπάς φτάνει στην ι. μονή Εσφιγμένου, της οποίας ο ηγούμενος Ευθύμιος και ο μοναχός Νικηφόρος ήταν από τους πιστότερους φιλικούς. Σε σύναξη των μονών αποφασίζεται να στηριχτεί ο Εμμ. Παπάς στον αγώνα που πρόκειται να αρχίσει και, κρυφά, αρχίζει μια εντατική προετοιμασία, με στρατολόγηση αγωνιστών, κατασκευή φυσιγγίων και άλλες απαραίτητες για τον αγώνα ενέργειες. Συγκεντρώνονται τελικά στο Όρος κοντά δυο χιλιάδες ένοπλοι, από τους οποίους οι μισοί είναι καλόγηροι. Αυτό το κλίμα μυστικής προετοιμασίας, μεταδίδεται και έξω από το Όρος και οπωσδήποτε φτάνει ως τον Πολύγυρο, τη Σιθωνία και την Κασσάνδρα. Όμως, η επανάσταση δεν ξεκινά, πιο πολύ γιατί ο Παπάς περιμένει να φτάσει ο Φαρμάκης, ο οποίος βέβαια δεν θα φτάσει ποτέ, αφού έχει εγκλωβιστεί, μαζί με τον Ολύμπιο, στη Μολδοβλαχία, όπου το ξεκίνημα της επανάστασης του Υψηλάντη δεν είχε ανάλογη καλή συνέχεια –για να φτάσουμε τελικά στην ηρωική μεν, αλλά με ολέθρια αποτελέσματα μάχη του Δραγατσανίου, τον Ιούνιο του ’21, και στο δραματικό τέλος των πρωταγωνιστών της.
  Και, μπορεί μεν η επανάσταση  στη Χαλκιδική να καθυστερεί να αρχίσει, όμως η όλη κινητοποίηση, μαζί με τα νέα από τη Ν. Ελλάδα πως εκεί η επανάσταση άρχισε, με μεγάλες μάλιστα επιτυχίες, όλα αυτά κάνουν τον πασά της Θεσσαλονίκης Γιουσούφ να προχωρήσει σε ένα σύνηθες, όσο και απάνθρωπο μέσο: Στέλνει μήνυμα στον Πολύγυρο και σε άλλα μέρη της Χαλκιδικής, να του στείλουν ως ομήρους, συγκεκριμένα πρόσωπα, ως εγγύηση για την συνέχιση της υποταγής του τόπου. Οι υπεύθυνοι στον Πολύγυρο βρέθηκαν σε μεγάλο δίλημμα: Να στείλουν τα πρόσωπα που ζητά ο Γιουσούφ, στερώντας τον επικείμενο αγώνα από τους φυσικούς αρχηγούς του, ή να «ξεγελάσουν» τους Τούρκους, στέλνοντας «δευτερότερα» πρόσωπα –όσο και αν, προκειμένου για τη ζωή ανθρώπων, δεν υπάρχουν βέβαια πρώτα και δεύτερα πρόσωπα. Τέλος πάντων, οι Πολυγυρινοί, έστειλαν κάποιους άλλους, πράγμα όμως που, όπως ήταν φυσικό, επέτεινε τις υποψίες και τις ανησυχίες του Γιουσούφ, πως κάτι σοβαρό συμβαίνει ή πρόκειται να συμβεί στον Πολύγυρο και στη Χαλκιδική. Ούτε βέβαια για την υποταγή του Όρους, την οποία του υποσχέθηκαν οι Αγιορείτες προσφέροντας πολύτιμα δώρα, ήταν βέβαιος, καθώς μάλιστα, αφού έχουμε φτάσει στα μισά του Μάη του ’21, τα νέα από την εξέγερση της Ν. Ελλάδας, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά για τους Τούρκους. Έτσι ο Γιουσούφ δίνει εντολή να σπεύσουν προς τον Πολύγυρο, από διαφορετικές κατευθύνσεις, δυο σώματα τουρκικού στρατού, από 500 άνδρες το καθένα, να συλλάβουν και να του στείλουν ως ομήρους τα πρόσωπα που ζήτησε και να εγκατασταθούν στον Πολύγυρο, απ’ όπου θα ελέγχουν ολόκληρη τη Χαλκιδική, εξασφαλίζοντας την υποταγή τους.

  Φτάνουμε έτσι στο βράδυ της 16ης Μαϊου 1821. Στον Πολύγυρο η κατάσταση είναι ιδιαίτερα έκρυθμη. Φτάνουν οι πληροφορίες πως επέρχονται κατά του Πολυγύρου δυο σώματα τουρκικού στρατού με άγριες διαθέσεις. Οι πληροφορίες αυτές αποθρασύνουν τους άνδρες της τουρκικής φρουράς, οι οποίοι αρχίζουν να περιφέρονται στους δρόμους, προκαλώντας και βιαιοπραγώντας κατά του χριστιανικού πληθυσμού. Ο πρώτος προεστώς του τόπου τότε, ο γνωστός μας Κύρκος Παπαγεωργάκης, αποφασίζει να μεταβεί στον Τούρκο διοικητή και να του ζητήσει να προστατέψει τους χριστιανούς. Όμως, οι Τούρκοι που τον συναντούν, τον δολοφονούν εν ψυχρώ στο δρόμο. Γίνεται έτσι ο πρώτος νεκρός του αγώνα. Αυτό το γεγονός, όπως ήταν φυσικό, συντάραξε και εξαγρίωσε τους Πολυγυρινούς. Κατάλαβαν όλοι τους πως δε μπορούσαν να λένε πια «σφάξε με αγά μου». Το αντίθετο μάλιστα. Πήραν τα όπλα που είχαν κρυμμένα και επιτέθηκαν στην τουρκική φρουρά, την οποία, ύστερα από σύντομη μάχη, εξόντωσαν ολοκληρωτικά, προκαλώντας έτσι μια ουσιαστική κήρυξη επαναστατικής ενέργειας. Τώρα πια δεν έχει επιστροφή. Ο αγώνας έχει αρχίσει. Στον Πολύγυρο, ξημερώνοντας 17 του Μάη του 1821, αρχίζει η Επανάσταση της Χαλκιδικής.
  Έχει αρχίσει μάλιστα, κάτω από τη μεγάλη απειλή της επέλασης χιλίων Τούρκων ενόπλων κατά του Πολυγύρου. Τι να κάνουν τώρα οι Πολυγυρινοί; Να περιμένουν να φτάσει αυτός ο στρατός στον Πολύγυρο; Θα ακολουθούσε ασφαλώς σφαγή και καταστροφή του τόπου, ύστερα μάλιστα από την εξόντωση της φρουράς. Ακολουθούν, λοιπόν, οι Πολυγυρινοί τον δρόμο του αγώνα και της σύγκρουσης. Παίρνουν τα όπλα που έχουν και οδεύουν να συναντήσουν τους επερχόμενους Τούρκους μακριά από τον Πολύγυρο. Κάπου κοντά στο σημερινό Παλαιόκαστρο συναντούν το πρώτο σώμα. Δίνεται η πρώτη μάχη, στην οποία οι Πολυγυρινοί αποκρούουν επιτυχώς τους επερχόμενους. Αυτό από μόνο του είναι θαυμαστό, αφού πρόκειται για 500 Τούρκους. Και δεν είναι μόνο αυτό: Μετά την απόκρουση του πρώτου σώματος, στρέφονται και αντιμετωπίζουν, σε άλλο σημείο, και το δεύτερο σώμα των Τούρκων ενόπλων και μάλιστα με την ίδια επιτυχία. Αυτά τα πολεμικά γεγονότα ήταν οι πρώτες μάχες και οι πρώτες νίκες των Ελλήνων της Χαλκιδικής, τα οποία ανέδειξαν περισσότερο την εξέγερση στον Πολύγυρο, είναι μάλιστα περίεργο που δεν τονίζεται επαρκώς αυτή η επιτυχία των Πολυγυρινών στα όποια βιβλία ιστορίας.
  Οπωσδήποτε, πάντως, έχουμε ένα ντε φάκτο ξεκίνημα της επανάστασης στη Μακεδονία. Αυτό προκαλεί μια άνευ προηγουμένου αναταραχή στον τόπο και στη Θεσσαλονίκη μαζί. Κατ’ αρχήν ο Εμμ. Παπάς, μαθαίνοντας τα νέα του Πολυγύρου, καταλαβαίνει πως δε μπορεί πλέον να περιμένει ούτε τον Φαρμάκη, ούτε, πολύ περισσότερο, τον Υψηλάντη. Σε σύντομη τελετή στο Πρωτάτο παίρνει την ευλογία του Όρους και συντάσσει γρήγορα τις δυνάμεις του. Συγκεντρώνονται κοντά 4000 ένοπλοι, 2000 υπό τις διαταγές του, όπως είπαμε και παραπάνω, και άλλες 2000 υπό τις διαταγές του Καπετάν Χάψα, που γρήγορα αναδείχθηκε και ικανός στα όπλα και ανδρείος στην ψυχή. Τα δυο αυτά σώματα σαρώνουν στην κυριολεξία τις όποιες μικρές τουρκικές φρουρές υπάρχουν στη Χαλκιδική και προχωρούν προς τη Θεσ/νίκη, σα λαβίδα: Ο Παπάς από τα Μαντεμοχώρια, και ο Χάψας από την κεντρική και νότια Χαλκιδική. Οι άνδρες των σωμάτων αυτών είναι απλοί Χαλκιδικιώτες, αγρότες, ψαράδες, μελισσάδες, καλόγηροι. Είναι ο απλός Χαλκιδικιώτικος λαός, παιδιά Πολυγυρνά, παιδιά Χαλκιδικιώτικα.

   Ας ακούσουμε όμως εδώ τη χορωδία μας που θα μας τραγουδήσει το δημοτικό τραγούδι «Πέντε πιδιά Πολυγυρνά»

  Η εξέλιξη των πραγμάτων, στη συνέχεια,   είναι ραγδαία. Το σώμα του Χάψα φτάνει ως το Σέδες, ενώ ο Παπάς προχωρεί από την Ρεντίνα προς τη Θεσσαλονίκη. Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους επαναστάτες της Χαλκιδικής, φαντάζει και πιθανή και δυνατή. Δεν επιχειρήθηκε όμως, για διάφορους λόγους. Μέσα βέβαια στην πόλη, οι Τούρκοι εκδικούνται τις επιτυχίες της επανάστασης της Χαλκιδικής, με θηριωδίες και εκτελέσεις ομήρων, τόσο στις φυλακές (στο Λ. Πύργο, στο Κονάκι και αλλού), όσο ακόμη και μέσα σε εκκλησίες. Αντί άλλου ντοκουμέντου, θα μπορούσε να αναφέρει κανείς την έκθεση του Τούρκου ιεροδίκη της Θεσσαλονίκης (μουλά), του  Χαϊρουλάκ Σινασί Μεχμέτ Αγά, ενός σωστού απέναντι στους χριστιανούς Τούρκου αξιωματούχου –γι’ αυτό και τον φυλάκισε ο Γιουσούφ στον Λ. Πύργο- όμως τον αποφυλάκισε γιατί ο σουλτάνος τον διόρισε μουλά της Κων/λης. Πριν φύγει για την Πόλη, συμβήκαν τα γεγονότα της Χαλκιδικής και ο Χαϊρουλάκ τα έζησε από κοντά, γι’ αυτό και, όταν έφτασε στην Πόλη, συνέταξε επίσημη αναφορά προς τον Σουλτάνο, την οποία έφερε στο φως, από τα τουρκικά αρχεία της Πόλης, ο Αβραάμ Παπάζογλου και τη δημοσίευσε στα «Χρονικά 1» της Θεσσαλονίκης, το 1940 (το μεγαλύτερο μέρος δημοσίευσα και εγώ στο τ. 44 του αξιόλογου περιοδικού μας ΠΟΛΥΓΥΡΟΣ). Μια ελάχιστη αναφορά επιχειρώ να κάνω και εδώ, ακριβώς γιατί πρόκειται για τουρκική έκθεση και όχι για περιγραφή κάποιου χριστιανού. Λέει, μεταξύ των άλλων, ο Χαϊρουλάκ:
  «…Κι από κείνη τη νύχτα –εννοεί, μόλις έφτασαν τα νέα του ξεσηκωμού των Χαλκιδικιωτών- άρχισε το κακό. Η Θεσσαλονίκη …μεταβλήθηκε σε ένα απέραντο σφαγείο. Ο μουτεσελίμης Γιουσούφ Βέης, θέλοντας να εκδικηθεί τους ξεσηκωμένους Ρωμιούς, διέταξε τους χαφιέδες του να γυρνούν στους δρόμους της πόλης και να σκοτώνουν αλύπητα κάθε άπιστο που θα συναντούσαν. Έτσι και έγινε. Κάθε μέρα και κάθε νύχτα δεν ακούς τίποτε άλλο στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, παρά φωνές, κλάματα, βογγυσμούς. Ο Γιουσούφ Μπέης, ο γενητσάρ αγάς, ο σούμπασης και οι χοτζάδες και ουλεμάδες, έχουν λυσσάξει θαρρείς. Δεν εκτελούσαν δικές Σου διαταγές ασφαλώς, γιατί τότε θα σέβονταν τα μικρά παιδιά και τις έγκυες γυναίκες. Τι δεν είδαν τα μάτια μου, τι δεν αντίκρισαν!». Παρακάτω: «Τους φέραν δεμένους» (εννοεί τους προκρίτους και τον Μακάρ Εφέντη (τον χριστιανό Μητροπολίτη)… «και τότε ράγισεν η καρδιά μου, βλέποντας τον Μακάρ Εφέντη, με τ’ άσπρα του γένια και τα μακριά μαλλιά του ακατάστατα, να παραδίδεται στα χέρια των «μπασή μποζούκ» και να κομματιάζεται στη μεγάλη πλατεία του Καπανιού. Ενός άλλου γέροντα σεβάσμιου, του παπα Γιάννη, της εκκλησιάς του Μηνά Εφέντη, του κόψαν τα πόδια και τα χέρια. Κι έπειτα, κρατώντας τα κομμένα χέρια του, με τα δάχτυλά του του βγάλαν τα μάτια του… Και παρακάτω γράφει ο Χαϊρουλάκ: «… Μα δεν είναι μόνο αυτά. Οι άπιστοι, φοβισμένοι και τρομαγμένοι, κρύφτηκαν στον Μητροπολιτικό ναό ελπίζοντας να σωθούν. Όμως οι δικοί μας δεν δώσαν σημασία στην εκκλησία, σπάσαν τις πόρτες και μπήκαν μέσα. Όσους δεν σφάξανε εκεί, τους δέσανε δυο δυο, και τους μετάφεραν στο Καπάνι, όπου τους σφάξανε και μάζεψαν τα κεφάλια τους για να τα δώσουν δώρο στον Γιουσούφ Μπέη…».

  Τα παραπάνω είναι ένα μέρος μόνον –υπάρχουν και άλλα πολλά ανάλογα- της επίσημης αναφοράς του Τούρκου αξιωματούχου Χαϊρουλάκ και δίνουν το μέτρο των απάνθρωπων αντιδράσεων των τουρκικών αρχών της Θεσσαλονίκης, ως αντίποινα για τις επιτυχίες της επανάστασης της Χαλκιδικής. Ανάμεσα στα άλλα που γράφει νωρίτερα, και αξίζει τον κόπο να το αναφέρουμε, είναι η εξαιρετική εντύπωση που του προκαλεί η Θεσσαλονίκη, όταν πρωτοφτάνει σ’ αυτήν. Λέει: «Όμως, Θεέ μου, ποια ήταν η έκπληξή μου όταν, περνώντας την πύλη του Βαρδάρ, βρέθηκα στη μεγάλη λεωφόρο που ενώνει την ανατολή με τη δύση. Η Μεγαλειότητά Σου μπορεί να είναι περήφανη πού, ανάμεσα στις τόσες και τόσες πόλεις που κατέχει, συγκαταλέγεται η Θεσσαλονίκη». Γράφει ακόμη με ποιον τρόπο κατάφεραν τελικά να κυριεύσουν τη Θεσσαλονίκη «από τους απίστους» και άλλα πολλά και ενδιαφέροντα. Αυτή η αναφορά του Χαϊρουλάκ καλό είναι να δεχτεί μεγαλύτερη δημοσιότητα.

  Βέβαια, τα απάνθρωπα αντίποινα του Γιουσούφ, τα μαθαίνουν οι επαναστατημένοι της Χαλκιδικής, όμως πλέον ο ξεσηκωμός τους δεν έχει επιστροφή, άλλωστε το όραμα της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους Τούρκους ήταν πάντοτε ισχυρό και παράβλεπε κάθε θυσία. Αλλά, εκεί που η επανάσταση είχε μεγάλη επιτυχία, παρουσιάζεται ένα νέο στοιχείο. Και αυτό το στοιχείο είναι ο Μπαϊράμ Πασάς. Ήταν ένας δραστήριος στρατηγός και πήρε εντολή να ξεκινήσει από την Αν. Μακεδονία, και αφού συγκεντρώσει όσο περισσότερο στρατό μπορούσε, να κατευθυνθεί στη Ν. Ελλάδα, όπου η ελληνική επανάσταση σημείωνε εντυπωσιακές επιτυχίες. Επειδή όμως και η επανάσταση της Χαλκιδικής σημείωνε επιτυχία και ήταν σοβαρή απειλή για την ίδια τη Θεσσαλονίκη, ο Μπαϊράμ πήρε εντολή να καταπνίξει πρώτα αυτή την επανάσταση και στη συνέχεια να συνεχίσει την πορεία του προς το νότο. Φτάνοντας λοιπόν στη Θεσσαλονίκη, αφού πρώτα διασκόρπισε τη μικρή δύναμη του Εμ. Παπά κοντά στην Απολλωνία, έστρεψε ένα μεγάλο μέρος του στρατού του εναντίον των επαναστατών της Χαλκιδικής. Ο στρατός αυτός συνάντησε τις αρκετά μειωμένες δυνάμεις του Χάψα κοντά στα Βασιλικά, στις πλαγιές του Βούζιαρη. Η μάχη ήταν εντελώς άνιση, έμοιαζε με αντίσταση αυτοκτονίας. Όμως, ο Χάψας και τα παλικάρια του προτίμησαν τον αγώνα αντί της φυγής. Το θάνατο, αντί της υποχώρησης. Είναι αυτό η ανώτατη έννοια  του αγώνα, η θυσία. Γι’ αυτό και η μάχη των Βασιλικών, παραμένει στην ιστορική μνήμη στο μέγιστο βαθμό αναγνώρισης ηρωισμού.

  Στη συνέχεια ο Μπαϊράμ, μετά την κάμψη της αντίστασης και το θάνατο του Χάψα και των περισσότερων παλικαριών του, στρέφεται κατά της επαναστατημένης Χαλκιδικής, σκορπώντας παντού φωτιά και θάνατο. Βασιλικά, Αγ. Αναστασία, Γαλάτιστα, Βάβδος, Πολύγυρος και δεκάδες άλλα χωριά γνωρίζουν την πλήρη καταστροφή. Ο κόσμος, όπως ήταν φυσικό, συρρέει προς τα παράλια, προσπαθώντας να βρει τρόπο να φύγει προς τα νησιά και τη Ν. Ελλάδα. Και ο Μπαϊράμ, που βιάζεται βέβαια να συνεχίσει το ταξίδι του προς τη Ν. Ελλάδα, αφού ολοκληρώνει την καταστροφή του τόπου, φεύγει προς το νότο, αφού πρώτα αποτυπώνει, σε επίσημο έγγραφό του, το καταστροφικό του πέρασμα. Γράφει, μεταξύ άλλων:
  «… Ούτω, εκτελών το υψηλόν πρόσταγμα του κραταιότατου Σουλτάνου, και εκκαθαρίζων από των τοιούτων ακαθάρτων στοιχείων και  βδελυρών ερπετών την περιφέρειαν Θεσσαλονίκης, επέδραμον μετά του γενναίου στρατού μου κατά των περιοχών Καλαμαριάς, Παζαρούδας, Σιδηρόπορτας, Πολυγύρου, Κασσάνδρας, Κίτρους και Κατερίνης, ένθα, καταπολεμήσας τους απίστους τούτους εξώντωσα και απήλειψα από του προσώπου γης 42 πόλεις και χωρία αυτών, συνωδά τω ιερώ φετφά, αυτούς μεν τους ιδίους διεπέρασα εν στόματι ρομφαίας, τας γυναίκας και τα τέκνα αυτών εξηνδραπόδισα, τα υπάρχοντά των διένειμα μεταξύ των πιστών νικητών, τας εστίας δε αυτών παρέδωσα εις το πυρ και την τέφραν, ώστε ούτε φωνή αλέκτορος να ακούηται πλέον εις αυτάς…».
  Τι να θαυμάσει και τι να σχολιάσει κανείς από το επίσημο αυτό έγγραφο, όπου ο Τούρκος στρατάρχης επαίρεται ότι «εξώντωσε και απάλλειψε από του προσώπου γης 42 πόλεις και χωρία των απίστων», τους άνδρες των οποίων «διεπέρασε δια ρομφαίας», τις γυναίκες και τα παιδιά πούλησε ως δούλους και τα σπίτια τους κατέκαψε, ώστε ούτε κόκορας πια δεν θα λαλεί στα μέρη αυτά. Βέβαια, όπως θα πούμε παρακάτω, και τα σπίτια ξαναχτίστηκαν, και κόκορες πολλοί ξαναλάλησαν, ενώ ο ίδιος, ως εκ θείας δίκης, όχι μόνο δεν έφτασε στην Πελοπόννησο για να σώσει την Τριπολιτσά, αλλά, εκεί στη Βοιωτία, στα Βασιλικά μάλιστα, γνώρισε την ήττα από τους εκεί επαναστάτες, το ισχυρό στράτευμα των «πιστών νικητών του» διαλύθηκε και ο ίδιος γνώρισε τον θάνατο.

  Σχετικός με τα αντίποινα των Τούρκων στη Χαλκιδική, είναι και ο περίφημος «Καγγελευτός» που τελείται και ακούγεται στην Ιερισσό, όπου, μαζί με το τραγούδι, χορεύεται και ο σχετικός ιεροτελεστικός χορός. Ας το ακούσουμε το τραγούδι από τη χορωδία μας

  Όμως, εδώ στη Χαλκιδική, τα πράγματα, μετά τις καταστροφές του Μπαϊτράμ, δεν εξελίσσονται καλά. Ο κόσμος έχει σκορπίσει, τα χωριά είναι καμένα, οι σοδειές χάθηκαν, τα χρήματα του Εμ. Παπά τελειώνουν, το Άγ. Όρος ενισχύει ολοένα και λιγότερο με μέσα και άνδρες τον αγώνα, παρ’ όλα αυτά, εκεί στην Ποτίδαια, στήνεται μια νέα ηρωική άμυνα. Στο στενό συγκεντρώνονται και οχυρώνονται όσοι από τους επαναστατημένους βρίσκονται ακόμη στα όπλα και με την πρόσκαιρη βοήθεια λίγων ενόπλων από τον Όλυμπο, αντιμετωπίζουν τον στρατό του Γιουσούφ από τον Ιούνιο ως το τέλος του Οκτώβρη, με επιτυχία, κάποιες φορές μάλιστα η άμυνά τους γίνεται εντελώς επιθετική, με επιτυχίες σε βάρος των Τούρκων. Τελικά, ο σουλτάνος αλλάζει τον Γιουσούφ της Θεσσαλονίκης με τον Αβδούλ Αβούδ, ικανό όσο και σκληρό πασά, ο οποίος, ταχύτατα, συγκεντρώνει νέο ισχυρό στράτευμα και οδεύει γρήγορα προς την Ποτίδαια. Εκεί οι Έλληνες απορρίπτουν την υποκριτική αμνηστία που τους προσφέρει και ο Αβούδ, με αποφασιστικότητα και πονηριά, καταφέρνει να καταλάβει το λεγόμενο «οχυρό» της Κασσάνδρας. Αυτό γίνεται στις 30 του Οκτώβρη του 1821 και όχι βέβαια στις 14 του Νοέμβρη, όπως κακώς επικράτησε να εορτάζεται.
  Μετά την πτώση του οχυρού στην Ποτίδαια, ακολουθεί πρωτοφανής καταστροφή του τόπου, τέτοια που μόνο ο ιστορικός χαρακτηρισμός «Χαλασμός», αποδίδει αυτό που ακολούθησε. Όχι μόνο η Κασσάνδρα, αλλά και ολόκληρη η Χαλκιδική δοκιμάζει πάλι την μανία των κατακτητών, που συμπλήρωσαν ό,τι είχε μείνει όρθιο από την επιδρομή του Μπαϊράμ. Μαζί δεινοπάθησε και το Άγ. Όρος, παρ’ όλον ότι δοκίμασε το αδιανόητο, να εκτελέσει την εντολή του Τούρκου ζαμπίτη Χαλήλ Μπέη να συλλάβει και να του παραδώσει τον Εμμ. Παπά, παρ’ όλ’ αυτά δεν απέφυγε οδυνηρές συνέπειες. Ωστόσο ο Παπάς,  με το γνωστό πλοίο του Χατζή Βισβίζη και συνοδευόμενος από τον ηγούμενο Ευθύμιο, έφυγε προς την Ύδρα. Όμως, παραπλέοντας τον Καφηρέα, κάτω από την οδύνη της τελικής συντριβής της επανάστασης της Χαλκιδικής, πέθανε πάνω στο πλοίο από καρδιακό επεισόδιο, στην Ύδρα δε τάφηκε με εξαιρετικές τιμές, όπως του άξιζε.

  Κρανίου τόπος λοιπόν έμεινε η Χαλκιδική μετά την επανάσταση. Στον Πολύγυρο, αναφέρεται ότι από τα 1600 σπίτια του, σώθηκαν από την πυρά μόνο 2-3, στην άκρη του οικισμού. Ανάλογες ήταν οι καταστροφές σε όλο το νομό, ενώ από τον πληθυσμό, απ’ όσους επέζησαν από την επέλαση των Τούρκων, πολλοί έφυγαν προς τα νησιά και τη Ν. Ελλάδα, όπου αρκετοί εντάχτηκαν στις εκεί επαναστατικές δυνάμεις. Μέχρι στο Μεσολόγγι πολέμησαν Πολυγυρινοί και άλλοι Χαλκιδικιώτες.

   Όμως, από τις στάχτες της καταστροφής δεν άργησε να ανασάνει ο τόπος, δείχνοντας μια απίστευτη ζωτικότητα. Οι Χαλκιδικιώτες, όσοι απόμειναν, ξανάχτισαν τα χωριά τους, ξαναόργωσαν τα χωράφια τους και πολλά κοκόρια άρχισαν να ξαναλαλούν στον τόπο, διαψεύδοντας το φριχτό έγγραφο του Μπαϊράμ. Και, μόλις που είχαν συμπληρωθεί 30 χρόνια από την εποχή της μεγάλης επανάστασης, ένας νέος ξεσηκωμός συντάραξε και πάλι τον Πολύγυρο και την υπόλοιπη Χαλκιδική: Ήταν η συμμετοχή του τόπου μας στην επανάσταση του 1854, με την επανάσταση του Τσάμη Καρατάσου, όπως είναι γνωστή. Ήταν ένας νέος ξεσηκωμός, που οργανώθηκε στην Αθήνα, καθώς το όνειρο της τελικής απελευθέρωσης ήταν πάντα ζωντανό και δυνατό. Έτσι, στις 6 Απριλίου 1854, ο Καρατάσος αποβιβάστηκε στο Καλαμίτσι, κατέλαβε τη Συκιά που υπεράσπιζε ισχυρό τμήμα τουρκικού στρατού, και κινήθηκε προς Παρθενώνα, Νικήτη, Άγιο Νικόλαο. Οι Τούρκοι ωστόσο, κατάφεραν και πέρασαν ισχυρό σώμα στην Ορμύλια, το οποίο δε μπόρεσε να εξουδετερώσει ο Καρατάσος. Εν τω μεταξύ μικρότερο τμήμα του Καρατάσου έφτασε στον Πολύγυρο, οι Πολυγυρινοί ενθουσιασμένοι ξεσηκώθηκαν και εντάχτηκαν στο τμήμα αυτό, αλλά ισχυρές τουρκικές δυνάμεις ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη, οι επαναστάτες έφυγαν, και ο Πολύγυρος έμεινε ανυπεράσπιστος, στο έλεος των Τούρκων. Οι Τούρκοι τότε, στις 22 Απριλίου 1854, μπήκαν στον Πολύγυρο, κάλεσαν όλους τους προκρίτους του τόπου και τους εκτέλεσαν πάνω στην Ασπροβόλα, ιστορικό ριζιμιό βράχο που βρίσκεται στον περίβολο του αρχαιολογικού Μουσείου. Κομμάτια από το βράχο αυτό αποτέλεσαν  τη βάση, πάνω στην οποία στήθηκε αργότερα το λιτό μνημείο των Ηρώων της πόλης, σε πλευρά του οποίου είναι γραμμένα τα ονόματα των 30 προκρίτων που σφαγιάστηκαν εκεί από τους Τούρκους. Αξίζει να σημειωθεί πως πρώτο όνομα είναι του Γιαννάκη Παπαγεωργάκη –Αικατερινάρη που, όπως δείχνει και το όνομά του, ήταν γιος του άλλου πρωτομάρτυρα, αυτού της επανάστασης της 17 Μαϊου του ’21, του Κύρκου Παπαγεωργάκη. Σύμπτωση όχι τυχαία. Όσοι περνάμε από το Ηρώο, μπορούμε, και οφείλουμε θα έλεγα, να διαβάσουμε αυτά τα ονόματα.

  Στη συνέχεια, μόλις που συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από την επανάσταση του 1854,  ξεκίνησε εσπευσμένα η επανάσταση του 1878. Αιτία για την ξεσηκωμό αυτόν  ήταν η αναστάτωση που προκάλεσε η περίφημη Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου, που υπέγραψε η Ρωσία με την Τουρκία, ύστερα από έναν σύντομο πόλεμο μεταξύ τους, που έγινε το 1877 και έληξε με συντριπτική νίκη των Ρώσων. Το καινούργιο στη συνθήκη αυτή ήταν το γεγονός ότι οι Ρώσοι, ως τότε παραδοσιακοί σύμμαχοι της Ελλάδας, -όταν βέβαια οι Ρώσοι ήθελαν την Ελλάδα βοηθό στους συνεχείς πολέμους τους με την Τουρκία- τώρα λοιπόν οι Ρώσοι, όχι μόνο ξέχασαν την Ελλάδα και τις διεκδικήσεις της στις αλύτρωτες περιοχές της, αλλά τώρα, εξ αιτίας του πανσλαβισμού που έχει εκδηλωθεί ακμαίος, στηρίζουν αναφανδόν το νεοσύστατο σλαβικό κράτος της Βουλγαρίας. Έτσι, με την περιλάλητη αυτή συνθήκη, δημιουργείται η Μεγάλη Βουλγαρία, που περιλάμβανε όλη τη Β. Ελλάδα, εκτός από την πόλη της Θεσσαλονίκης και τη Χαλκιδική. Αυτό το εξάμβλωμα, ήταν φυσικό να ξεσηκώσει θύελλα στον ελληνισμό και να ετοιμάζεται και η Χαλκιδική, μαζί με την άλλη Μακεδονία, να υποδεχτεί αντάρτικα σώματα από την ελεύθερη Ελλάδα για να ξεσηκωθεί. Ιδρύθηκαν επιτροπές παντού, η ετοιμασία ήταν πάνδημη, αλλά τελικά η απόβαση των επαναστατών έγινε στην Πιερία, όπου και σημειώθηκαν σημαντικές συγκρούσεις. Έτσι η Χαλκιδική έμεινε έξω από τα πολεμικά γεγονότα –είχε βέβαια κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος, έγιναν συλλήψεις και εξορίες, ήρθε πολύς τουρκικός στρατός και πολεμικά πλοία επέβλεπαν τα παράλια –ωστόσο η επανάσταση αυτή χαρακτηρίστηκε για τη Χαλκιδική, ως «η επανάσταση που δεν έγινε». Τελικά οι συγκρούσεις στην Πιερία και αλλού σταμάτησαν, αφού η Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου καταργήθηκε πριν καν εφαρμοστεί. Να τονίσουμε ωστόσο ότι, μπορεί αυτή η επανάσταση να μην έγινε στη Χαλκιδική και να έγινε στην Πιερία, μόνο για λόγους σχεδιασμού και στρατηγικής.

  Στο σημείο αυτό, αφού κάναμε αναφορά σε πολεμικά πλοία, ας ακούσουμε από τη χορωδία μας το τραγούδι « Ήρθαν καράβια στου γιαλό».

  Πρέπει εδώ, κυρίες και κύριοι, να σημειωθεί πως, μετά την επανάσταση του 1854, με παρέμβαση των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να υπογράψει το 1856 το διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν, το οποίο έδινε μεγάλη ελευθερία στους χριστιανούς να χτίσουν ελεύθερα ναούς ή να αποκαταστήσουν όσους είχαν καταστραφεί, και να οργανώσουν την εκπαίδευση των σχολείων τους. Έτσι χτίστηκαν στη Χαλκιδική πολλές εκκλησίες, ενώ τα σχολεία, ειδικά του Πολυγύρου, άκμασαν εντυπωσιακά. Διαβάζω μόνον την αρχή μιας εξαιρετικής ομιλίας, που εκφωνήθηκε από εκπαιδευτικό στα σχολεία του Πολυγύρου, στα 1879, την ημέρα των Τριών Ιεραρχών, κι αυτό για να γίνει αντιληπτό το επίπεδο της μόρφωσης των δασκάλων. Ακούστε: «Ότε, υπό τα ερείπια του κλονισθέντος θρησκευτικού οικοδομήματος, της προγονικής ημών αρχαιότητος, ετίθεντο αι βάσεις του νέου θρησκευτικού καθιδρύματος, του ουρανοπέμπτου Χριστιανισμού, εφάνη ίσως κατά πρώτον ότι μεταξύ των δύο εναντίον συστημάτων, ών, το με πολυθεϊαν εδέχετο, το δε την λατρείαν του τρισυποστάτου αληθινού θεού εδίδασκεν, ουδεμία συνάντησις και ουδεμία συνεννόησις έμελλε να υπάρξει ποτέ. Και όμως…κλπ, κλπ.» -ολόκληρη την εξαιρετική αυτή ομιλία, που βρέθηκε στο Αρχείο Στέφανου Κότσιανου, δημοσίευσα σε άλλο τεύχος του περιοδικού ΠΟΛΥΓΥΡΟΣ και αξίζει, όπως και η αναφορά του Χαϊρουλάκ, να τύχει μεγαλύτερης δημοσιότητας. Είναι ντοκουμέντο πολιτισμικό.

  Η Μεγάλη Βουλγαρία βέβαια έμεινε στη μελάνη της Συνθήκης του Αγ. Στεφάνου, όμως τώρα πλέον οι σχέσεις Βουλγάρων και Ελλήνων πλήττονται ανεπανόρθωτα. Με την ορθόδοξη Εξαρχία τους, αρχίζουν έναν κρυφό σκληρόν αγώνα, προσπαθώντας να εντάξουν στη δική τους εκκλησία όσους περισσότερους Μακεδόνες μπορούσαν. Έτσι αρχίζει ουσιαστικά ο Μακεδονικός Αγώνας που, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν ολοένα και πιο σκληρός. Κι αυτό γιατί, όπως ήταν φυσικό, οι Έλληνες αντέδρασαν στις ενέργειες των Βουλγάρων, ειδικά όταν, μπαίνοντας στο 1900, οι Βούλγαροι προχωρούσαν σε πρωτοφανείς αγριότητες. Μετά μάλιστα το 1903, αρχίζουν να δρουν στη Μακεδονία τα ελληνικά αντάρτικα σώματα, που έμειναν στην ιστορία με το όνομα Μακεδονομάχοι. Τα πιο πολλά σώματα έμπαιναν στη Μακεδονία από την ελεύθερη Ελλάδα κα ενισχύονταν εδώ από Μακεδόνες, όμως υπήρξαν και πολλά σώματα καθαρά μακεδονικά. Στον αγώνα αυτόν βρέθηκε και η Χαλκιδική από πολύ νωρίς, αν και στη Χαλκιδική δεν δρούσαν κομιτατζήδες, και δεν έγιναν συγκρούσεις –αν εξαιρέσει κανείς τη μεγάλη μάχη που δόθηκε πάνω από την Αγία Αναστασία, στις 2 του Μάη του 1905, ανάμεσα σε μεγάλο τμήμα τουρκικού στρατού και στο σώμα Κρητών Μακεδονομάχων του Ι. Νταφώτη. Τα χαλκιδικιώτικα αντάρτικα σώματα πήγαιναν σε περιοχές της Κ. Μακεδονίας και συγκρούονταν εκεί με τους Βουλγάρους, αλλά και μεμονωμένοι Χαλκιδικιώτες Μακεδονομάχοι εντάσσονταν σε διάφορα σώματα εκεί. Σπουδαιότεροι Χαλκιδικιώτες οπλαρχηγοί Μακεδονομάχοι ήταν ο Αθανάσιος Μινόπουλος από τη Βαρβάρα, ο Γιάννης Παρλιάρης από τον Ταξιάρχη και κυρίως ο Γιώργης Γιαγκλής από την Ιερισσό,  τον οποίο τραγούδησε η λαϊκή μούσα, όπως θα ακούσετε στο τραγούδι

                      « Εσείς πουλιά μ’ πετούμενα»
               που θα μας τραγουδήσει τώρα η χορωδία μας.

  Στους Μακεδονομάχους της Χαλκιδικής οφείλουμε βέβαια να κατατάξουμε και τον ιστορικό Μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίο που, αν και ήρθε στη Χαλκιδική αργά, τον Σεπτέμβρη του 1907, πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία στον Μακεδονικόν Αγώνα.

  Βέβαια είναι γνωστό πως τον Μακεδονικόν Αγώνα διαδέχτηκαν στη συνέχεια οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, που έβαλαν τη σφραγίδα της οριστικής απελευθέρωσης, της Χαλκιδικής και ολόκληρης της Μακεδονίας και βέβαια πριν απ’ όλα της μεγάλης Θεσσαλονίκης μας. Ήταν το πέταγμα του ελληνικού στρατού και του ελληνικού στόλου που, από τις αρχές Οκτωβρίου του 1912, ως τον Ιούλιο του 1913, αντιμετώπισαν με επιτυχία, πρώτα τον τουρκικό στρατό, μαζί με τα άλλα σύμμαχα βαλκανικά κράτη, και στη συνέχεια τους επ’ ολίγον συμμάχους και στη συνέχεια σκληρούς εχθρούς μας Βούλγαρους, οι οποίοι, με όνειρο πάντα το Αιγαίο και μάλιστα τη Θεσσαλονίκη, προκάλεσαν τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Δε μπορούσαν φυσικά να χωνέψουν πώς αυτοί, που διέθεταν τότε τον ισχυρότερο στρατό στα Βαλκάνια, δε μπόρεσαν να φτάσουν πρώτοι στη Θεσσαλονίκη, η οποία παραδόθηκε στον ελληνικό στρατό από τον Ταχσίν Πασά ανήμερα του Άη Δημήτρη, και στην οποία εισήλθε ο Έλληνας Βασιλιάς την επομένη θριαμβευτικά, επικεφαλής του στρατού, συνοδευόμενος από τον αρχιστράτηγο, διάδοχο Κωνσταντίνο. Ούτε ακόμη το Άγιον Όρος μπόρεσαν να πάρουν οι Βούλγαροι, πράγμα που επιδίωκαν για λόγους συμβολικούς. Το Όρος έσπευσε κα καταλάβει ουλαμός του Τάγματος Κρητών του Γεωργίου Κολοκοτρώνη, το οποίο μπήκε στη Χαλκιδική την 1η Νοεμβρίου 1912 και έφερε «το ελληνικό» στο τόπο μας. Όμως, πριν ακόμη φτάσει στο Όρος ο ουλαμός αυτός, -βρισκόταν ακόμη στην Ιερισσό- άγημα του πολεμικού μας ναυτικού αποβίβασε στη Δάφνη το θρυλικό θωρηκτό μας Αβέρωφ, μαζί με άλλα πολεμικά μας πλοία, στις 2 του Νοέμβρη, την ίδια μέρα που ο δ/τής του Τάγματος Κρητών, με τη γνωστή προκήρυξή του, απελευθέρωνε και τυπικά τη Χαλκιδική, η οποία βέβαια ουσιαστικά είχε απελευθερωθεί από τις 22 Οκτωβρίου, όχι μόνο λόγω της ισχυρής δράσης των λεγόμενων «Προσκόπων», αλλά κυρίως λόγω της έντεχνης πρωτοβουλίας του Ειρηναίου, που είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του τόπου, τόσο από τους ενόπλους Τούρκους, όσο και από τις τουρκικές αρχές. Αξίζει να αναφέρουμε την προκήρυξη του Γ. Κολοκοτρώνη: «Προς άπαντας τους κατοίκους των χωρίων και κωμοπόλεων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους.
  Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ καθιστώ υμίν γνωστόν ότι άπαντα τα καταληφθέντα μέρη υπό του Ελληνικού Στρατού, αδιακρίτως εθνότητος η θρησκεύματος, υπάγονται εφ’ εξής εις τους ελληνικούς νόμους, κατά τους οποίους θέλουσι απολαμβάνει ισονομίας και προστασίας τιμής, ζωής και περιουσίας.
  Οι Μουχτάρηδες θέλουσιν εκτελεί τα καθήκοντα των Δημάρχων μέχρις ενεργείας των εκλογών, αφού προηγουμένως ομόσωσι τον νενομισμένον όρκον εις τον Συνταγματικόν Βασιλέα των Ελλήνων.
           Ο στρατιωτικός Δ/τής Χαλκιδικής Γεώργιος Κολοκοτρώνης, Ταγματάρχης

