Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021
Ο Ξωπατέρας –το τραγούδι του
Ο Ιωάσαφ Ξωπατέρας, κατά κόσμον Ιωάννης Μαρκάκης, είχε γεννηθεί το 1788 στον εγκαταλειμμένο σήμερα οικισμό Μανουσανά των Αστερουσίων. Ήταν από τους πλέον ανυπότακτους επαναστάτες της Μεσαράς. Επικεφαλής λίγων συνήθως συντρόφων, πολεμούσε μαζί με τον Κόρακα, τον Μαλικούτη, τους Κουρμούληδες, τον Μαστραχά, τον Ρωμάνο, τον Τσακίρη κ. ά., πιο συχνά πάντως αγωνιζόταν μόνος του ή με λίγους συντρόφους.
Έγινε μοναχός, με το όνομα Ιωάσαφ, στη γνωστή και σήμερα Μονή της Οδηγήτριας, όπου, κατά μία εκδοχή, απόκτησε παιδί εκτός γάμου. Ως μοναχός σκότωσε κάποτε έναν γενίτσαρο, και πιεζόμενος ο Μητροπολίτης Ηρακλείου τον αποσχημάτισε. Έτσι πήρε το όνομα Ξέπαπας ή Ξωπατέρας, με το οποίο έμεινε στην ιστορία.
Τον Φεβρουάριο του 1828 ξέσπασαν νέες επαναστατικές κινήσεις στην Κρήτη και οι Τούρκοι στέλνουν στη Μεσαρά ισχυρό στρατιωτικό σώμα από 800 άνδρες, αποβλέποντας να εξοντώσουν τους μεσαρίτες επαναστάτες, αλλά κυρίως αυτόν τον ανυπότακτο «Ντελή Παπά», τον τρελόπαπα δηλαδή, που δεν τους άφηνε σε ησυχία. Ο Ξωπατέρας αποφάσισε να αμυνθεί στον γνωστό πύργο που είχε χτίσει ο ίδιος στη Μονή, παρά τις συμβουλές των άλλων οπλαρχηγών να μην κλειστεί στον πύργο γιατί αυτό θα ήταν αυτοκτονία. Όμως, ας αφήσουμε τη λαϊκή μούσα να μας διηγηθεί όλη την ιστορία και το ηρωικό όσο και δραματικό τέλος του:
Το τραγούδι του Ξωπατέρα
Κάθε πρωί με το δροσό, π’ ανοίγει το λουλούδι,
αφουκραστείτε να σας πω λυπητερό τραγούδι.
Πουλιά μην κελαηδήσετε Σαββάτο και Δευτέρα,
γιατί τονε σκοτώσανε προχτές τον Ξωπατέρα.
Ούτε στην Κρήτη ’κούστηκε, μήτε στην Εγγλιτέρα*
να πολεμήσει μια Τουρκιά, ωσάν τον Ξωπατέρα.
Σαν ήθελε να κατεβεί στο Τοπαλτί μια ν-ώρα,
μικρή μεγάλη την Τουρκιά τη μάντριζε στη Χώρα*.
Μια ταχυνή κατέβηκε με το γδυμνό μαχαίρι,
εφτά αγάδων κεφαλές επήρεν εις το χέρι.
Τσι κεφαλές ντως ήκοψε, στον ήλιο τσι ξαπλώνει
και η Τουρκιά ως τ’ άκουσε, περίσσα ξαγριώνει.
Το μεσημέρι κάνανε ντελόγο το τερτίπι*
για να σκοτώσουν τον παπά, να ξεμπερδέσει η Κρήτη.
Εγράψανέ ντου οι Χρισθιανοί, μηνού ντου και ξεστίχου,
όλ’ η Τουρκιά ’ρχεται για σε, μόνο, παπά, διαρμίσου.
Δεν το ’χω πως εκίνησε όλη η Τουρκιά για μένα,
μόνο διαλέξα τον καιρό που ’χω λαβή* στη χέρα.
Ο Μαλικούτης αρχηγός του διπλοπαραγγέλνει,
για το Θεό, αξάδερφε, στον πύργο μην ξωμένεις.
Για το Θεό, αξάδερφε, στον πύργο μην πλανάσαι
για θα σε κλείσει η Τουρκιά και θα παραπονάσαι.
Εγώ, στ’ όνομα του Θεού, και με τση Παναγίας,
στον πύργο μέσα θα κλειστώ, ορντού* δεν έχω χρεία.
Μηνά ντου ο Μεραμέτ Αλής*, προδώσου Ξωπατέρα,
γιατί ’φταξε το τέλος σου κι η γιάσκημή σου μέρα.
Πάλι του ξαναμίλησε, προδώσου Ξωπατέρα,
γιατί θα να ’ναι αύριο η γιάσκημή σου μέρα.
Δεν προσκυνώ, μωρέ σκυλιά, μόνο θα πολεμήσω,
ίσως μαντάτο να μου ρθεί να σασε διαγουμίσω.
Δεν προσκυνώ, μωρέ σκυλιά, καλά θα νταγιαντήσω,
τον Κόρακα ’νημένω γω να σασε διαγουμίσω.
Ανέ πεινάτε κι ήρθετε να σασε μαγερέψω,
πάλι κι αν θέλετε καυγά, κορμιά θα μακελέψω.
Δεν ήρθαμε για το φαΐ και για τα μαγεργιά σου,
μα ’ρθαμε σήμερο, παπά, να δούμε την αντρειά σου.
