φωνή βοώντος ...
Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021
Ο Ξωπατέρας –το τραγούδι του
Ο Ιωάσαφ Ξωπατέρας, κατά κόσμον Ιωάννης Μαρκάκης, είχε γεννηθεί το 1788 στον εγκαταλειμμένο σήμερα οικισμό Μανουσανά των Αστερουσίων. Ήταν από τους πλέον ανυπότακτους επαναστάτες της Μεσαράς. Επικεφαλής λίγων συνήθως συντρόφων, πολεμούσε μαζί με τον Κόρακα, τον Μαλικούτη, τους Κουρμούληδες, τον Μαστραχά, τον Ρωμάνο, τον Τσακίρη κ. ά., πιο συχνά πάντως αγωνιζόταν μόνος του ή με λίγους συντρόφους.
Έγινε μοναχός, με το όνομα Ιωάσαφ, στη γνωστή και σήμερα Μονή της Οδηγήτριας, όπου, κατά μία εκδοχή, απόκτησε παιδί εκτός γάμου. Ως μοναχός σκότωσε κάποτε έναν γενίτσαρο, και πιεζόμενος ο Μητροπολίτης Ηρακλείου τον αποσχημάτισε. Έτσι πήρε το όνομα Ξέπαπας ή Ξωπατέρας, με το οποίο έμεινε στην ιστορία.
Τον Φεβρουάριο του 1828 ξέσπασαν νέες επαναστατικές κινήσεις στην Κρήτη και οι Τούρκοι στέλνουν στη Μεσαρά ισχυρό στρατιωτικό σώμα από 800 άνδρες, αποβλέποντας να εξοντώσουν τους μεσαρίτες επαναστάτες, αλλά κυρίως αυτόν τον ανυπότακτο «Ντελή Παπά», τον τρελόπαπα δηλαδή, που δεν τους άφηνε σε ησυχία. Ο Ξωπατέρας αποφάσισε να αμυνθεί στον γνωστό πύργο που είχε χτίσει ο ίδιος στη Μονή, παρά τις συμβουλές των άλλων οπλαρχηγών να μην κλειστεί στον πύργο γιατί αυτό θα ήταν αυτοκτονία. Όμως, ας αφήσουμε τη λαϊκή μούσα να μας διηγηθεί όλη την ιστορία και το ηρωικό όσο και δραματικό τέλος του:
Το τραγούδι του Ξωπατέρα
Κάθε πρωί με το δροσό, π’ ανοίγει το λουλούδι,
αφουκραστείτε να σας πω λυπητερό τραγούδι.
Πουλιά μην κελαηδήσετε Σαββάτο και Δευτέρα,
γιατί τονε σκοτώσανε προχτές τον Ξωπατέρα.
Ούτε στην Κρήτη ’κούστηκε, μήτε στην Εγγλιτέρα*
να πολεμήσει μια Τουρκιά, ωσάν τον Ξωπατέρα.
Σαν ήθελε να κατεβεί στο Τοπαλτί μια ν-ώρα,
μικρή μεγάλη την Τουρκιά τη μάντριζε στη Χώρα*.
Μια ταχυνή κατέβηκε με το γδυμνό μαχαίρι,
εφτά αγάδων κεφαλές επήρεν εις το χέρι.
Τσι κεφαλές ντως ήκοψε, στον ήλιο τσι ξαπλώνει
και η Τουρκιά ως τ’ άκουσε, περίσσα ξαγριώνει.
Το μεσημέρι κάνανε ντελόγο το τερτίπι*
για να σκοτώσουν τον παπά, να ξεμπερδέσει η Κρήτη.
Εγράψανέ ντου οι Χρισθιανοί, μηνού ντου και ξεστίχου,
όλ’ η Τουρκιά ’ρχεται για σε, μόνο, παπά, διαρμίσου.
Δεν το ’χω πως εκίνησε όλη η Τουρκιά για μένα,
μόνο διαλέξα τον καιρό που ’χω λαβή* στη χέρα.
Ο Μαλικούτης αρχηγός του διπλοπαραγγέλνει,
για το Θεό, αξάδερφε, στον πύργο μην ξωμένεις.
Για το Θεό, αξάδερφε, στον πύργο μην πλανάσαι
για θα σε κλείσει η Τουρκιά και θα παραπονάσαι.
Εγώ, στ’ όνομα του Θεού, και με τση Παναγίας,
στον πύργο μέσα θα κλειστώ, ορντού* δεν έχω χρεία.
Μηνά ντου ο Μεραμέτ Αλής*, προδώσου Ξωπατέρα,
γιατί ’φταξε το τέλος σου κι η γιάσκημή σου μέρα.
Πάλι του ξαναμίλησε, προδώσου Ξωπατέρα,
γιατί θα να ’ναι αύριο η γιάσκημή σου μέρα.
Δεν προσκυνώ, μωρέ σκυλιά, μόνο θα πολεμήσω,
ίσως μαντάτο να μου ρθεί να σασε διαγουμίσω.
Δεν προσκυνώ, μωρέ σκυλιά, καλά θα νταγιαντήσω,
τον Κόρακα ’νημένω γω να σασε διαγουμίσω.
Ανέ πεινάτε κι ήρθετε να σασε μαγερέψω,
πάλι κι αν θέλετε καυγά, κορμιά θα μακελέψω.
Δεν ήρθαμε για το φαΐ και για τα μαγεργιά σου,
μα ’ρθαμε σήμερο, παπά, να δούμε την αντρειά σου.
Τούρκοι κολλούνε στον πηλό κι ο Ξώπαπας στο κρέας,
καλά το λόγιασ’ η Τουρκιά πως δεν πομένει ένας.
Αυτός εκόλλα στον πηλό κι οι Τούρκοι στα σμαγδάλια,
Θε μου, μη ρίχνεις Χρισθιανό σε τούτανά τα χάλια.
Γιατί ο περίφημος παπάς στον πύργο πολεμάται,
αυτός που κάνει την Τουρκιά και πάντα τον φοβάται.
Του πύργου δώσανε φωθιά και ’νοίξαν τα θεμέλια,
που τον εθεμελιώνανε σε τέσσερα καστέλια.
Στη μέση ντως γυρούντησε πάλι με το μαχαίρι,
έναν αγά επλάκωσε, την κεφαλή τού παίρνει.
Ντελόγο τηνε κάρφωσε πάνω στο μπαϊράκι
και τηνε θώργιεν η Τουρκιά κι ήπινε το φαρμάκι.
Ίντα να κάμω του καιρού, που σύραν τα ποτάμνια,
μα όλοι ’θελα βρωμέσετε ’ς τσ’ Οδήτριας τα πλάγια.
Μα αμέτε, ’δα, μπουρμάδες* μου, κάμετε το τουά σας,
πάρετε τσι γυναίκες σας κι αμέτε στα χωργιά σας.
΄Εκαμα μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες,
σαν τα τραγιά τσι μάντριζα και τσι ’βανα στσι μάντρες.
Αυτή δεν είναι αντρειά, μονό ναι πουτανάτο,
σήμερα ένας Ξωπαπάς σάς ήκαμ’ άνω κάτω.
Δεν είναι τούτη αντρειά, μονό ’ναι πουστουλούκι,
να πολεμούνε έναν παπά εφτά χιλιάδες Τούρκοι.
Εχόρτασα τη χέρα μου κι έφρανα το κορμί μου,
έλα και συ, Σελίν αγά, κόψε την κεφαλή μου.
Όσοι Χριστό πιστεύουμε και τονε προσκυνούμε,
λιβάνι να του βάνουμε και να του συχωρούμε.
………………………………………………………………………
Εγγλιτέρα: η Αγγλία – Χώρα: Το Μεγάλο Κάστρο, το Ηράκλειο – τερτίπι: πολεμικό τέχνασμα, ξεσήκωμα – λαβή: λαβωματιά – ορντού: στράτευμα – Μεραμέτ Αλής: ονομαστός αγάς από την Αληθινή – μπουρμάδες: εξωμότες, προδότες
(Το παραπάνω «Τραγούδι του Ξωματέρα» περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Κρητικά Τραγούδια στον ‘Έρωτα, στη Ζωή, στη Λευτεριά», σελ. 98-100. Αλλού το βρίσκουμε με κάποιες παραλλαγές ή και άλλα τραγούδια για τον Ξωπατέρα)
Ο Αγριολίδης ή Αγριαλής
Μεγαλογενίτσαρος της Μεσαράς. Είχε γεννηθεί στον Άι Γιάννη της Μεσαράς και εξελίχθηκε σε διοικητή των γενιτσάρων του Ηρακλείου και σε μεγάλο διώκτη των Χριστιανών, υπερηφανευόταν μάλιστα ότι είχε σφάξει με το χέρι του αμέτρητους Χριστιανούς. Οι αγριότητες και τα εγκλήματα του Αγριολίδη δεν είχαν τέλος και, το 1811, εκεί στον Άι Γιάννη, ο ονομαστός χαίνης Δημ. Λόγιος ή Βαρούχας προσπάθησε να τον εξοντώσει, χωρίς όμως επιτυχία, έχασε μάλιστα τη ζωή του στην προσπάθειά του αυτή.
Το 1828, μετά το δραματικό χαμό του Ξωπατέρα τον Φεβρουάριο, οι Μεσαρίτες οπλαρχηγοί (Κόρακας, Μαλικούτης κ.ά.), αποφάσισαν να εκδικηθούν τον θάνατό του, σκοτώνοντας τον δυνάστη του τόπου Αγριολίδη. Παραμονές, λοιπόν, του 15αύγουστου του 1828, έχοντας την πληροφορία ότι ο Αγριολίδης θα πήγαινε από το χωριό του στο Ηράκλειο, για το γάμο του γιου του Μουσταφά, του έστησαν ενέδρα στα Καπαριανά –δίπλα στις Μοίρες- και εξόντωσαν τον Αγριολίδη και τους συνοδούς του, έστειλαν δε το ακέφαλο σώμα του στο Ηράκλειο. Αυτό εξόργισε τους Τούρκους του Κάστρου, οι οποίοι έκλεισαν τις πόρτες των τειχών και, μέσα σε τρεις ώρες, κατέσφαξαν όποιον Χριστιανό εύρισκαν, μέσα κι έξω από τα σπίτια τους. Συνολικά 750 – 800 νεκροί γέμισαν τους δρόμους και τα σπίτια, οι οποίοι έμειναν δυο μέρες άταφοι, για να τους ρίξουν μετά σε πηγάδια και χαντάκια.
Η σφαγή αυτή, μια από τις χειρότερες που έζησε το Μεγάλο Κάστρο, έμεινε στην ιστορία ως ο «αρμπεντές (σφαγή) του Αγριολίδη». Οι σφαγές συνεχίστηκαν σε δυο μέρες στο Ρέθυμνο και σταμάτησαν μόνο ύστερα από παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων.
23 Μαρτίου 1821 – Ο Εμμανουήλ Παπάς στο Άγιον Όρος
Ενώ στη Ν. Ελλάδα η Επανάσταση του ΄21 έχει ουσιαστικά εκραγεί και στις 23 Μαρτίου οι επαναστάτες έχουν την πρώτη μεγάλη επιτυχία, καταλαμβάνοντας την Καλαμάτα, στην περιοχή της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Χαλκιδικής συμβαίνει ένα σημαντικό γεγονός: Την ίδια ημέρα, στις 23 Μαρτίου, φτάνει στο Άγιον Όρος ο Εμμανουήλ Παπάς. Συγκεκριμένα φτάνει στη Μονή Εσφιγμένου, της οποίας ο ηγούμενος είναι ήδη Φιλικός, με το τριίστιο του Χατζή Βισβίζη από τη Λήμνο, το οποίο είναι φορτωμένο πλήρως με πολεμοφόδια, ενώ τον Παπά συνοδεύει ομάδα ενόπλων και συνεργατών του. Ο Παπάς γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό από τη Μονή, αλλά και από τους ηγουμένους των άλλων μονών του Όρους στη συνέχεια.
Ο Εμμανουήλ Παπάς
(όσα είναι σε εισαγωγικά, στη συνέχεια, είναι αποσπάσματα από το βιβλίο μου «Σαν Παραμύθι 2, σελ. 47-53)
« Όμως, πριν φτάσουμε στην ώρα της μεγάλης επανάστασης, πριν μιλήσουμε για τον απελευθερωτικό αγώνα των παππούδων μας, πρέπει να μιλήσουμε με συντομία για έναν μεγάλο Μακεδόνα πατριώτη, που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στα επαναστατικά γεγονότα που έγιναν στη Χαλκιδική και στη Μακεδονία γενικότερα. Αυτός ο μεγάλος πατριώτης ήταν ο ονομαστός Ε μ μ α ν. Π α π ά ς.
Ο Εμμ. Παπάς γεννήθηκε στο χωριό Δουβίστα των Σερρών (σήμερα το χωριό αυτό ονομάζεται Εμμ. Παπάς). Κατάφερε να γίνει μεγάλος τραπεζίτης και να αποκτήσει μεγάλη περιουσία. Τον σέβονταν και τον υπολόγιζαν, όχι μόνο οι Χριστιανοί των Σερρών, αλλά και οι Τούρκοι, ακόμα και οι αξιωματούχοι, ακόμα και ο Τούρκος Πασάς των Σερρών Ισμαήλ Μπέης. Είχε τόση επιρροή στην κοινωνία των Σερρών, ώστε λένε πως, πολλές φορές, έφτανε στο σημείο να σώζει καταδικασμένους σε θάνατο, αφαιρώντας ακόμη και τη θηλιά από το λαιμό μελλοθανάτων, λίγο πριν εκτελεστούν.
Κάποτε, όμως, τα πράγματα άλλαξαν στις Σέρρες. Πέθανε ο πασάς Ισμαήλ και έγινε πασάς ο γιος του Γιουσούφ, που δεν έμοιαζε καθόλου με τον πατέρα του. Αυτός ήταν «μπαταξής» , που λένε, δεν ήταν σωστός ούτε στη διοίκηση ούτε στην προσωπική του ζωή. Μάλιστα, πήρε κάποτε ένα μεγάλο δάνειο από τον τραπεζίτη Παπά (ένα ολόκληρο εκατομμύριο γρόσια) και, όταν ήρθε η ώρα να πληρώσει, δεν πλήρωνε. Ο Παπάς όμως, όπως ήταν φυσικό, επέμενε να πάρει πίσω τα χρήματά του και πίεζε τον πασά να πληρώσει. Τότε εκείνος βρήκε έναν καλύτερο τρόπο να «εξοφλήσει» το χρέος: Έβαλε κάποιους Τούρκους να δολοφονήσουν τον Παπά. Ο Παπάς έμαθε τον δόλιο αυτό σκοπό του πασά (λένε, μάλιστα, πως το έμαθε αυτό από έναν Τούρκο, τον οποίο ο Παπάς είχε σώσει κάποτε από την κρεμάλα). Και, επειδή ήξερε πως οι Τούρκοι, ιδιαίτερα οι μεγάλοι αξιωματούχοι, μπορούσαν να κάνουν μεγάλες αδικίες, ακόμη και δολοφονίες σε βάρος των Χριστιανών, χωρίς να τιμωρούνται, για να σώσει τη ζωή του, άφησε την πολυμελή οικογένειά του στις Σέρρες (είχε 9 γιους και 3 κόρες) και έφυγε από κει κρυφά, νύχτα. Πήρε το δρόμο και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε υποκατάστημα…».
Εκεί, στην Πόλη «τον βρήκαν οι Φιλικοί. Ο Παπάς ήταν ιδανική περίπτωση ανθρώπου που έπρεπε να γίνει Φιλικός. Θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος στην οργάνωση: Ήταν πολύ καλός πατριώτης (όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια από τα πράγματα) και ήταν και αρκετά πλούσιος».
Έγινε, λοιπόν Φιλικός ο Παπάς και, όταν πλησίαζε η ώρα του ξεσηκωμού, ο ίδιος ο Υψηλάντης του ανέθεσε να αναλάβει την ευθύνη της επανάστασης στη Μακεδονία, ενώ για τα πολεμικά πράγματα προόριζε τον Ι. Φαρμάκη. Έτσι, μόλις ο Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο και μπήκε στη Μολδοβλαχία και εξέπεμψε το «Μάχου υπέρ Πατρίδος», ο Παπάς, με το πλοίο του Μεγάλου επίσης πατριώτη, Λήμνιου Χατζή Βισβίζη, στις 23 Μαρτίου του ΄21, φτάνει στο Άγ. Όρος, όπως σημειώσαμε και παραπάνω.
Εκεί, μετά την θετική υποδοχή των Αγιορειτών, και ενώ περιμένει την άφιξη του Φαρμάκη, αλλά και την θετική εξέλιξη της επανάστασης του Υψηλάντη, αρχίζει να ετοιμάζεται για πόλεμο. Έχοντας κοντά του χίλιους περίπου μοναχούς και πλήθος λαϊκών που προστρέχουν εκεί, σχηματίζει ένα αξιόλογο μάχιμο σώμα, το οποίο ωστόσο, ματαίως, αναμένει τον αρχηγό του (Φαρμάκη).
Όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως έχουν σχεδιαστεί. Ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος ο Α΄*, αντί να βοηθήσει τον αγώνα των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία, αντίθετα, αποκηρύσσει τον Υψηλάντη και όλη την οικογένειά του και επίσης επιτρέπει στην Τουρκία να μπει στη Μολδοβλαχία και να χτυπήσει τον Υψηλάντη, πράγμα που δε μπορούσε να κάνει χωρίς την άδεια του τσάρου. Έτσι η επανάσταση στη Μολδοβλαχία εξελίσσεται πολύ δυσάρεστα, για να φτάσει αργότερα, στις 6 Ιουνίου, η μεγάλη μάχη στο Ιάσιο, που έφερε την καταστροφή, ιδιαίτερα του Ιερού Λόχου και ολοσχερή αποτυχία της εκεί επανάστασης.
Εκεί, λοιπόν, στο Όρος, περιμένοντας ο Παπάς σε αμηχανία, πληροφορείται, στις 17 του Μάη, ότι στον Πολύγυρο έγινε μεγάλη και επιτυχής εξέγερση, ότι εξοντώθηκε η τοπική τουρκική φρουρά και οι Πολυγυρινοί απέκρουσαν δυο τουρκικά σώματα που επέρχονταν δρομαία και εν οργή, κατά του Πολυγύρου. Επίσης ότι και άλλα μέρη της Χαλκιδικής (Κασσάνδρα κ. α.) έχουν ξεσηκωθεί. Έτσι, αποφασίζει τελικά, να ξεκινήσει την επανάσταση, με τις ευλογίες και τη συνδρομή των μοναχών, με τον Καπετάν Χάψα κλπ. Κλπ…
Η 23η Μαρτίου 1821, 200 χρόνια από σήμερα, είναι σημαντική μέρα, όχι μόνο για τη Χαλκιδική, αλλά και για τη Μακεδονία γενικότερα.
………………………………………………………………………….
*Ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος ο Α΄ ήταν ισχυρός παράγοντας της Ιεράς Συμμαχίας και εναντίον της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά και εναντίον κάθε απελευθερωτικής εξέγερσης, άρα και της Ελληνικής. Είχε καλές σχέσεις με την Οθωμανική αυτοκρατορία, πράγμα που γνώριζε βέβαια καλά ο υπουργός του Ι. Καποδίστριας κι αυτός ήταν ένας λόγος να μην αποδεχθεί ο ίδιος την αρχηγία της Φ. Εταιρείας, η οποία του είχε προσφερθεί. Ευτυχώς ο Αλέξανδρος πέθανε τον Δεκέμβρη του 1825, και τσάρος έγινε ο αδελφός του Νικόλαος, ο οποίος, στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ήταν εντελώς αντίθετος με τον αδελφό του. Ήταν μεγάλος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, πολέμιος του Ισλάμ και υπέρ της αυτονομίας των υποτελών στην Τουρκία Βαλκανικών λαών. Πρωτοστάτησε για να πραγματοποιηθεί η Ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827), αλλά και για να υπογραφεί, το 1829, η συνθήκη αναγνώρισης της Ελληνικής Ανεξαρτησίας (1829).
………………………………………………………………………………………………………………………………………
Ένα ποίημα για τον Εμμανουήλ Παπά
Ο Εμμανουήλ Παπάς στον Αγώνα
Ήσουν στις Σέρρες άρχοντας και όλοι σε τιμούσαν
κι οι Τούρκοι και οι Χριστιανοί σε είχανε προστάτη.
Όμως ο Τούρκος ο πασάς, κακός και αιμοβόρος,
το θάνατό σου ζήτησε. Κι έφυγες για την Πόλη,
για να γλιτώσεις την οργή και τ’ άδικο του Τούρκου.
Εκεί, στην Πόλη, βρέθηκες μαζί με πατριώτες,
στην Εταιρεία Φιλικών, που ετοίμαζαν αγώνα,
για της Πατρίδας την τιμή και την ελευθερία.
Γίνηκες μέγας Φιλικός κι όλα για την Πατρίδα
τα διάθεσες απλόχερα, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Πλήθος εφόδια φόρτωσες στο πλοίο του Βισβίζη
και στ’ Άγιον Όρος έφτασες, εκεί να οργανώσεις
αγώνα κατά της Τουρκιάς, για λεύτερη πατρίδα.
Με αγωνία περίμενες νέα του Υψηλάντη,
π’ όμως δεν έφτασαν ποτέ. Και, ξαφνικά, μια φλόγα
άναψε στον Πολύγυρο, στις 17 του Μάη.
Η φλόγα γίνηκε φωτιά, γίνηκ’ αστροπελέκι,
πήρε φωτιά η Χαλκιδική, γέμισ’ επαναστάτες.
Κι εσύ, μπροστά, ξεκίνησες με Χάψα και Δουμπιώτη
και μ’ άλλους τόσους αρχηγούς και πλήθος πατριώτες.
Οι Τούρκοι θορυβήθηκαν και στείλανε χιλιάδες,
στείλαν Γιουσούφ και Μπαϊράμ, μ’ αμέτρητα ασκέρια.
Κι έπεσε στα Βασιλικά ο Χάψας, σα Λεωνίδας,
κάψαν οι Τούρκοι τα χωριά, τον τόπο μας ρημάξαν.
Μπροστά στο πλήθος των Τουρκών, κλείστηκες στην Ποτίδια
κι αγώνα μέγα αρχίνησες, τους Τούρκους να κρατήσεις.
Σου λείψαν οι βοήθειες, δυσκόλεψ’ ο αγώνας
κι έφτασε κι ο Λουμπούτ πασάς με αμέτρητο ασκέρι.
Με ηρωισμό πολέμησαν οι λίγοι αγωνιστές σου
και τον Λουμπούτ απόκρουσαν. Μα, τέλος, δεν αντέξαν
και πέσανε ηρωϊκά και πνίγηκαν στο γαίμα.
Έπεσε η Χαλκιδική, έπεσε η Κασσάντρα,
ριμάχτηκεν ο τόπος μας, κάηκαν τα χωριά μας.
Χιλιάδες πατριώτες μας σφάχτηκαν και χαθήκανκ
κι εσύ, θλιμμένος, έφυγες προς Νότια Ελλάδα,
όπως και άλλοι φύγανε, πολλοί Χαλκιδικιώτες.
Όμως η θλίψη είναι βαριά, αβάσταχτος ο πόνος,
που ο αγώνας χάθηκε και σβήσαν οι ελπίδες.
Ήσουν αγνός και τίμιος, μεγάλος πατριώτης
κι ένιωθες θλίψη απέραντη που χάθηκ’ ο αγώνας.
Η ευγενική σου η καρδιά δεν άντεξε στη θλίψη
και στο ταξίδι ράγισε και σβήστηκε η ζωή σου.
Στην Ύδρα σε τιμήσανε σαν ήρωα κι ηγέτη
και η Ιστορία σ’ έγραψε στης δόξας τα βιβλία…
(Γ. Ζωγραφάκης –στο βιλίο του «Σαν Παραμύθι 2, σελ. 191-192)
ΟΙ ΠΡΩΤΕΡΓΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Ο Ρήγας Φεραίος,
Γράφει ο Γιώργος Ι. Ζωγραφάκης
Για τη συνειδητοποίηση και προετοιμασία του υπόδουλου Ελληνισμού, εκτός της Φιλ. Εταιρείας, σπουδαίο ρόλο έπαιξαν και διάφορα σημαντικά πρόσωπα, από τα σπουδαιότερα των οποίων ήταν ασφαλώς ο Ρήγας Βελενστινλής ή όπως έμεινε πλέον γνωστός, ο Ρήγας Φεραίος. Ήταν πρόδρομος και πρωτεργάτης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και η όλη δράση του τον τοποθετεί υψηλά στα πρόσωπα που ώθησαν τον ελληνισμό προς τη μεγάλη εξέγερση του 1821.
Η ζωή του
Ο Φεραίος γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο της Θεσσαλίας, γι αυτό και ο ίδιος προτιμούσε το επώνυμο Βελεστινλής, ωστόσο επικράτησε, ιδιαίτερα μετά το πρόωρο θάνατό του, το επώνυμο Φεραίος, που του αποδόθηκε κυρίως από τους λογίους της εποχής του, επειδή το Βελεστίνο ονομαζόταν στην αρχαιότητα Φέραι.
Μετά τις στοιχειώδεις σπουδές του στο Βελεστίνο (από ιερέα) και στη Ζαγορά του Πηλίου στη συνέχεια, συνέχισε σπουδές στα ονομαστά Αμπελάκια και, τελειώνοντας, γύρισε στο Πήλιο και έγινε δάσκαλος στο χωριό Κισσός. Όμως, στα 20 χρόνια του, επειδή τον έβρισε ένας Τούρκος πρόκριτος, γιατί ο Ρήγας δεν τον προσκύνησε καθώς αυτός περνούσε έφιππος, ο επαναστατικός Ρήγας τον σκότωσε, οπότε έφυγε μακριά και, μετά το Άγιον Όρος, κατέληξε, το 1785, στην Κων/λη, όπου εντάχτηκε στον κύκλο των Φαναριωτών, ενώ συνέχισε εκεί τις σπουδές του. Τρία χρόνια αργότερα βρίσκεται στη Μολδοβλαχία όπου εργάζεται ως υπάλληλος, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να γράφει βιβλία, ενώ αργότερα πηγαίνει στη Βιέννη, για να τυπώσει τα τρία πρώτα βιβλία του (δεν αναφέρουμε τους τίτλους). Όμως ως κορυφαίο έργο του, το οποίο γράφει και τυπώνει στη συνέχεια, θεωρείται το «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας», μέσα στο οποίο περιείχε α) Τον γνωστό «Θούριο», β) Μια επαναστατική προκήρυξη, γ) Τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως τα διατύπωναν οι Γάλλοι Διαφωτιστές και δ) Το Σύνταγμα.
Το πολιτικό όραμα του Ρήγα ήταν η δημιουργία μιας πολυεθνικής βαλκανικής επικράτειας, που θα ήταν απαλλαγμένη από τα χαρακτηριστικά της Οθωμανικής κυριαρχίας, και στην οποία οι Έλληνες θα είχαν κυρίαρχη θέση. Για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου, προσπάθησε να εξεγείρει όλους τους υπόδουλους στους Οθωμανούς λαούς της Βαλκανικής εναντίον του κοινού τυράννου. Αυτό φαίνεται από όλο το έργο του, ιδιαίτερα από τη μεγάλη Χάρτα του, αλλά και τον Θούριο κλπ. Μάλιστα, σχεδίαζε να πετύχει συνάντηση με τον Ναπολέοντα –ο οποίος ήδη κυριαρχούσε στην Ευρώπη -, για να ζητήσει τη βοήθειά του, ουσιαστικά για να τον στρέψει εναντίον του δυνάστη της Βαλκανικής, της Τουρκίας, τον πρόλαβε όμως ο πρόωρος θάνατός του από τους Τούρκους.
Ο θάνατός του
Στις 8 Δεκεμβρίου 1797 συνελήφθη από τους Αυστριακούς στην Τεργέστη, σε ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει με τον Χρ. Περραιβό. Μετά τις εκεί ανακρίσεις τον έστειλαν στη Βιέννη, όπου, μαζί με συνεργάτες του που συνέλαβαν εν τω μεταξύ, οι Αυστριακοί τον παρέδωσαν, μαζί με 7 συνεργάτες του, στους Τούρκους του Βελιγραδίου. Οι Τούρκοι τους φυλάκισαν σε φρούριο –φυλακή δίπλα στον Δούναβη και, στις 12 Ιουνίου 1798, χωρίς δικαστήρια και χρονοβόρες ανακρίσεις, ύστερα από τα συνήθη βασανιστήρια, τους απαγχόνισαν όλους, και έριξαν τα πτώματα τους στον σκοτεινό Δούναβη. Έτσι ο Ρήγας, 45 μόλις χρονών και διαπρύσιος κήρυκας της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, έφυγε από τη ζωή, έμεινε όμως το έργο του μέχρι σήμερα να διεγείρει και να συγκινεί τα πατριωτικά και ανθρωπιστικά μας αισθήματα.
Η Χάρτα και ο Θούριός του
Η Χ ά ρ τ α
Τις ιδέες του για μια βαλκανική συμμαχία, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, αποτύπωσε ο Ρήγας στην περίφημη χάρτα του. Ήταν ένας τεράστιος χάρτης, 2,04Χ2,04, ο οποίος περιλάμβανε τη Βαλκανική, από την Κρήτη ως τον Δούναβη και από το Ιόνιο και Αδριατικό πέλαγος ως την Ιωνία και μεγάλο μέρος της Μ. Ασίας. Ο όλος χάρτης τυπώθηκε σε 12 φύλλα, 70Χ50 το καθένα, τα οποία, κατάλληλα τοποθετημένα, σχημάτιζαν τον τελικό χάρτη, ο οποίος, εκτός από χάρτης περιλάμβανε πολλές παραστάσεις, ονόματα και χρονολογίες, όλα από την ελληνική αρχαιότητα ως τις ημέρες του Ρήγα. Η Χάρτα από μόνη της εκφράζει τις απόψεις και τα οράματα του δημιουργού της. Τυπώθηκε και ξανατυπώθηκε πολλές φορές, από τότε μέχρι σήμερα.
Ο Θ ο ύ ρ ι ο ς
Ο Θούριος, σημειώσαμε ότι περιλαμβανόταν στο μεγάλο έργο του «Νέα Πολιτική Διοίκησις…». Είναι ένα μακρύ ποίημα, γραμμένο με την ψυχή και το αίσθημα, απλό για να γίνεται εύκολα κατανοητό, και απομνημονευόταν εύκολα και πολύς κόσμος το ήξερε απέξω, τουλάχιστον επιλεκτικά ορισμένες στροφές του. Παράλληλα επιδεχόταν εύκολα μελοποίηση, ο ίδιος μάλιστα ο Ρήγας το τραγουδούσε και συνάρπαζε τους ακροατές του. Εκτός από τον ίδιο το τραγουδούσαν και πολλοί άλλοι, εντός και εκτός της σκλαβωμένης Ελλάδας. Χαρακτηρίστηκε «το ιερότερο άσμα της φυλής μας»:
Θ ο ύ ρ ι ο ς (επιλογή)
Ως πότε, παλικάρια, να ζώμεν στα στενά,
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά.
να φεύγουμε απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά,
να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς.
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνους σκλαβιά και φυλακή…
Τι σ’ ωφελεί να ζήσεις και είσαι στη σκλαβιά,
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ΄ ώραν στη φωτιά.
Ανδρείοι καπετάνιοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, απ’ άδικο σπαθί.
Οι νόμοι νάν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός
και της πατρίδος ένας να γίνει αρχηγός.
Ω, βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων να μην ελθώ ποτά.
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γενήτε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός είν’ της πατρίδος ν’ ακούστε τη λαλιά.
(Ο)πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά
έτσι και μεις, αδέλφια, ν’ αρπάξουμε για μια,
τ’ άρματα και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά.
………………………………..
Τρίτη 19 Μαρτίου 2019
ΑΠΟ ΤΟ Ο Λ Ο Κ Α Υ Τ Ω Μ Α των Εβραίων
Διάβασα πρόσφατα -όχι τυχαία πάντως - το βιβλίο του ΛΕΟΝ ΣΑΛΤΙΕΛ "ΜΗ ΜΕ ΞΑΧΑΣΕΤΕ" και έφριξα, όπως κάθε φορά φρίττει κανείς διαβάζοντας κάποιες λεπτομέρειες από το φρικτό αυτό έγκλημα σε βάρος της ανθρωπότητας. Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει επιστολές μητέρων, εγκλωβισμένων στην κατοχική Θεσσαλονίκη, προς τα παιδιά τους που έχουν φυγαδευτεί στην Αθήνα για να γλιτώσουν από τους διωγμούς, οι οποίοι αρχίζουν από το τέλος του 1942 με αρχές 1943, και κορυφώνονται Μάρτιο -Απρίλιο του '43, με τις αλλεπάλληλες αποστολές Εβραίων, κάθε ηλικίας και φύλου, σε συνθήκες χειρότερες από ζώα, στο Άουσβιτς κυρίως. Καταχωρώ παρακάτω τις δυο τελευταίες επιστολές -από τις συνολικά 30 που δημοσιεύονται -της μάνας Σαρίνας προς τον γιο της Μωρίς:
ΕΙΚΟΣΤΗ ΕΝΑΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ (17 ΜΑΡΤΊΟΥ 1943)
Αγαπημένο μου παιδί,
Σου γράφω αυτές τις γραμμές με τα μάτια γεμάτα δάκρυα και την καρδιά παγωμένη από τον τρόμο.
Είναι πάνω από 2 μήνες που αντέχουμε μια αγωνία που αργά και προοδευτικά μεγαλώνει, δουλειά έμπειρου σαδιστή. Δε μπορώ να σου περιγράψω αυτή την περίοδο χωρίς να σε κάνω να υποφέρεις. Εδώ και 2 χρόνια δεν κάνω άλλο από το να μετακομίζω και με όλη την αγωνία του να γνωρίζω κάθε στιγμή πως δεν υπάρχει αποκούμπι. Ωστόσο έκανα υπομονή αφού τουλάχιστον μέναμε στην πατρίδα μας.
Αυτή την τελευταία φορά μας συγκέντρωσαν όλους μέσα στο γκέτο. Πλαγιάζουμε το βράδυ με το φόβο μιας νέας διαταγής που μας περιμένει την επομένη.
Μας απαγόρευσαν αρχικά να μένουμε έξω μετά τις 5 η ώρα, έπειτα απαγόρευσαν την έξοδο από το γκέτο, κλείσιμο των μαγαζιών, καταγραφή όλων των αγαθών, της περιουσίας, ακόμα και του σκύλου και της κότας. Αυτό το δηλητήριο το καταπίναμε λίγο λίγο και παρ' όλα αυτά υποτασσόμασταν σιωπηλά σαν υποζύγια.
Τώρα το χειρότερο είναι ο εκτοπισμός. Το αίμα μας παγώνει κάθε στιγμή, η καρδιά μας χτυπάει να σπάσει, πρέπει να εγκαταλείψουμε τα πάντα, πατρίδα, γονείς, να αποχωριστούμε ο ένας τον άλλο, φίλους και αγαθά, και να φύγουμε με μόνο ένα σάκο στην πλάτη. Δεν έχουμε δικαίωμα να πάρουμε ούτε βαλίτσα.
Η πρώτη αμαξοστοιχία έφυγε ήδη, προς ποιον προορισμό; το αγνοούμε. Η δεύτερη θα φύγει σήμερα. Την ημέρα της αναχώρησης οι άνθρωποι ξετρελαμένοι καίνε έγγραφα, χρήματα, σπάζουν τα έπιπλά τους με κραυγές θανάσιμα πληγωμένων θηρίων, έπειτα εγκαταλείποντας τους καρπούς της δουλειάς τους φεύγουν στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες μέσα σε βαγόνια για ζώα και να τους αντιμετωπίζουν με λιγότερο σεβασμό από αυτά.
Αυτό λοιπόν μας περιμένει σήμερα ή αύριο. Δίνουμε τα πάντα σε κάθε φτωχό εργάτη που έρχεται, στον έναν παπούτσια, στον άλλον ρούχα, σε άλλον χρήματα, γιατί τίποτε δεν μας ανήκει πλέον.
Η θεία είναι έτοιμη να γεννήσει. Πού θα γεννήσει η άμοιρη; Τουλάχιστον αν φύγουμε με το ίδιο κομβόι, θα μπορούσα να τη βοηθήσω.
Έχουμε αποχωριστεί από τον παππού, τη γιαγιά, τον θείο και την θεία. Όταν σκέφτομαι αυτούς τους γέροντες που δεν έχουν κανένα από τα παιδιά τους να τους βοηθήσει αυτές τις δύσκολες στιγμές, σηκώνονται τα μαλλιά της κεφαλής μου.
Σε αυτή τη δύσκολη περίοδο βρήκα στον φίλο σου περισσότερο από έναν γιο. Δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεπληρώσω αυτό που έκανε για μας. Αν ο Θεός μου δώσει την ευτυχία να επιστρέψω μια μέρα, θα είμαι γι' αυτόν μια μητέρα. Θα τον βοηθήσω να σπουδάσει. Αν όμως η ευτυχία αυτή δεν μου δοθεί, σ' εσένα παιδί μου αναθέτω αυτό το χρέος. Θα ζήσεις μαζί του και με τον άλλο φίλο που είναι κοντά σου σαν αδέλφια. Οι γονείς του τελευταίου έκαναν επίσης πολλά για μας. Θα τους είμαι ευγνώμων. Θα βρεις κοντά τους και κοντά στον φίλο σου ό,τι θα σου χρειαστεί. Τους το έχω ζητήσει αυτό.
Δεν ξέρω τι με περιμένει αύριο τα χαράματα. Αν μας εκτοπίσουν θα είμαι δυνατή, να αντέξω όλες τις ταλαιπωρίες, μόνο για να έχω την ευτυχία να σε ξαναδώ μια μέρα. Μέσα στις δύσκολες στιγμές η μορφή σου θα μου δίνει την δύναμη, θα λέω "όχι, να μην αφήσουμε να μας αποτελειώσουν. Θα 'ρθει μια μέρα που το λατρεμένο μου παιδί θα μας ξαναζεστάνει με την τρυφερότητά του και θα με κάνει να ξεχάσω αυτόν τον εφιάλτη". Να είσαι κι εσύ δυνατός. Ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει. Μπορεί να κάνει ένα θαύμα απ' την μια στιγμή στην άλλη. Είναι τόσες ψυχές που τον ικετεύουν.
Ψάχνω να βρω στη συνείδησή μου τι κακό έχω κάνει για να υποφέρω έτσι, σου ορκίζομαι αγαπημένο μου παιδί πως δεν βρίσκω κάτι. Ήμουν πάντοτε καλή και γενναιόδωρη προς όλους. Τις τελευταίες μέρες είχα την απόδειξη, από τις 7 το πρωί το σπίτι κατακλύζεται από τους φίλους και καθένας θέλει να με βοηθήσει, όμως δεν μπορούν να κάνουν τίποτε, εκτός από το να μας δίνουν δύναμη με την τρυφερότητά τους. Αυτό ανεβάζει, το λιγότερο, το ηθικό όταν ξέρεις ότι σε αγαπούν.
Σε αντίθεση, υπάρχουν άλλοι που όπως τα αρπακτικά πουλιά έρχονται να καταβροχθίσουν με μάτια λαίμαργα, οτιδήποτε αφήσουμε και δεν μπορούσε να τους ανήκει. Παριστάνουν τους μελιστάλαχτους φίλους, όμως θα ήθελαν με νύχια αρπακτικών να αρπάξουν τα ματωμένα κατάλοιπα της πληγωμένης καρδιάς μας και των εγκαταλειμμένων αγαθών μας.
Ο μπαμπάς δεν ξέρει τι να κάνει, πάει κι έρχεται χωρίς να μπορεί να με βοηθήσει σε τίποτε. Εγώ πρέπει να σκεφτώ τα πάντα. Είναι σα να έχω ένα παιδί, κι έτσι του φέρομαι. Μακάρι ο Θεός να μου δίνει τη δύναμη για δύο, ώστε να έχεις την ευτυχία να τον ξαναδείς.
Σου στέλνω την ευχή του μαζί με τη δική μου. Ο Θεός να σε προστατεύει πάντα. Να είσαι καλός με όλους και γενναιόδωρος. Φυλάξου από τους υποκριτές, γιατί αυτοί κρύβουν πάντα ιδιοτελείς σκέψεις.
Να αγαπάς τα ξαδέλφια σου σαν αδέλφια, καμιά διχόνοια να μην σας χωρίσει. Ευχαρίστησε εκ μέρους μου όλους τους φίλους που έχεις εκεί, όπως και τους συγγενείς μας.
Σ' αφήνω, αγαπημένο μου παιδί, σ' αγκαλιάζω και παρακαλώ το Θεό να κάνει ένα θαύμα μέχρι αύριο, για να σου γράψω άλλο ένα γράμμα, χαρούμενο, ευλογώντας ακόμη και τους εχθρούς μας.
Ο μπαμπάς σε φιλά γλυκά. Σε γεμίζω τρυφερά φιλιά.
Η φίλη σου, η αγαπημένη σου, η μαμά σου.
(Ωστόσο, ακολουθεί μια ακόμη, σύντομη επιστολή, με ημερομηνία 21 Μαρτίου. Γράφει: Αγαπημένο μου παιδί, τι μπορώ να σου πω εκτός από το ότι ψυχορραγούμε σιγά σιγά. Τρεις αποστολές έχουν ήδη φύγει με όλες τις αφάνταστες ταλαιπωρίες, χωρίς χρήματα, χωρίς τίποτε, μόνο με ένα σάκο στην πλάτη. Εμείς που είμαστε ακόμη εδώ πεθαίνουμε κάθε στιγμή από τη μεγάλη αγωνία. Δοκιμάσαμε τα πάντα αλλά δεν καταφέραμε τίποτε. Ίσως αυτό είναι το τελευταίο γράμμα που σου γράφω. -Να έχεις την ευχή μου. Ο Θεός να σε φυλάει... Σ' αφήνω, λατρεμένο μου παιδί, σε φιλώ τρυφερά, το ίδιο και ο αγαπημένος σου μπαμπάς. - Η καρδιά μου ξεσκίζεται - Σαρίνα)
Πράγματι, δεν υπήρξε άλλη επιστολή. Ο επιμελητής του βιβλίου μας πληροφορεί ότι: " ...εκτοπίστηκαν με την 4η αποστολή στις 23 Μαρτίου 1943 και έφτασαν στο Άουσβιτς μετά από πέντε ημέρες. Ο πατέρας ήταν άρρωστος και τον έστειλαν αμέσως (όχι στο ...νοσοκομείο, αλλά) στους θαλάμους αερίων. Κανείς από την οικογένεια δεν γύρισε πίσω"
Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς; Απλά, ότι ο άνθρωπος, οι άνθρωποι, συχνά ξεπερνούν τα θηρία σε αγριότητα και ειδεχθή εγκληματικότητα, για να πραγματοποιεί τέτοια εγκλήματα, όπως το φρικτό ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ. Όμως, και σήμερα, όσοι τα επιδοκιμάζουν -δυστυχώς υπάρχουν και τέτοιοι-, ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΙ ΑΠ' ΑΥΤΟΥΣ!
Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019
Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)