  Μετά την απελευθέρωση, ο Πολύγυρος και μαζί του όλη η Χαλκιδική, ακολούθησαν την πορεία προς τα εμπρός του ελληνικού κράτους. Έζησε τις εξελίξεις του Α΄ Παγκ. Πολέμου, την μικρασιατική περιπέτεια, δέχτηκε χιλιάδες πρόσφυγες –που δημιούργησαν στη Χαλκιδική λαμπρά ελληνικά χωριά και κωμοπόλεις-, έζησε αργότερα την περίοδο του πολέμου του 40-41, είχε λαμπρή συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση και, στις νεότερες δεκαετίες, εκμεταλλευόμενη τον φυσικό της γεωργικό, ορυκτό και θαλάσσιο πλούτο και τις φυσικές της ομορφιές, μαζί βέβαια και πριν απ’ όλα με την εργατικότητα των κατοίκων της, έγινε και είναι το στολίδι της Β. Ελλάδας, με ζηλευτά έργα στην πρόοδο και στον πολιτισμό, περιλάλητο και περιζήτητο λουλούδι από όλη τη Μακεδονία και βέβαια από τη Θεσσαλονίκη –την οποία Θεσσαλονίκη είναι φυσικό να τη θεωρούν οι Πολυγυρινοί και όλοι οι Χαλκιδικιώτες «δική τους», να χαίρονται και να συνεορτάζουν μαζί της τα εκατό χρόνια από την απελευθέρωσή της, που είναι ταυτόχρονα  και δική τους απελευθέρωση. Την οποία δική τους απελευθέρωση, οι Πολυγυρινοί θα εορτάσουν στον Πολύγυρο με όποιον τρόπο κρίνουν τελικά σωστότερο. Σήμερα πάντως εύχονται χρόνια πολλά, πρόοδο, και ευχές να γιορτάσει και τα χιλιόχρονά της η Θεσσαλονίκη μας…

  Και θα κλείσουμε με τρία τραγούδια από τη χορωδία μας: Τη Λίνα, από την κυρά Λούλα Κεχαγιά, το «Πολύγυρε, Πολύγυρε», από τον μπάρμπα Χρήστο Κουκουμπή, και το αισιόδοξο και ευχάριστο τραγούδι « Δυο ήλιοι, δυο φεγγάρια»

   Όσο για μένα, σας ευχαριστώ που με ακούσατε και ζητώ συγγνώμη αν σας κούρασα.         
     
   Βαφοπούλειο, 14 Γενάρη 2012                                  Γιώργος Ζωγραφάκης


























  ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΩΓΡΑΦΑΚΗΣ


                Ομιλία στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο
                              
                              Θεσσαλονίκης


   (συμμετοχή του Δήμου Πολυγύρου στους εορτασμούς για τα 100 χρόνια
                   από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης)


    14 Ιανουαρίου 2012


             

14-01-12 (Εβδομαδιαία)

14-01-12 (Εβδομαδιαία)
                       Επείγουν πραγματικά οι εκλογές;
  Ορισμένοι, βάζοντας το προσωπικό και το κομματικό συμφέρον πάνω από τα συμφέροντα της χώρας, επείγονται υπερβολικά να γίνουν εκλογές. Ειδικά ο κ. Σαμαράς, έχοντας ράψει κιόλας το πρωθυπουργικό κουστούμι, ολοένα αναφέρεται στις εκλογές. Το ίδιο και τα κόμματα της Αριστεράς, αναμένοντας βάσιμα μεγαλύτερο κομμάτι της πολιτικής πίτας. Το επιχείρημα όλων είναι πως η χώρα χρειάζεται «νωπή λαϊκή εντολή». Όμως, φτάνει η νωπή λαϊκή εντολή για να λυθούν τα πολύ σοβαρά προβλήματα της χώρας; Όλες οι ενδείξεις δείχνουν πως, ακόμα και αν η ΝΔ αναδειχθεί πρώτο κόμμα, θα είναι πολύ μακριά από την αυτοδυναμία –όσο και αν ο κ. Σαμαράς προβάλει, όσο μπορεί, προεκλογικά, την ανάγκη αυτοδυναμίας. Τι θα γίνει λοιπόν; Θα δώσουν λύση οι εκλογές; Θα προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας, και πόσο εύκολο θα είναι αυτό; Κι αν όχι, θα πάμε σε νέες εκλογές;
  Με δεδομένο πως οι εκλογές θα δώσουν  πολύ-πολυκομματική Βουλή, πιθανότατα θα γίνουμε μαλλιά κουβάρια, προς δόξαν της «νωπής λαϊκής εντολής». Μήπως μετανιώσουμε  αν γίνουν εκλογές;
                                     Γιώργο, άσε τα καμώματα
  Γιώργο, συνήθως όταν κάποιοι βρίσκονται στην «αποχώρηση», προσπαθούν να δημιουργήσουν  καλή υστεροφημία. Εσύ όμως, Γιώργο, με όλη τη συμπεριφορά σου μετά την παραίτησή σου –στην οποία εξαναγκάστηκες, βέβαια- προκαλείς ολοένα και πιο αρνητικές κρίσεις. Ενώ έπρεπε, με όλη την αξιοπρέπεια που όφειλες να δείξεις, να πάρεις το καπελάκι σου και να αποσυρθείς –όχι βέβαια σε κάποιο …μοναστήρι-, διευκολύνοντας το κόμμα σου να αποκτήσει νέο ηγέτη, να αναδιοργανωθεί συμπαγές και να αγωνιστεί να ξαναβρεί τη θέση του στην ελληνική πολιτική σκηνή, εν όψει μάλιστα των επικείμενων βουλευτικών εκλογών, τις οποίες –ελλείψει άλλου σοβαρού διεκδικητή- ετοιμάζεται να κερδίσει το κόμμα, που μόλις πριν τρία χρόνια αποπέμφθηκε από την εξουσία, ως βασικός υπεύθυνος της οικτρής οικονομικής κατάστασης της χώρας. Αυτό έπρεπε να κάνεις, όμως φαίνεται πως, αυτό που σε απασχολεί, είναι η προσωπική σου πολιτική τύχη, και όχι το μέλλον του κόμματός σου. Γιώργο, κρίμα! Χειροτερεύεις καθημερινά την εικόνα σου, τόσο με την αστεία πρότασή σου για διαρχία!, όσο και πιο πολύ για το ενδεχόμενο να είσαι και πάλι υποψήφιος στη διαδικασία ανάδειξης αρχηγού! Αυτά που έγιναν το 2007, Γιώργο, δε μπορούν να ξαναγίνουν. Όσο νωρίτερα το καταλάβεις, τόσο το καλύτερο, και για σένα και κυρίως για το ΠΑΣΟΚ. Όλοι μας περιμένουμε να κάνεις το σωστό στο Εθνικό Συμβούλιο του Σαββατοκύριακου. Αν όχι, περιμένουμε από τα μέλη του Εθν. Συμβουλίου να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. «Σύντροφοι», ακούτε;
                                        Κρίμα, ρε Κουλούρη
  Άντε, στον καθένα μας μπορεί να συμβεί, να κάνουμε μια τροχαία παράβαση –κάποιοι μάλιστα τις κάνουν συστηματικά. Έτσι, αν ο Κουλούρης πέρασε ένα κόκκινο φανάρι, ίσως δεν χάλασε ο κόσμος. Αν όμως τον είδαν και το κυνήγησαν αστυνομικοί, κι εκείνος δεν σταματούσε, τότε το πράγμα αλλάζει. Αν μάλιστα, όταν πια τον σταμάτησαν, αρνήθηκε να βγει από το αυτοκίνητο και μάλιστα έφυγε, παρασύροντας και έναν αστυνομικό, τότε πια δικαίως έπρεπε να του βάλουν χειροπέδες. Κάθε πολίτης οφείλει να υπακούει στις αρχές. Και, το χειρότερο: Τι πράμα ήταν αυτό το ξέσπασμα κατά του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Χρ. Παπουτσή, και μάλιστα με το επιχείρημα πως ο Παπουτσής είναι αχάριστος, γιατί αυτός (ο Κουλούρης) τον γνώρισε στον Ανδρέα Παπανδρέου, και έτσι αναδείχτηκε ο Παπουτσής! Άρα λοιπόν –κατά τον Κουλούρη- ο Παπουτσής του οφείλει αιώνια ευγνωμοσύνη, και δε μπορεί να συγχαίρει, και μάλιστα δημόσια, τους αστυνομικούς που, εφαρμόζοντας το νόμο, τον συνέλαβαν!! Αν είναι δυνατόν, ένας υπουργός, 40 χρόνια μετά, να ευγνωμονεί έναν άλλον, απλά και μόνον γιατί αυτός ο άλλος τον γνώρισε κάποτε στον Παπανδρέου! Και να βγαίνει δημόσια ο Κουλούρης να κατακεραυνώνει τον υπουργό! Βρε Κουλούρη, καλά χάζεψες, αλλά τι φταίει το ΠΑΣΟΚ να σε φορτώνεται ως σήμερα;  
                                 Τάδε έφη Γκλιγκόρωφ
  «Αίσθηση είχαν προκαλέσει οι δηλώσεις που έκανε τον Ιούλιο του 2010, ο πρώτος πρόεδρος της ΠΓΔΜ Κ. Γκλιγκόρωφ, «αδειάζοντας» την εθνικιστική προπαγάνδα του Νίκολα Γκρούεφσκι. «Είμαστε Σλάβοι και ήρθαμε στην περιοχή μετά τον Μ. Αλέξανδρο», είχε πει και καυτηρίαζε τα περί απογόνων του Μ. Αλεξάνδρου, προσθέτοντας: «Σιγά σιγά θα πούμε πως και οι πρωτόπλαστοι ήταν Μακεδόνες». (τα ΝΕΑ, 3-1-12, σελ. 29).
  Βέβαια, μπορεί ο πολύπειρος Γκλιγκόρωφ να έλεγε αυτά τα λογικά και ρεαλιστικά πράγματα, όμως ο φουριόζος Γκρούεφσκι –τι όνομα, προέρχεται κατ’ ευθείαν από τα χρόνια του Αλέξανδρου!-  έστηνε στην κεντρική πλατεία των Σκοπίων ένα τεράστιο άγαλμα του …προγόνου του Μεγαλέξανδρου! Πώς να συνεννοηθείς με τέτοιους γείτονες;
………………………………………….
  Το πράγμα με τις διαρρήξεις και τις ληστείες χόντρυνε πολύ: Έκλεψαν Πικάσο και άλλους πίνακες μέσα από την Εθνική Πινακοθήκη. Όπως πάμε, θα κλέψουν και την Ακρόπολη! 


  Νίκο, αν έχεις πρόβλημα, παράλειψε το τελευταίο σχόλιο (για τις ληστείες)

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

ομιλία για την αντίσταση

                ΣΤΟΝ ΠΟΛΥΓΥΡΟ
                  ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
  Στον Πολύγυρο πραγματοποιήθηκε την περασμένη Κυριακή εκδήλωση για την ημέρα της Εθνικής Αντίστασης. Μετά τη δοξολογία στον μητροπολιτικό  ναό του Αγ. Νικολάου, έγινε επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφανιών στο Ηρώο της πόλης, όπου και εκφωνήθηκε η παρακάτω σχετική ομιλία από τον σ. δάσκαλο και συγγραφέα κ. Γιώργο Ζωγραφάκη, ο οποίος, μεταξύ των άλλων, έχει εκδώσει το πολυσέλιδο βιβλίο –έρευνα «Πληροφορίες –μαρτυρίες- στοιχεία για την ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ»  
                      
       Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί αντιστασιακοί.
   Tην 1η του Σεπτέμβρη του 1939  άρχισε ο φοβερός Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, που  προκάλεσε εκατομμύρια νεκρούς και τεράστιες καταστροφές σε όλη την Ευρώπη, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη του πλανήτη μας. Η πατρίδα μας, που υποχρεώθηκε να μπει στον πόλεμο, στις 28 του Οκτώβρη 1940, χωρίς να το επιθυμεί, είχε, αναλογικά, τα περισσότερα θύματα, τόσο στα πεδία των μαχών, όσο και μεταξύ του άμαχου πληθυσμού, στα τέσσερα φοβερά χρόνια της τριπλής γερμανοϊταλοβουλγάρικης  Κατοχής. Όλα αυτά τα προκάλεσε  το φοβερό τέρας του φασισμού και ναζισμού, ο άξονας δηλαδή ανάμεσα στον Χίτλερ, στον Μουσολίνι και στους συμμάχους τους. Τελικά, αυτό το τέρας, αφού προκάλεσε εκατομμύρια θύματα, τόσο από τη μια, όσο και από την άλλη πλευρά των εμπολέμων, πληγώθηκε βαριά, προκαλώντας ωστόσο, με τον επιθανάτιο ρόγχο του, όλο και περισσότερους νεκρούς και τραυματίες, όλο και περισσότερες χήρες και ορφανά και όλο και περισσότερα ερείπια σε όλες τις χώρες. Όμως, από το τέλος του 1943, η φασιστική Ιταλία  έχει συνθηκολογήσει, ο άξονας έχει χάσει τη μεγάλη μάχη της Βόρειας Αφρικής, στην Άπω Ανατολή οι Αμερικανοί ανατρέπουν σιγά σιγά την επέκταση της Ιαπωνίας, ενώ στο ρωσικό μέτωπο είναι σε εξέλιξη η μεγάλη αντεπίθεση των σοβιετικών, που αποτέλεσε την αρχή του τέλους στα όνειρα του Χίτλερ. Έτσι, στο βάθος του ορίζοντα αρχίζει να διαγράφεται η ελπίδα της συντριβής του φασιστικού τέρατος και η επικράτηση της ειρήνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας στον κόσμο.

  Σ’ αυτή την ανατροπή των πραγμάτων, και στην τελική ήττα του φασισμού, εκτός από τους αγώνες και τις θυσίες των λαών στα πεδία των μαχών, μεγάλη συμβολή στον συμμαχικόν αγώνα είχε και το εντυπωσιακό φαινόμενο της εμφάνισης και της δράσης της Εθνικής Αντίστασης, σε όλους τους κατακτημένους λαούς της Ευρώπης. Οι λαοί αυτοί, αν και βρέθηκαν κάτω από την κατοχή των φασιστικών δυνάμεων του Χίτλερ,  του Μουσολίνι και των συμμάχων τους, αρνήθηκαν  να υποταχτούν και να αποδεχτούν τη «νέα τάξη πραγμάτων» και προσπάθησαν, με αγώνα, πολιτικό ή και ένοπλο, να χτυπούν «εκ των έσω» τον κατακτητή, συμμετέχοντας έτσι στον κοινό συμμαχικόν αγώνα και αποβλέποντας στην απελευθέρωση των κατακτημένων λαών. Αποτέλεσμα αυτής της μεγάλης αντιστασιακής στρατιάς ήταν να υποχρεώνονται οι κατακτητές  να διατηρούν πολύ μεγάλες δυνάμεις στις κατακτημένες χώρες, στερώντας τις έτσι από τα  μέτωπα των συγκρούσεων.

  Και στην Ελλάδα, από την πρώτη στιγμή που μπήκαν στη χώρα οι Γερμανοί, μετά το αιφνιδιαστικό χτύπημα στα οχυρά, και οι Ιταλοί, που αδιαφόρησαν για τη ντροπή του πολύμηνου διασυρμού τους στην Αλβανία, από την πρώτη ώρα της Κατοχής, ξεκίνησε ένα αυθόρμητο πνεύμα και κίνημα αντίστασης. Πριν ακόμη ιδρυθούν, το Σεπτέμβρη του 1941, το ΕΑΜ και ο ΕΔΕΣ, άρχισαν οι αυθόρμητες οργανώσεις παθητικής και ενεργητικής αντίστασης. Στις 13 του Σεπτέμβρη του ’41, ο συμπατριώτης μας δάσκαλος Χριστόδουλος Μόσχος, από την Καλάνδρα, με το ψευδώνυμο «Καπετάν Πέτρος», συγκροτεί σε ορεινά χωριά του Κιλκίς την ανταρτοομάδα «Αθανάσιος Διάκος», από 10 ένοπλους αντάρτες, και λίγες μέρες αργότερα διενεργεί την πρώτη ένοπλη αντιστασιακή του ενέργεια, χτυπώντας γερμανικό αυτοκίνητο γεμάτο στρατιώτες, με τρεις Γερμανούς νεκρούς. Στην ίδια ευρύτερη περιοχή, και την ίδια εποχή, ένας άλλος δάσκαλος, ο Θανάσης Γκένιος, με το ψευδώνυμο «Καπετάν Λασάνης», ιδρύει την ανταρτοομάδα «Αθανάσιος Διάκος» και ξεκινά τις ένοπλες αντιστασιακές του ενέργειες. Αυτές οι δυο ανταρτοομάδες θεωρούνται οι πρώτες ένοπλες αντιστασιακές ομάδες στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, κατά των κατακτητών. Επίσης στην Αθήνα, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, με μια παράτολμη ενέργεια, κατεβάζουν από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης τη γερμανική σβάστιχα και αναρτούν τη γαλανόλευκη, ενώ στα κρητικά βουνά, σε συνέχεια της Μάχης της Κρήτης, αρχίζει ένοπλος αγώνας πολλών ανταρτοομάδων κατά των κατακτητών.
 
  Αντίσταση λοιπόν των Ελλήνων κατά των κατακτητών, τόσο σημαντική μάλιστα, ώστε οι κατακτητές να είναι υποχρεωμένοι να κρατούν στην Ελλάδα 300 χιλιάδες στρατό για να διατηρούν τον έλεγχο της χώρας. Στρατό που, ειδικά για τους Γερμανούς, τούς ήταν εντελώς απαραίτητος, καθώς το μέτωπο με τη σοβιετική Ένωση, απαιτούσε ολοένα και περισσότερους άνδρες. Γι’ αυτό και οι Γερμανοί, κάλεσαν γρήγορα τους Βούλγαρους να εισβάλουν στη Μακεδονία και στη Θράκη και να αποδεσμεύσουν έτσι μεγάλες δυνάμεις τους, για να σταλούν στο ρωσικό μέτωπο. Και οι Βούλγαροι, δέσμιοι του παλιού τους ονείρου «να βγουν στο Αιγαίο», αφού απέτυχαν το 1878, το 1912-13 και το 1917-18, θεώρησαν πως ήρθε γι’ αυτούς η μεγάλη ευκαιρία, με τη συμμαχία τους με το ναζιστικό άξονα. Ο καθένας λοιπόν μπορεί να καταλάβει τι θα γινόταν στη Μακεδονία και τη Θράκη, αν στον πόλεμο νικούσε τελικά ο Άξονας.
  Τελικά στη Χαλκιδική εισέβαλε μια ολόκληρη Μεραρχία βουλγαρικού στρατού. Ενάντια στους διπλούς κατακτητές, η αντίσταση της Χαλκιδικής είχε σημαντικό έργο να κάνει. Και το έκανε με τον καλύτερο τρόπο. Δημιούργησε σε όλα τα χωριά πολιτικές οργανώσεις του ΕΑΜ, ενώ δημιουργήθηκε στον τόπο μας το 31ο Τάγμα του ΕΛΑΣ, που αργότερα εξελίχθηκε σε σύνταγμα, και αναπτύχθηκε στον Χολομώντα, στον Κάκαβο και στα άλλα ορεινά του νομού μας.  Βέβαια, η αντίδραση των Γερμανών, σε κάθε αντιστασιακή πράξη, ήταν πολύ σκληρή: Αντίποινα με εκτελέσεις και καταστροφές χωριών. Το ολοκαύτωμα της Μαραθούσας, η εκτέλεση των 32 στην Κασσάνδρα, το κάψιμο της Τρίγλιας, αλλά και το κάψιμο μεμονωμένων σπιτιών σε πολλά χωριά, –όπως στον Ταξιάρχη και αλλού-, μαρτυρούν τη συμμετοχή της Χαλκιδικής στον αντιστασιακόν αγώνα.
 Όλοι οι αντιστασιακοί της Χαλκιδικής –όπως άλλωστε και όλοι οι αντιστασιακοί της Ελλάδας-, θα μπορούσαν να κάθονται ήσυχα, κάτω από τη γερμανική και τη βουλγαρική μπότα, περιμένοντας κάποιους άλλους να αγωνιστούν και να ελευθερώσουν την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο από τον φασισμό. Θα μπορούσαν ακόμη να συνεργαστούν με τους κατακτητές, με τη δικαιολογία της αντιμετώπισης του λεγόμενου «Μπολσεβικισμού». Έτσι δεν θα κινδύνευαν και μάλιστα, πιθανότατα, θα αμείβονταν για τις «εθνικές τους υπηρεσίες» αργότερα. Όμως διάλεξαν το δρόμο της αντίστασης και του αγώνα, για να πετύχουν το όραμά τους για μια ελεύθερη Ελλάδα και για έναν καλύτερο κόσμο, έστω και αν γι’ αυτό «αμείφθηκαν» με μεταπολεμικές διώξεις .

  Σήμερα λοιπόν, ημέρα αφιερωμένη στην ενωμένη Εθνική Αντίσταση, με την ευκαιρία της 68ης επετείου της ανατίναξης της σιδηροδρομικής γέφυρας του Γοργοπόταμου, (που, υπενθυμίζουμε, έγινε στις 25 Νοεμβρίου 1942), είναι ευκαιρία, όχι μόνο για επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των θυμάτων των αγωνιστών της Αντίστασης και την κατάθεση στεφανιών από τους θεσμικούς φορείς και, προ παντός, από τους επιζώντες αντιστασιακούς, είναι ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε τον αγώνα εκείνον που έγινε σε όλη την Ευρώπη, σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στη Χαλκιδική, για να ενισχυθεί η προσπάθεια  των ελεύθερων λαών να κατανικηθεί το φασιστικό τέρας, να αποτραπεί η επικράτηση της νέας τάξης πραγμάτων σε όλο τον κόσμο, και να επικρατήσει το καθεστώς της ελευθερίας και της δημοκρατίας παντού. Είναι ένα σύμβολο αυτός ο εορτασμός, καθώς σημαδεύει την αντίσταση και τον αγώνα των ελευθερόφρονων ανθρώπων κατά των κάθε λογής κατακτητών και δικτατόρων. Και αν οι επιζώντες αντιστασιακοί, όπως είναι φυσικό, όλο και λιγοστεύουν, μας έχουν αφήσει ωστόσο παρακαταθήκη τον αγώνα που έκαναν, για να μας οδηγεί στα πιστεύω και στον τρόπο της προσωπικής και της κοινωνικής μας ζωής. Γι’ αυτό τιμούμε την Εθνική Αντίσταση –έστω και αν η εκδήλωση φθίνει κάθε χρόνο, και γι’ αυτό  ίσως θα πρέπει να επανεξεταστεί η μορφή και το περιεχόμενο του εορτασμού.
  Ευχαριστώ που με ακούσατε. 
 


         





Ομιλία στην Αρναία -1 Νοεμβρίου 2009

  Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΝΑΙΑΣ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ  - ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ Δ. ΚΥΡΟΥ:
 «Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΝΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΟΡ. ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΖΥΓΟ (1912) ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ
                                                           ΖΩΗΣ».

  Θέλω, πριν απ’ όλα, να εκφράσω τη χαρά μου για την πρόταση που μου έγινε να παρουσιάσω σήμερα το βιβλίο του φίλου Δημήτρη Κύρου « Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΝΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΟΡ. ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΖΥΓΟ (1912) ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΖΩΗΣ», και μαζί να μιλήσω για την απελευθέρωση της Αρναίας αλλά και ολόκληρης της Χαλκιδικής, πράγμα που έτσι ή αλλιώς θα γινόταν, αφού το περιεχόμενο του βιβλίου διαπραγματεύεται αυτό ακριβώς το θέμα: την απελευθέρωση δηλαδή της Βόρειας αλλά και ολόκληρης της Χαλκιδικής.
  Βέβαια, για να μιλήσει κανείς για την απελευθέρωση της Χαλκιδικής και της  Αρναίας, και της ενσωμάτωσής τους στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, πρέπει να ξεκινήσει από πολύ πριν, όχι μόνο από τις επαναστάσεις του 1854 και του 1878 και από τον Μακεδονικόν Αγώνα, αλλά η αναφορά πρέπει να φτάσει ακόμα πιο πίσω, στη συμμετοχή δηλαδή του τόπου μας στη μεγάλη ελληνική επανάσταση του 1821, που σωστά έχει ονομαστεί Επανάσταση της Χαλκιδικής. Πρέπει, εν ολίγοις, να τονιστεί ότι τότε οι Χαλκιδικιώτες πήραν στους ώμους τους έναν ξεσηκωμό που κράτησε κοντά έξι μήνες, που είχε μεγάλες επιτυχίες και απασχόλησε μεγάλες τουρκικές δυνάμεις, στερώντας τις από τα μέτωπα συγκρούσεων της Ν. Ελλάδας, και παράλληλα παρέσχε πολύ μεγάλες θυσίες, για τις οποίες μιλούν εύγλωττα, τόσο το πολύ γνωστό κείμενο του Μπαϊράμ πασά ότι «δεν θα λαλήσει πλέον αλέκτωρ σ’ αυτό τον τόπο», όσο και τελικά ο χαρακτηρισμός «Χαλασμός», τον οποίο έδωσε ο λαός και η ιστορία στην ηρωική άμυνα και στη θυσία των επαναστατημένων Χαλκιδικιωτών στην Ποτίδαια, στο τέλος του Οκτώβρη του ’21. Μετά τα γεγονότα αυτά, και παρά τον αυθάδη λόγο του Μπαϊράμ ότι δεν θα λαλήσει πλέον αλέκτωρ στη Χαλκιδική, οι παππούδες αυτού του τόπου ξεσηκώθηκαν και πάλι στα 1854, στη γνωστή επανάσταση του Τσάμη Καρατάσου, που δεν είχε ωστόσο αίσιο τέλος, και ο τόπος πλήρωσε και πάλι τη συμμετοχή του με πολλά θύματα, με πιο χαρακτηριστικά τη σφαγή των προκρίτων του Πολυγύρου, στις 22 Απριλίου 1854. Και ακόμη ότι, όχι πολλά χρόνια αργότερα, στα 1878, υπήρξε έντονη προετοιμασία του λαού της Χαλκιδικής, για να ενωθεί και να αγωνιστεί μαζί με επαναστατικά σώματα που αναμένονταν στη Χαλκιδική, σ’ αυτό τον καινούργιο ξεσηκωμό και που όμως, αυτά τα επαναστατικά σώματα δεν αποβιβάστηκαν τελικά στη Χαλκιδική αλλά στην Πιερία και γι αυτό το 1878 ονομάστηκε «η επανάσταση που τελικά δεν έγινε».                                                                                                                                                                                             
  Αυτές οι επαναστατικές κινήσεις κατέδειξαν κάτι που ήταν βέβαια αυτονόητο: Ότι οι Χαλκιδικιώτες, όπως και όλοι οι αλύτρωτοι Έλληνες, λαχταρούσαν να έρθει η ώρα της απελευθέρωσης, η ευλογημένη ώρα που ένας κατακτητής πέντε αιώνων θα έφευγε από τα ιερά ελληνικά χώματα και οι σκλαβωμένες περιοχές θα γίνονταν μέρος του ελεύθερου ελληνικού κράτους, το οποίο έτσι θα γινόταν πολύ μεγαλύτερο και θα έφευγε από τα ασφυκτικά όρια της Μελούνας, για να απλωθεί στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στη Θράκη, στο Αιγαίο, αλλά και στη Β. Ήπειρο και αλλού -πράγμα που δεν έγινε τελικά δυνατό. Αυτή η λαχτάρα των Χαλκιδικιωτών για την απελευθέρωση, πήρε μια νέα μορφή, με την ενεργό συμμετοχή πολλών απ’ αυτούς στον σκληρό Μακεδονικό Αγώνα όταν, μετά τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, οι επιδιώξεις της Βουλγαρίας να απλωθεί στη Μακεδονία και τη Θράκη, έπαιρναν σάρκα και οστά. Και μπορεί η συνθήκη αυτή, -αποτέλεσμα της πρωτοφανούς εύνοιας των Ρώσων προς τους Βουλγάρους, στο πνεύμα του καινοφανούς τότε Πανσλαβισμού- να μην ίσχυσε ποτέ, αφού ανατράπηκε από τη συνθήκη του Βερολίνου που ακολούθησε, ωστόσο δημιούργησε ένα πρωτοφανές κλίμα εθνικών διεκδικήσεων για τους Βουλγάρους, οι οποίοι επιδόθηκαν σ’ έναν σκληρόν αγώνα επιβολής στους χώρους της Μακεδονίας, εν όψει τής, με όποιον τρόπο, εκδίωξης των Τούρκων από τη Β. Ελλάδα. Και στη Χαλκιδική, λοιπόν, παρ’ όλον  ότι εδώ δεν υπήρξαν συγκρούσεις με βουλγαρικά αντάρτικα σώματα, τους περιβόητους Κομιτατζήδες, πολλοί συμπατριώτες μας πρωτοστάτησαν, είτε ως απλοί Μακεδονομάχοι, είτε ως επικεφαλής σωμάτων, σε πολλά μέρη της Μακεδονίας. Απ’ αυτούς ξεχωρίζουν ο Αθανάσιος Μινόπουλος από τη Βαρβάρα, ο Γιάννης Παρλιάρης από τον Ταξιάρχη, ο Γιώργης Γιαγκλής από την Ιερισσό, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος, αν και ήταν πολύ νέος και είχε έρθει στη Χαλκιδική το 1907, περίοδο όμως κατά την οποία ο Μακεδονικός Αγώνας βρισκόταν στη μεγαλύτερή του έξαρση.
 
  Σε τέτοια λοιπόν ετοιμότητα βρισκόταν ο λαός της Χαλκιδικής ο οποίος, όπως και όλοι οι Έλληνες άλλωστε, είχε αναθαρρήσει μετά την επιτυχή επανάσταση του 1909 και την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Ελλάδα, κατάσταση η οποία απέβαλε το αίσθημα απαισιοδοξίας και ταπείνωσης, το οποίο είχε καταλάβει τους Έλληνες μετά τον ανεπιτυχή πόλεμο του 1897. Οι Έλληνες, και εδώ και οπουδήποτε αλλού, ένιωθαν ιδιαίτερη ικανοποίηση, καθώς παρακολουθούσαν την ανασυγκρότηση της χώρας, την αναδιοργάνωση και επανεξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων και γενικά την ισχυροποίηση της Ελλάδας, κάτω από τη διακυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου, ώστε η πατρίδα μας να καταστεί πράγματι «σεβαστή εις τους φίλους της και τρομερά εις τους εχθρούς της».
  Αυτό το αίσθημα επιβεβαιώθηκε όταν, στις 5 Οκτωβρίου 1912, άρχισε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, αφού είχε προηγηθεί μια χαλαρή συμμαχία μεταξύ των Βαλκανικών χωρών Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου. Ο ελληνικός στρατός, σε μια εξαιρετική προέλαση, συνέτριψε την τουρκική αντίσταση στην Ελασσόνα, στο  Σαραντάπορο, και προχώρησε ραγδαία προς Σέρβια, Κοζάνη, Βέροια, Νάουσα, Έδεσσα, Κατερίνη, συνέτριψε ύστερα από σκληρόν αγώνα την ισχυρή γραμμή άμυνας στα Γιαννιτσά και –ύστερα από τηλεγραφική παρέμβαση του πρωθυπουργού και υπουργού Στρατιωτικών Ελ. Βενιζέλου προς τον αρχιστράτηγο Διάδοχο Κων/νο- ο ελληνικός στρατός μπήκε θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη, αφού,  ανήμερα της μεγάλης γιορτής του πολιούχου της Αγ. Δημητρίου, στις 26 Οκτωβρίου 1912, είχε παραδοθεί η πόλη στον ελληνικό στρατό. Η επιτακτική παρέμβαση του Βενιζέλου στον Κων/νο προήλθε από τη βάσιμη πληροφορία ότι μια βουλγαρική μεραρχία όδευε ταχέως προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία επιδίωκε να καταλάβει για λογαριασμό της Βουλγαρίας, εφ’ όσον μάλιστα η πρόσκαιρη συμμαχία Ελλάδας –Βουλγαρίας εναντίον της Τουρκίας, δεν πρόβλεπε διανομή των κατακτούμενων εδαφών. Έτσι ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε και κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, επέτρεψε δε σε μικρή δύναμη του βουλγαρικού στρατού, που έφτασε οκτώ ώρες αργότερα, να μπει στην πόλη για ανάπαυση, όμως εισήλθε στην Θεσ/νίκη, λάθρα, μια ολόκληρη βουλγαρική μεραρχία, η οποία εκδιώχτηκε αργότερα δια των όπλων. Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη ότι ο Έλληνας βασιλιάς Γεώργιος ακολουθούσε τον ελληνικό στρατό στη νικηφόρα πορεία του και τέλος εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε μέχρι την απίστευτη δολοφονία του στις 5 Μαρτίου 1913.
  Ο αρχιστράτηγος Κων/νος, μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, προχώρησε σε κατάληψη της ενδοχώρας και εγκατάσταση του ελληνικού κράτους. Και ένα μέρος της ενδοχώρας ήταν βέβαια η Χαλκιδική. Για τη Χαλκιδική δόθηκε μια προτεραιότητα, γιατί μέρος της χερσονήσου αποτελεί το Άγιον Όρος, προς το οποίο οι Βούλγαροι είχαν κατακτητικές βλέψεις, λόγω της ιδιαίτερης ακτινοβολίας του γενικότερα στην Ορθοδοξία, και με την πρόφαση της ύπαρξης εκεί βουλγάρικης Μονής. Έτσι, στις  30 Οκτωβρίου 1912,  αποφασίζεται να κατευθυνθεί προς τη Χαλκιδική ένα τάγμα για να την καταλάβει και να την απελευθερώσει.

  Όμως η Χαλκιδική ήταν πλέον ελεύθερη από δυο περίπου βδομάδες πριν. Και την ελευθερία τής πρόσφεραν οι λεγόμενοι Πρόσκοποι, που ήταν μικρά επαναστατικά σώματα, που αποβιβάστηκαν στις ακτές της και προχώρησαν σε κατάλυση των τουρκικών αρχών. Δεν ήταν βέβαια το μεγάλο και οργανωμένο σώμα του Τσάμη Καρατάσου, ήταν ωστόσο αξιόλογες και αποφασισμένες ομάδες, υπό την ηγεσία Ελλήνων αξιωματικών. Αυτούς τους αντάρτες τούς δεχόταν και τους ενίσχυε με όπλα και εφόδια το επίσημο ελληνικό κράτος σε όλο το μήκος του μετώπου.  Η πρώτη και πιο σημαντική ομάδα εδώ ήταν αυτή του Βασιλείου  Παπακώστα, η οποία, στις 5 Οκτωβρίου –ταυτόχρονα δηλαδή με την έναρξη των εχθροπραξιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας-, αποβιβάστηκε κοντά στην Ολυμπιάδα και προχώρησε προς το εσωτερικό της Χαλκιδικής, φτάνοντας στο χωριό Βαρβάρα. Ήρθε σε επαφή με τον Μητροπολίτη Ιερισσού Σωκράτη, ενώ τις τάξεις του σώματός του πύκνωναν πολλοί ντόπιοι αγωνιστές, ιδιαίτερα όσοι βρίσκονταν φυγόστρατοι στα βουνά, για να αποφύγουν τη επιστράτευση που είχαν κάνει οι Τούρκοι εν όψει του πολέμου. Αυτό το φαινόμενο, της αυτομόλησης δηλαδή Ελλήνων που είχαν επιστρατεύσει οι Τούρκοι, παρατηρήθηκε σε πολλές περιπτώσεις στις συγκρούσεις ελληνικού και τουρκικού στρατού. Η δύναμη λοιπόν των Προσκόπων του Παπακώστα αυξήθηκε πολύ και έτσι χωρίστηκε σε μικρότερες ομάδες και προχώρησε σε εκδίωξη των Τούρκων από πολλά χωριά, ιδιαίτερα της βόρειας Χαλκιδικής ώστε σύντομα, μέχρι τα μέσα του μήνα Οκτώβρη, είχαν απαλλαγεί από την τουρκική κατοχή τα περισσότερα χωριά, όπως η Ιερισσός, ο Μαχαλάς (Στάγειρα), η Στρατονίκη, η Βαρβάρα, η Μ. Παναγία, το Νεοχώρι και το Παλιοχώρι, η Λόκοβη και βέβαια η Λιαρίγκοβη (Αρναία).
  Οι Τούρκοι, τόσο στον Πολύγυρο όσο και περισσότερο στη Θεσσαλονίκη, προσπάθησαν να αντιδράσουν κατά των Προσκόπων, στέλνοντας μικρή δύναμη, η οποία όμως αντιμετωπίστηκε επιτυχώς, με σοβαρές απώλειες των Τούρκων, στον Άγ. Πρόδρομο και σε άλλα επίκαιρα σημεία, από τα όλο και ισχυρότερα σώματα των Προσκόπων. Έτσι, για λόγους ασφάλειας –και αφού βέβαια έφταναν συνέχεια νέα από το πολεμικό μέτωπο για τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού- ο Τούρκος διοικητής Χαλκιδικής συγκέντρωσε τους Τούρκους ενόπλους αλλά και τους υπαλλήλους του στον Πολύγυρο, προσπαθώντας να βρει τρόπο να διαφύγει στη Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτή την προσπάθεια και για να απαλλαγεί η Χαλκιδική μια ώρα αρχύτερα από την τουρκική παρουσία, τον βοήθησε ο Μητροπολίτης Ειρηναίος. Με τις συμβουλές του, παρουσιάζονταν στον Τούρκο διοικητή διάφοροι κτηνοτρόφοι και άλλοι άνθρωποι της υπαίθρου και κατάγγελναν, δήθεν αγανακτισμένοι, ότι τα βουνά είναι γεμάτα αντάρτες που τους αρπάζουν τρόφιμα κλπ, χαρακτηριστικά μάλιστα έλεγαν ότι «κάθε κλαδί κι αντάρτης», πράγμα που ενέτεινε τον πανικό των Τούρκων, που δεν αισθάνονταν πλέον καθόλου ασφαλείς ούτε μέσα στον Πολύγυρο. Έτσι ο Τούρκος διοικητής δέχτηκε με ανακούφιση την πρόταση του Ειρηναίου να χρησιμοποιήσει 200 μουλάρια που του πρόσφερε, να πάρει τους Τούρκους, ένοπλους και πολίτες και να φύγει προς τη Θεσσαλονίκη, από τα νότια του Πολυγύρου, στις 22 Οκτωβρίου 1912, συνόδεψε μάλιστα επί μακρόν ο Ειρηναίος το καραβάνι των Τούρκων, δήθεν για ασφάλεια, στην πραγματικότητα βέβαια για να απαλλαγεί η Χαλκιδική μια ώρα αρχύτερα και μάλιστα αναίμακτα από την τουρκική κατοχή, που είχε διαρκέσει 482 ολόκληρα χρόνια!  Έτσι, νωρίτερα η βόρεια Χαλκιδική και, στη συνέχεια ο υπόλοιπος νομός και η πρωτεύουσά του, είναι πλέον απαλλαγμένη από τον κατακτητή και αναμένει τη θετική για την Ελλάδα συνέχεια του ελληνοτουρκικού πολέμου και την έλευση και στη Χαλκιδική τμήματος του ελληνικού στρατού, ως επίσημη παρουσία του ελληνικού κράτους και εδώ.

  Ας συνδεθούμε λοιπόν και πάλι με το σημείο, όπου σημειώναμε ότι ο ελληνικός στρατός προχωρούσε σε κατάληψη και της ενδοχώρας της Μακεδονίας, εκεί όπου δεν είχαν φτάσει ακόμη οι Βούλγαροι, οι οποίοι, χωρίς σοβαρή αντίσταση, είχαν καταλάβει τη Θράκη και προχωρούσαν προς τα δυτικά, χωρίς ωστόσο να προφτάσουν να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη, όπως είπαμε παραπάνω. Και, σχετικά με τη Χαλκιδική, αποφασίστηκε να σταλεί εδώ ένα τάγμα, το ονομαστό 1ο Ανεξάρτητο Τάγμα Κρητών, με διοικητή τον Γεώργιο Κολοκοτρώνη, εγγονό του πολέμαρχου του ’21 Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πρώην εθελοντή αγωνιστή στην επανάσταση του 1897 στην Κρήτη και Μακεδονονομάχο στη Μακεδονία. Το τάγμα αυτό αποσπάστηκε από το 1ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών, -το υπόλοιπο του οποίου μεταφέρθηκε δια θαλάσσης στην Ήπειρο-, και υπήχθη στην 7η Μεραρχία. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η Κρήτη δεν είχε ακόμη ενωθεί με την Ελλάδα (αυτό έγινε ένα χρόνο αργότερα) και ζούσε υπό το καθεστώς της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, ωστόσο επιστρατεύτηκε εθελοντικά, ταυτόχρονα με την υπόλοιπη Ελλάδα και έστειλε ισχυρή δύναμη ενόπλων στα μέτωπα του πολέμου.
    Στις 30 Οκτωβρίου 1912, λοιπόν, ο δ/τής της  7ης Μεραρχίας Σωτίλης εκδίδει διαταγή προς το Τάγμα: «…το υφ’ υμάς τάγμα να αναχωρήσει αμέσως ίνα μεταβεί εις Πολύγυρον, ένθα να εγκαταστήσει την έδραν αυτού και έναν ουλαμόν εις Άγιον Όρος. Εκ Πολυγύρου το Τάγμα, διαθέτον αναλόγως της ανάγκης και των περιστάσεων την δύναμιν αυτού, θα σημειώσει την ελληνικήν κατοχήν επί της Χαλκιδικής…». Είπαμε βέβαια ότι, για τη Χαλκιδική υπήρχε ένας εισέτι σοβαρός λόγος, που αφορούσε την κατάληψη του Αγ. Όρους, προς το οποίο προσπαθούσαν να φτάσουν οι Βούλγαροι, από την περιοχή της Νιγρίτας και υπήρχε πάντα η περίπτωση να συναντηθούν τα προχωρημένα τμήματα του ελληνικού με αντίστοιχα τμήματα του προσωρινού σύμμαχου βουλγαρικού στρατού. Γι’ αυτό μία παράγραφος της δ/γής προς το τάγμα Κρητών αναφέρει: «Κατά τας ανωτέρω οριζομένας ενεργείας του Τάγματος, πιθανόν να επέλθωσι προστριβαί προς συμμαχικά ημών στρατεύματα. Η φιλική, αλλά και ευσταθής προς ταύτα συμπεριφορά, δέον να χρησιμεύσει ως βάσις κατά τας μετ’ αυτών συνεννοήσεις του δ/τού του Τάγματος…».   
  Σε εκτέλεση της διαταγής αυτής, ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη το Τάγμα Κρητών στις 31 Οκτώβρη και το βράδυ διανυκτερεύει στα Βασιλικά. Όμως, πριν το παρακολουθήσουμε στην πορεία του προς τη Χαλκιδική, θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη αλλά απαραίτητη αναφορά σ’ έναν νεαρό ανθυπολοχαγό του ο οποίος, όχι μόνο είναι επικεφαλής του ουλαμού που σπεύδει προς το Άγιον Όρος, αλλά είναι και ο βασικός πληροφοριοδότης μας σχετικά με όσα διαδραματίστηκαν αυτές τις ιστορικές μέρες στον τόπο μας. Πρόκειται για τον Ιωάννη Αλεξάκη, που είχε γεννηθεί το 1886, στο χωριό Έξω Ποτάμοι Λασιθίου και ήταν διμοιρίτης στον 1ο λόχο του Τάγματος, ορίστηκε δε επικεφαλής του ουλαμού των δύο διμοιριών, που συγκροτήθηκε για να φτάσει στο Όρος. Αυτός ο ανθυπολοχαγός είχε την πολύτιμη συνήθεια να καταγράφει όλα όσα συνέβαιναν στο Τάγμα και ιδιαίτερα στον συγκεκριμένο ουλαμό, μαζί με αξιόλογες πληροφορίες τόσο για τα μέρη που περνούσε το Τάγμα, όσο και για πολεμικά γεγονότα που σημειώνονταν σε άλλα μέτωπα του πολέμου. Αυτές τις σημειώσεις τις επεξεργάστηκε αργότερα και έγραψε ένα αξιόλογο και πολύτιμο 2τομο έργο, με τίτλο «ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ». Είχα την τύχη να τον γνωρίσω για λίγο περαστικός στο τότε μοναδικό Δημοτικό σχολείο Πολυγύρου (εκεί που είναι σήμερα το Δημαρχείο), κάπου στα 1970 τόσο, όταν σεμνά και χωρίς έπαρση, περνούσε από τα σχολεία και μοίραζε το βιβλίο αυτό, όπως θα έκανε ασφαλώς και στα εδώ σχολεία. Αυτό το έργο του Αλεξάκη είναι η βασική πηγή μας  για να αντλήσουμε πληροφορίες για τα γεγονότα και τις συνθήκες της εποχής αυτής. Όταν, πριν λίγα χρόνια, προσπάθησα να βρω κάποιο αντίτυπο, ατύχησα, αφού δεν είχε ούτε η κόρη του στο Ηράκλειο και αναγκάστηκα να φωτοτυπήσω πάνω από 1000 (Χ2) σελίδες. Κάποιος φορέας θα ήταν χρήσιμο να δει την περίπτωση επανέκδοσής του ή τουλάχιστον μέρους αυτού του πολύτιμου ντοκουμέντου, ιδιαίτερα εν όψει των εκδηλώσεων για τα εκατοντάχρονα από την απελευθέρωση, το 2012. Να πω ακόμη ότι στο έργο του αυτό –αλλά και σε άλλα έργα του- ο Αλεξάκης, που έφτασε ως το βαθμό του Αντιστρατήγου, σημειώνει με επιμέλεια γεωγραφικά, ιστορικά και κοινωνικά στοιχεία των περιοχών που αναφέρεται, ενώ αξιόλογες είναι και οι αναφορές του στα φυσικά τοπία, όπως, παράδειγμα, περιγράφει τις ομορφιές του Χολομώντα –ποιος, άλλωστε, μπορεί να βρεθεί στον Χολομώντα, ιδιαίτερα το φθινόπωρο ή την άνοιξη και να μη μείνει εκστατικός από τη φυσική ομορφιά του. Καταπληκτική είναι επίσης η περιγραφή που κάνει από την κορυφή του Χορτιάτη, την οποία αξίζει τον κόπο να διαβάσει κανείς. Όμως τον στρατηγό Αλεξάκη τον ξέρει πολύ καλά η Αρναία, η οποία τον έχει τιμήσει ιδιαίτερα.

  Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν την πορεία του ουλαμού που κατευθύνεται στο Άγ. Όρος: Φεύγει πρωί, 1 Νοεμβρίου, σαν σήμερα δηλαδή, μαζί με το υπόλοιπο τάγμα, από τα Βασιλικά, και το βράδυ διανυκτερεύει στη Γαλάτιστα, όπου ο λαός υποδέχεται θερμά το τάγμα. Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου ο ουλαμός του Αλεξάκη αποσπάται από το τάγμα και οδεύει προς τον Χολομώντα, ενώ το υπόλοιπο τάγμα οδεύει προς τον Πολύγυρο. Από τον Άγ. Πρόδρομο (Ρεσιτνίκια) ο διοικητής Γ. Κολοκοτρώνης στέλνει αναφορά στη Μεραρχία του όπου, μεταξύ άλλων σημειώνει: «…απόψε έσομαι εις Πολύγυρον, απέστειλα δε μίαν διμοιρίαν εις Λιαρίγκοβην, μετά των σχετικών προκηρύξεων…Τέλος, εντεύθεν αποστέλλω εις Άγιον Όρος ένα Ουλαμόν…». Αυτές οι προκηρύξεις είχαν γραφεί από τον Κολοκοτρώνη και ανακοινώνονταν σε όλα τα μέρη που έφτανε και καταλάμβανε το Τάγμα, όπως πχ στον Πολύγυρο, όπου ο Κολοκοτρώνης έφτασε το απόγευμα της 2 Νοεμβρίου και έλεγαν:
  «Προς άπαντας τους κατοίκους των χωρίων και κωμοπόλεων Χαλκιδικής και Αγ. Όρους.
  Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ καθιστώ υμίν γνωστόν ότι άπαντα τα καταληφθέντα μέρη υπό του Ελληνικού Στρατού, αδιακρίτως εθνότητος και θρησκεύματος, υπάγονται εις το εξής εις τους ελληνικούς νόμους, κατά τους οποίους θέλουσιν απολαμβάνει ισονομίας και προστασίας τιμής, ζωής και περιουσίας.
  Οι Μουχτάρηδες θέλουσιν εκτελεί τα καθήκοντα των Δημάρχων μέχρις ενεργείας των εκλογών, αφού προηγουμένως ομόσωσι τον νενομισμένον όρκον εις τον Συνταγματικόν Βασιλέα των Ελλήνων.
                 Ο Στρατιωτικός Διοικητής Χαλκιδικής – Γ. Κολοκοτρώνης, Ταγματάρχης».
  Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε εδώ ότι, την ίδια μέρα, στο Άγιον Όρος αποβιβάζονται αγήματα από ισχυρή μοίρα του ελληνικού Στόλου και καταλαμβάνουν το Όρος, στο όνομα του Έλληνα Βασιλιά. Αυτό έγινε γιατί η πορεία του ουλαμού του τάγματος ήταν αδύνατο να φτάσει στο Όρος σε λιγότερο από 4 ημέρες και ο κίνδυνος της κατάληψής του από τους Βουλγάρους ήταν πάντα υπαρκτός. Έτσι, με ενέργειες του υπουργού στρατιωτικών και πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου, διατάχτηκε τμήμα του στόλου να προχωρήσει στην κατάληψη του Όρους. Αυτό δεν το ήξερε, στις 2 του Νοέμβρη, ούτε ο ουλαμός του Αλεξάκη, ούτε ο Κολοκοτρώνης. Ο Αλεξάκης το πληροφορήθηκε την μεθεπόμενη μέρα, φεύγοντας από την Ιερισσό, όπου είχε διανυκτερεύσει και έτσι σταμάτησε την πορεία του προς το Όρος. Με την ευκαιρία επιβάλλεται να τονιστεί ο ιδιαίτερος ρόλος που έπαιξε το πολεμικό μας ναυτικό σ’ αυτόν τον πόλεμο, κατανικώντας τον τουρκικό στόλο και εγκλείοντάς τον στα Στενά, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η ενίσχυση του τουρκικού στρατού της Μακεδονίας, ενώ παράλληλα το ναυτικό μας απελευθέρωσε τα νησιά του Β. Αιγαίου.
  Αξιοσημείωτα όμως είναι τα γεγονότα που διαδραματίζονται εδώ, στην Αρναία, το απόγευμα της 2ας  Νοεμβρίου, στις μμ, όταν ο Ουλαμός του Αλεξάκη, ύστερα από εξαντλητική 12ωρη πορεία υπό βροχήν στον άθλιο τότε δρόμο του Χολομώντα, φτάνει στην Αρναία. Ο κόσμος πληροφορείται αυτό το συνταρακτικό γεγονός: Τμήμα του ελληνικού στρατού, με τα σύμβολα της ελεύθερης Ελλάδας, έρχεται να φέρει το χαρμόσυνο άγγελμα της οριστικής απελευθέρωσης και της ενσωμάτωσης του τόπου στον κορμό του ελληνικού κράτους. Όλος ο κόσμος λοιπόν, μπροστά οι ιερείς, οι δάσκαλοι, οι μαθητές, ο κόσμος όλος, σπεύδει έξω από το χωριό, στην είσοδο του δρόμου από το βουνό, για να υποδεχτεί το τμήμα του στρατού. Είναι μικρό το τμήμα, μόλις δυο διμοιρίες, όμως ουσιαστικά και τυπικά είναι η Ελλάδα, είναι η πατρίδα, που έρχεται να αγκαλιάσει και να ενσωματώσει στους κόλπους της αυτό τον πολύπαθο τόπο. Ανάλογα, λοιπόν με τη συγκλονιστική περίπτωση, είναι και τα αισθήματα και οι εκδηλώσεις αυτού του κόσμου, που σπεύδει στην υποδοχή των ελευθερωτών. Η πιο χαρακτηριστική ίσως εκδήλωση είναι το κάπως άτεχνο αλλά πλήρες ενθουσιασμού και έξαρσης, αυτοσχέδιο ποίημα του δάσκαλου του σχολείου Αρναίας Δημητρίου Τσολάκη, το οποίο απάγγειλε στους αξιωματικούς και τους  άνδρες του Ουλαμού. Υποθέτω βάσιμα ότι το ποίημα αυτό έχει ακουστεί πολλές φορές σ’ αυτόν εδώ το χώρο, γι’ αυτό δεν θα το αναγνώσω, παρά μόνον θα σημειώσω κάποιους χαρακτηριστικούς στίχους του:

            « Καλώς ήλθατε, ως φίλοι, αετοί της Ελλάδος!
             Καλώς ήλθατ’,  ώ φίλοι, της ενδόξου Παλλάδος.
             εις τα χώματα ταύτα, τα με τόσης λαχτάρας,
             εκλυτρούμενα σήμερον της πρώην κατάρας

             …με το άγιον λάβαρον, την θείαν σημαίαν
             εις την χώραν του κλέους, αμιγή και γενναίαν…

            καλώς ήλθατε έαρ, ευωδία και δρόσος…

            Καλώς ήλθες, καλλίνικε, νικηφόρε Στρατέ,
            με σταυρόν, με σημαίαν, ω Στρατέ ποθητέ…

            Εφραίνου, αιμόφυρτος και δύσμοιρος χώρα
             Γιατί, να, ο Σωτήρ σου ελήλυθε τώρα…

            …Αδέλφια, μανάδες, κορίτσια, παιδιά,
            χαιρετίσωμεν όλοι  την θεία Ελευθεριά …κλπ ».

 Πολλές φορές προσπάθησα να φανταστώ τον ωραίο αυτό δάσκαλο, να απομονώνεται κάπου, συνεπαρμένος από την επικείμενη άφιξη του ελληνικού στρατού και της ελληνικής σημαίας, και να προσπαθεί να συνταιριάσει στίχους και αισθήματα, για να εκφράσει τόσο τα προσωπικά του αισθήματα, όσο και τα ανάλογα αισθήματα του λαού της Αρναίας και της Χαλκιδικής ολόκληρης.
  Μέρες ασφαλώς ιστορικές, που σημαδεύουν φωτεινά την τοπική μας ιστορία. Ο Ουλαμός διανυκτερεύει εδώ, στο σχολείο, και την άλλη μέρα αναχωρεί, μέσω Μ. Παναγίας, Γοματίουκαι φτάνει στην Ιερισσό. . Εν τω μεταξύ ο Κολοκοτρώνης πληροφορήθηκε την κατάληψη του Όρους από τον στόλο, και ανακάλεσε τον Ουλαμό στον Πολύγυρο, όπως είπαμε παραπάνω. Ο Ουλαμός, ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο, έφτασε στην Αρναία στις 8 Νοεμβρίου, όπου και έμεινε ως τις 13, οπότε και αναχώρησε για την έδρα του Τάγματος, τον Πολύγυρο, όπου είχε φτάσει το Τάγμα, όπως είπαμε, από τις 2 Νοεμβρίου. Εν τω μεταξύ ο Κολοκοτρώνης είχε στείλει τμήματα του Τάγματος σε διάφορα κεντρικά σημεία της Χαλκιδικής, μετακινούμενα, για να επισημοποιήσει την ελληνική κατοχή και να επιβάλει αισθήματα τάξεως στο νομό. Αργότερα (στις 9 Δεκεμβρίου) το Τάγμα μεταφέρεται στην ευρύτερη περιοχή των λιμνών, του Ζαγκλιβερίου και της Θεσσαλονίκης όπου παραμένει επί μακρόν, για να πάρει μέρος αργότερα με επιτυχία στον 2ο Βαλκανικό Πόλεμο της Ελλάδας και Σερβίας εναντίον της Βουλγαρίας, η επιτυχής έκβαση του οποίου κατοχύρωσε την κυριότητα της Ελλάδας στη Μακεδονία. Στον πόλεμο αυτό, το Τάγμα Κρητών πολέμησε ηρωικά στη μάχη του Λαχανά (21 Ιουνίου 1913) όπου και σκοτώθηκαν πολλοί στρατιώτες και οι λοχαγοί Λυμπέρης και Ζητουνιάτης, ενώ πρωτοστάτησε στην πολύνεκρη μάχη της Τζουμαγιάς (12 Ιουλίου), στην οποία σκοτώθηκε ο Ταγματάρχης Κολοκοτρώνης, όλοι οι αξιωματικοί του και ο Αλεξάκης δέχτηκε  διαμπερές τραύμα στο στήθος και σώθηκε από θαύμα.

     ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΥΡΟΥ « Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΝΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ Β. ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΖΥΓΟ (1912) ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΖΩΗΣ» 
  Όμως, είναι καιρός νομίζω να παρουσιάσω σύντομα το βιβλίο του φίλου Δημήτρη Κύρου «Η απελευθέρωση της Αρναίας και της Β. Χαλκιδικης (1912) από τον τουρκικό ζυγό και οι πρώτες ημέρες ελεύθερης ζωής». Τον ίδιο το συγγραφέα τον ξέρετε πολύ καλά. Είναι ένας αξιόλογος εκπαιδευτικός και, κυρίως, είναι ένας ακούραστος ερευνητής, κυρίως της νεότερης ιστορίας του τόπου, που ανακαλύπτει και καταγράφει πολύτιμα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία, τα οποία παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό με τα βιβλία του και, κυρίως, με το αξιόλογο περιοδικό του «Η Αρναία της Μακεδονίας», που εκδίδει τώρα και πολλά χρόνια, ενώ αμέτρητα κείμενά του δημοσιεύονται συνεχώς σε έντυπα εντός και εκτός της Χαλκιδικής.
  Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο Δ. Κύρου κατέγραψε και τύπωσε αυτά που σας έχει πει πολλές φορές από το βήμα αυτό ή σε πανηγυρικούς. Σας έχει μιλήσει για τα συγκλονιστικά γεγονότα του Οκτώβρη και του Νοέμβρη του 1912, όταν η Αρναία και η Χαλκιδική ολόκληρη συνταράχτηκε από τον άνεμο της ελευθερίας, που φύσηξε και εδώ, ύστερα από 482 χρόνια σκλαβιάς στους Τούρκους. Ακριβώς επειδή τα γεγονότα αυτά εκτέθηκαν προηγουμένως, γι’ αυτό και δεν θα σας απασχολήσω και πάλι με την εξιστόρησή τους, όπως τα εκθέτει ο συγγραφέας στο βιβλίο του. Πρέπει βέβαια να πω ότι τα γεγονότα, όπως τα εκθέτει ο αγαπητός Δημήτρης, είναι πλέον λεπτομερή και αναλυτικά, και συνοδεύονται από πολλές φωτογραφίες. Το εξώφυλλο είναι ένα θαυμάσιο σχεδίασμα αφιερωμένο στον εορτασμό της επετείου της απελευθέρωσης του 1992, στα ογδοντάχρονα της επετείου δηλαδή, το οποίο πλέον έχει συλλεκτική αξία, ενώ το οπισθόφυλλο είναι φωτογραφία του μνημείου που ανήγειρε η Αρναία στη δυτική είσοδο της πόλης, σε ανάμνηση της εκεί υποδοχής του ελληνικού στρατού.
  Στις πρώτες σελίδες ο Δ. Κύρου αναφέρεται γενικά στη Χαλκιδική της τουρκικής σκλαβιάς και στους κατά καιρούς αγώνες της να ελευθερωθεί, ενώ στη συνέχεια μιλάει μόνο για την Αρναία. Γρήγορα έρχεται στον Οκτώβρη του 1912 και, σε 6 σελίδες, δίνει πολλά στοιχεία και λεπτομέρειες για τη δράση των Προσκόπων, κυρίως στη Β. Χαλκιδική και ειδικότερα στην Αρναία, αναφέροντας πολλούς αγωνιστές με ονόματα και φωτογραφίες. Στη συνέχεια αναφέρεται στον ελληνικό στρατό και στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, ενώ αμέσως αναφέρεται στο Τάγμα Κρητών, και στην εντολή που παίρνει να απελευθερώσει τη Χαλκιδική και το Άγιον Όρος. Περιγράφει την πορεία του Τάγματος Κρητών προς και εντός της Χαλκιδικής, και ιδιαίτερα την πορεία του Ουλαμού Αλεξάκη, στον οποίο ανατίθεται η ειδική εντολή να σπεύσει προς το Άγ. Όρος, πριν προλάβουν να φτάσουν οι Βούλγαροι. Ο Ουλαμός φτάνει στην Αρναία, καλύπτοντας τη διαδρομή Γαλάτιστα –Αρναία σε 12 ώρες. Στην ενθουσιώδη και συγκινητική υποδοχή του ουλαμού στην Αρναία δίνει, όπως ήταν φυσικό, ιδιαίτερη έμφαση ο συγγραφέας: « Οι στιγμές εκείνες ήταν ανεπανάληπτες, ιερές και συγκινητικές! Ιερείς και λαός έκλαιγαν…», σημειώνει, ενώ αναφέρει την αντιφώνηση του Αλεξάκη στην προσφώνηση του δ/ντή του σχολείου Νικόλαου Παπαστεργίου: «Αδέλφια! Σας εφέραμε την ελευθερίαν που εποθούσαμεν όλοι οι πρόγονοι και πατέρες σας επί αιώνας. Η χαρά σας είναι και χαρά μας. Θρήνου, ο καιρός πέπαφται. Μη κλαίετε! Ανέτειλεν η αυγή της Ελληνικής Ελευθερίας. Η Μακεδονία ανέστη. Εορτάσατε!».
  Περιγράφει μετά τη γνωστή πορεία του Ουλαμού, ο οποίος αναχωρεί από την Αρναία στις 3 Νοεμβρίου για Άγ. Όρος μέσω Παλαιοχωρίου, Μ. Παναγίας, Γοματίου, Ιερισσού, όπου διανυκτερεύει. Στην πορεία του από κει πληροφορείται την κατάληψη του Αγ. Όρους από αγήματα του στόλου και παίρνει εντολή να επιστρέψει. Η επιστροφή γίνεται από την ίδια διαδρομή, και ο Ουλαμός έφτασε ξανά στην Αρναία στις 8 Νοεμβρίου και εγκαταστάθηκε εκ νέου στο σχολείο, ενώ οι αξιωματικοί φιλοξενούνται στο σπίτι του Κων/νου Δημητρακούδα.
  Στη συνέχεια ο Δ. Κύρου περιγράφει τα συμβαίνοντα στην περιοχή τις ευχάριστες ημέρες που ακολούθησαν. Γεύματα (από τον επίσκοπο Ιερισσού Σωκράτη –ο οποίος απουσίαζε στη Θεσσαλονίκη την ημέρα της υποδοχής- και τον εκτελούντα χρέη δημάρχου Ιωάννη Κοτσιάνη), φιλοξενίες, ως και ο γάμος Κών/νου Μήτσιου με την κόρη του Βασιλείου Σαραφιανού, γενικά μια ευχάριστη κοινωνική ζωή, κάτω από τον ήλιο της ελευθερίας που φώτιζε πλέον την Αρναία, τη Χαλκιδική και μεγάλο μέρος της Μακεδονίας (για την υπόλοιπη Μακεδονία χρειάστηκε να γίνει ο δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, για να εκδιωχτεί ο βουλγαρικός στρατός από τις περιοχές που είχε καταλάβει).
  Στον επίλογο της αφήγησης, ο συγγραφέας αναφέρεται στο ιστορικό του εορτασμού της σημερινής επετείου, όπως και στην κατασκευή του γνωστού μνημείου. Ακολουθεί το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, με ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως τα ονόματα των ιερέων και των δασκάλων που πήραν μέρος στην υποδοχή του στρατού, φωτοτυπία των Μαθητολογίου των μαθητών των «Ελληνικών Σχολείων Λιαριγκόβης», ενώ κλείνει με ένα εξαιρετικού ενδιαφέροντος γράμμα του Αντιστρατήγου Ιωάννου Αλεξάκη προς τον Δήμαρχο Αρναίας, με ημερομηνία 11-10-1969, στο οποίο αναφέρεται στα γεγονότα του Οκτωβρίου –Νοεμβρίου 1912, θυμάται με πολύ ενδιαφέρον την Αρναία και τη Χαλκιδική, και σημειώνει ότι είχε επισκεφθεί τον Πολύγυρο τον Οκτώβρη του 1969, «85ετής γέρων», όπως γράφει, για να μετάσχει στον εορτασμό της απελευθέρωσης του Πολυγύρου. Θέλω να σημειώσω εδώ, όπως ανέφερα και παραπάνω, ότι γνώρισα προσωπικά τον Αλεξάκη, κάπου το 1972(;) όταν, ακόμη πιο «γέρων», απλός και αθόρυβος, περνούσε από τα σχολεία και τους Δήμους και πρόσφερε, δωρεάν φυσικά, το πολύτιμο βιβλίο του, για το οποίο έκανα λόγο παραπάνω.
  Τέλος, κλείνοντας τη σύντομη παρουσίαση του βιβλίου του φίλου Δημήτρη Κύρου, επισημαίνω την ειδική προσωπική αφιέρωση σε αγαπημένο του πρόσωπο, με την οποία ο συγγραφέας αποδίδει αγνά αισθήματα τιμής και αγάπης.
  Αγαπητέ Δημήτρη, σε συγχαίρω για το βιβλίο σου, όπως και για τα άλλα δύο που ακολουθούν, ενθαρρύνοντάς σε να συνεχίσεις να ερευνάς και να γράφεις. Αυτή η ενασχόληση είναι ικανοποίηση και παρηγορία για σένα και αποβαίνει πολύ χρήσιμη για όλους εμάς, για την κοινωνία.

  Τελειώνοντας, ευχαριστώ για άλλη μια φορά τον Δήμο Αρναίας και τον αγαπητό συνάδελφο-Δήμαρχο, τον συγγραφέα του βιβλίου φίλο Δ. Κύρου, που μου εμπιστεύτηκε την παρουσίαση του βιβλίου του, το Αριστοτέλειο Πνευματικό Κέντρο Αρναίας, και όλους όσοι συνέβαλαν στην οργάνωση των σημερινών εκδηλώσεων,   και όλους εσάς που με ακούσατε, ζητώντας συγγνώμη αν σας κούρασα. 
                                                                                                           (τέλος)  

  Σημείωση: Η ομιλία, μαζί με την εκφώνηση προβάλλεται
σε οθόνη και ενδιάμεσα προβάλλονται διάφορες εικόνες, σχετικές
με την αφήγηση