Τούρκοι κολλούνε στον πηλό κι ο Ξώπαπας στο κρέας,
καλά το λόγιασ’ η Τουρκιά πως δεν πομένει ένας.
Αυτός εκόλλα στον πηλό κι οι Τούρκοι στα σμαγδάλια,
Θε μου, μη ρίχνεις Χρισθιανό σε τούτανά τα χάλια.
Γιατί ο περίφημος παπάς στον πύργο πολεμάται,
αυτός που κάνει την Τουρκιά και πάντα τον φοβάται.
Του πύργου δώσανε φωθιά και ’νοίξαν τα θεμέλια,
που τον εθεμελιώνανε σε τέσσερα καστέλια.
Στη μέση ντως γυρούντησε πάλι με το μαχαίρι,
έναν αγά επλάκωσε, την κεφαλή τού παίρνει.
Ντελόγο τηνε κάρφωσε πάνω στο μπαϊράκι
και τηνε θώργιεν η Τουρκιά κι ήπινε το φαρμάκι.
Ίντα να κάμω του καιρού, που σύραν τα ποτάμνια,
μα όλοι ’θελα βρωμέσετε ’ς τσ’ Οδήτριας τα πλάγια.
Μα αμέτε, ’δα, μπουρμάδες* μου, κάμετε το τουά σας,
πάρετε τσι γυναίκες σας κι αμέτε στα χωργιά σας.
΄Εκαμα μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες,
σαν τα τραγιά τσι μάντριζα και τσι ’βανα στσι μάντρες.
Αυτή δεν είναι αντρειά, μονό ναι πουτανάτο,
σήμερα ένας Ξωπαπάς σάς ήκαμ’ άνω κάτω.
Δεν είναι τούτη αντρειά, μονό ’ναι πουστουλούκι,
να πολεμούνε έναν παπά εφτά χιλιάδες Τούρκοι.
Εχόρτασα τη χέρα μου κι έφρανα το κορμί μου,
έλα και συ, Σελίν αγά, κόψε την κεφαλή μου.
Όσοι Χριστό πιστεύουμε και τονε προσκυνούμε,
λιβάνι να του βάνουμε και να του συχωρούμε.
………………………………………………………………………
Εγγλιτέρα: η Αγγλία – Χώρα: Το Μεγάλο Κάστρο, το Ηράκλειο – τερτίπι: πολεμικό τέχνασμα, ξεσήκωμα – λαβή: λαβωματιά – ορντού: στράτευμα – Μεραμέτ Αλής: ονομαστός αγάς από την Αληθινή – μπουρμάδες: εξωμότες, προδότες
(Το παραπάνω «Τραγούδι του Ξωματέρα» περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Κρητικά Τραγούδια στον ‘Έρωτα, στη Ζωή, στη Λευτεριά», σελ. 98-100. Αλλού το βρίσκουμε με κάποιες παραλλαγές ή και άλλα τραγούδια για τον Ξωπατέρα)
Ο Αγριολίδης ή Αγριαλής
Μεγαλογενίτσαρος της Μεσαράς. Είχε γεννηθεί στον Άι Γιάννη της Μεσαράς και εξελίχθηκε σε διοικητή των γενιτσάρων του Ηρακλείου και σε μεγάλο διώκτη των Χριστιανών, υπερηφανευόταν μάλιστα ότι είχε σφάξει με το χέρι του αμέτρητους Χριστιανούς. Οι αγριότητες και τα εγκλήματα του Αγριολίδη δεν είχαν τέλος και, το 1811, εκεί στον Άι Γιάννη, ο ονομαστός χαίνης Δημ. Λόγιος ή Βαρούχας προσπάθησε να τον εξοντώσει, χωρίς όμως επιτυχία, έχασε μάλιστα τη ζωή του στην προσπάθειά του αυτή.
Το 1828, μετά το δραματικό χαμό του Ξωπατέρα τον Φεβρουάριο, οι Μεσαρίτες οπλαρχηγοί (Κόρακας, Μαλικούτης κ.ά.), αποφάσισαν να εκδικηθούν τον θάνατό του, σκοτώνοντας τον δυνάστη του τόπου Αγριολίδη. Παραμονές, λοιπόν, του 15αύγουστου του 1828, έχοντας την πληροφορία ότι ο Αγριολίδης θα πήγαινε από το χωριό του στο Ηράκλειο, για το γάμο του γιου του Μουσταφά, του έστησαν ενέδρα στα Καπαριανά –δίπλα στις Μοίρες- και εξόντωσαν τον Αγριολίδη και τους συνοδούς του, έστειλαν δε το ακέφαλο σώμα του στο Ηράκλειο. Αυτό εξόργισε τους Τούρκους του Κάστρου, οι οποίοι έκλεισαν τις πόρτες των τειχών και, μέσα σε τρεις ώρες, κατέσφαξαν όποιον Χριστιανό εύρισκαν, μέσα κι έξω από τα σπίτια τους. Συνολικά 750 – 800 νεκροί γέμισαν τους δρόμους και τα σπίτια, οι οποίοι έμειναν δυο μέρες άταφοι, για να τους ρίξουν μετά σε πηγάδια και χαντάκια.
Η σφαγή αυτή, μια από τις χειρότερες που έζησε το Μεγάλο Κάστρο, έμεινε στην ιστορία ως ο «αρμπεντές (σφαγή) του Αγριολίδη». Οι σφαγές συνεχίστηκαν σε δυο μέρες στο Ρέθυμνο και σταμάτησαν μόνο ύστερα από παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου