Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

  2 Νοεμβρίου 1912:
  επίσημη απελευθέρωση της Χαλκιδικής
                                                                                                Γράφει ο Γιώργος Ζωγραφάκης 
  
  Η επίσημη απελευθέρωση της Χαλκιδικής και η ένταξή της στο τότε Ελληνικό Βασίλειο, ήταν ένα μικρό επεισόδιο από το μεγαλούργημα των Βαλκανικών Πολέμων. Πραγματοποιήθηκε στον Πολύγυρο, στις 2 Νοεμβρίου 1912, όταν ο Ταγματάρχης Γεώργιος Κολοκοτρώνης, Δ/τής του 1ου Ανεξάρτητου Τάγματος Κρητών, υπέγραψε και εξέδωσε την παρακάτω Προκήρυξη:

                                         Π ρ ο κ ή ρ υ ξ η
  Προς άπαντας τους κατοίκους των χωρίων και κωμοπόλεων Χαλκιδικής και
                                     Αγίου Όρους
  Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄, καθιστώ υμίν γνωστόν ότι άπαντα τα καταληφθέντα μέρη υπό του Ελληνικού Στρατού, αδιακρίτως εθνότητος και θρησκεύματος, υπάγονται εφεξής υπό τους Ελληνικούς Νόμους, κατά τους οποίους θέλουσιν απολαμβάνει ισονομίας και προστασίας τιμής, ζωής και περιουσίας.
  Οι Μουχτάρηδες θέλουσιν εκτελεί τα καθήκοντα των Δημάρχων μέχρι ενεργείας των εκλογών, αφού προηγουμένως ομόσωσι τον νενομισμένον όρκον εις τον συνταγματικόν Βασιλέα των Ελλήνων.
                                                     
                                                                Εν Πολυγύρω τη 2α Νοεμβρίου 1912
                                                              Ο Στρατιωτικός Διοικητής Χαλκιδικής
                                                              Γεώργιος Κολοκοτρώνης, Ταγματάρχης

  Ήταν μια ουσιαστικής σημασίας επίσημη πράξη του επίσημου εκπροσώπου του ελληνικού στρατού, η οποία νομιμοποιούσε την κατάληψη εχθρικού μέχρι τότε  εδάφους, το οποίο ωστόσο ήταν μέρος των  αλύτρωτων εδαφών, που η Ελλάδα θεωρούσε ότι είναι ελληνικά και για τα οποία είχαν γίνει, επίσημα και ανεπίσημα, σκληροί αγώνες: Εκτός από τις επαναστάσεις του 1821, του1854 και του 1878, εκτός από τον ατυχή πόλεμο του 1897, είχε προηγηθεί ο σκληρός όσο και ηρωικός Μακεδονικός Αγώνας, όχι τόσο για να εκδιωχθεί ο από αιώνων δυνάστης, η Τουρκία, όσο για να αντιμετωπισθεί ο περισσότερο επικίνδυνος εχθρός, η Βουλγαρία, που με προπαγάνδα αλλά και με όπλα και τρομοκρατία, προσπαθούσε, αρχομένου του 20ού αιώνα, να εμφανίσει τη Μακεδονία και Θράκη ως περιοχές κατοικούμενες από πληθυσμούς βουλγαρικούς, για να τις υφαρπάσει εν καιρώ.
  Όλα  τα γεγονότα, των τελευταίων επαναστάσεων και του Μακεδονικού Αγώνα, γίνονται παράλληλα και αλληλοεπηρεάζονται από τις εξελίξεις του Κρητικού Ζητήματος, των αλλεπάλληλων δηλαδή επαναστάσεων της Κρήτης, που προσπαθούσε, χωρίς καμιά διάθεση υποχώρησης, να διώξει από την ελληνική μεγαλόνησο τον Τούρκο κατακτητή. Όταν όμως, μετά το 1897, αποχώρησε οριστικά ο τουρκικός στρατός από την Κρήτη και προέκυψε η Αυτόνομη Κρητική Πολιτεία, η επίσημη Ελλάδα απέκτησε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, ενώ οι περισσότεροι ένοπλοι επαναστάτες της Κρήτης έσπευσαν στη Μακεδονία, όταν οι εθνικές ανάγκες για ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα το επέβαλλαν.
  Αυτά όλα είχαν προηγηθεί, όταν στην ελεύθερη Ελλάδα έγινε μια σημαντική πολιτική αλλαγή: Τον Αύγουστο του 1909, ένα κίνημα κατώτερων αξιωματικών του ελληνικού στρατού, επέβαλε κυβερνητική αλλαγή, ανασύνταξη των ενόπλων δυνάμεων, και, το πιο αποφασιστικό, μετακάλεσε από την Κρήτη τον μεγάλο πολιτικό και επαναστάτη Ελευθέριο Βενιζέλο και τον κατέστησε –με εκλογές- κυβερνήτη της Ελλάδας. Και είναι ευτύχημα ότι, στους  Βαλκανικούς Πολέμους που με βεβαιότητα αναμένονταν στη Βαλκανική, στο τιμόνι της Ελλάδας βρέθηκε ο κατάλληλος κυβερνήτης, που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Όπως είναι και ευτύχημα ότι, στο τιμόνι του ελληνικού στρατού ο Βενιζέλος τοποθέτησε τον τότε Διάδοχο και από τον Μάρτιο του 1913 Βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος αποδείχθηκε άξιος ηγέτης του στρατεύματος. Σημαντικός ήταν επίσης ο ρόλος του Αρχηγού του Στόλου Π. Κουντουριώτη, ο οποίος ορκίστηκε επί του θρυλικού «Αβέρωφ», λίγο πριν αναχωρήσει ο στόλος, τον οποίο οδήγησε σε αλλεπάλληλες νίκες και τον κατέστησε κυρίαρχο του Αιγαίου, συντελώντας έτσι αποφασιστικά στην οριστική ήττα της Τουρκίας.
  Έτσι, αφού με ενέργειες των υπευθύνων του Στρατιωτικού Συνδέσμου και στη συνέχεια του Βενιζέλου, αναδιοργανώθηκαν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, και παρ’ όλον ότι η Ελλάδα επιθυμούσε την έκρηξη του πολέμου για την άνοιξη του 1913 –για να ολοκληρώσει την ανασύνταξη ιδιαίτερα του Ναυτικού- η Ελλάδα ήταν έτοιμη, το φθινόπωρο του 1912, για να μετάσχει, μαζί με τις άλλες βαλκανικές δυνάμεις, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο, στον κατά της Τουρκίας απελευθερωτικό πόλεμο. Το κρίσιμο θέμα ήταν η συμμαχία με τη Βουλγαρία, η οποία επιβουλευόταν τη Μακεδονία και Θράκη –είχε μάλιστα υπογράψει κρυφή συμφωνία διανομής των εδαφών αυτών με τη Σερβία-, ωστόσο η συμμαχία έγινε, περισσότερο κάτω από την αλαζονική υστερόβουλη σκέψη της Βουλγαρίας ότι με τον, όντως πανίσχυρο στρατό της, θα επέβαλε, μετά την εκδίωξη των Τούρκων, την υπέρ αυτής διανομή των μακεδονικών εδαφών, ιδιαίτερα δε της Θεσσαλονίκης ή τουλάχιστον της Καβάλας και εκείθεν. Βέβαια, τα γεγονότα τη διέψευσαν, κι αυτό χάρις στον ηρωισμό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και στην ικανότητα των ηγητόρων της χώρας.

  Έτσι φτάσαμε στις αρχές Οκτωβρίου του 1912, όταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι εξερράγησαν ως αλυσιδωτή αντίδραση. Ήταν αδύνατο στην Τουρκία, όσο και αν ήταν ακόμη μια αυτοκρατορία, έστω και «ασθενής», να αντιμετωπίσει τους Βαλκάνιους, οι οποίοι πραγματοποιούσαν έναν αποφασιστικό απελευθερωτικό πόλεμο. Από την πλευρά της Ελλάδας, ο ελληνικός στρατός, αφού νίκησε τις τουρκικές δυνάμεις στην Ελασσόνα, κατέλαβε μετά σκληρόν αγώνα το «άπαρτο» Σαραντάπορο, νίκησε στα Σέρβια, συνέτριψε την τελευταία αντίσταση των Τούρκων στα Γιαννιτσά, και έφτασε και κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, λίγες μόνο ώρες πριν φτάσει εκεί και την καταλάβει ο βουλγαρικός στρατός.
  Έτσι η Θεσσαλονίκη, σύμβολο του Μακεδονικού Ελληνισμού, υποδεχόταν τον ελευθερωτή ελληνικό στρατό, και άρχιζε η υλοποίηση των ελληνικών απελευθερωτικών ονείρων. Κατά σύμπτωση μάλιστα, το πρώτο τάγμα που μπήκε, στις δυτικές παρυφές της πόλης, το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ήταν το 1ο Ανεξάρτητο Τάγμα Κρητών, το οποίο, κατά σύμπτωση επίσης, ήταν το τάγμα του ελληνικού στρατού που η VIIη Μεραρχία έστειλε να καταλάβει τη Χαλκιδική, στην επείγουσα προσπάθεια του στρατού να καταλάβει όσο μεγαλύτερο μέρος της πέραν της Θεσσαλονίκης ενδοχώρας, αφού και οι Βούλγαροι, όπως ήταν φυσικό, έκαναν κάτι ανάλογο. Όμως, το Τάγμα Κρητών –το οποίο διοικούσε ο Γεώργιος Κολοκοτρώνης, γιος του Πάνου Κολοκοτρώνη και εγγονός του στρατηλάτη του ’21 Θεόδωρου- είχε άμεσο και επείγοντα προορισμό να καταλάβει, μαζί με τη Χαλκιδική και το Άγιον Όρος, το οποίο ενείχε σπουδαίο συμβολισμό, ως κέντρο της Ορθοδοξίας, και ήταν επίσης από τους πρώτους στόχους της Βουλγαρίας, ιδιαίτερα μετά την απώλεια του μεγάλου στόχου της, αυτού της κατάληψης της Θεσσαλονίκης. Αυτό φαίνεται και από την εντολή του Γενικού Αρχηγείου, προς τον δ/τή της VIIης Μεραρχίας υποστράτηγο Καλάρη: «Η κατάληψις της Χαλκιδικής, ούσα εκ των πρώτων μελημάτων του Τμήματος Στρατιάς, θ’ ανατεθή εις εν τάγμα της VIIης Μεραρχίας. Τούτο, μεταβαίνον εις Πολύγυρον, θα εγκαταστήση εκεί την έδραν αυτού και έναν Ουλαμόν εις το Άγιον Όρος. Εκ Πολυγύρου το Τάγμα, θα σημειώση την ελληνικήν κατοχήν επί της Χαλκιδικής. Την αναχώρησιν των ως άνω τμημάτων θα διατάξητε αμέσως από αύριον.
                                                                Θεσσαλονίκη, 29-10-1912, Κωνσταντίνος».     
  Μετά τη διαταγή αυτή του Γ. Αρχηγείου, ακολουθεί ανάλογη διαταγή του Μεράρχου προς τον δ/τή του Τάγματος Κρητών Γ. Κολοκοτρώνη, με ημερομηνία 30-10-12. Το Τάγμα αναχωρεί λίαν πρωί της 31ης Οκτωβρίου και το βράδυ φτάνει στα Βασιλικά, όπου διανυκτερεύει, ενώ το βράδυ της 1ης Νοεμβρίου διανυκτερεύει στη Γαλάτιστα. Παντού το υποδέχονται οι κάτοικοι με ενθουσιασμό, γίνονται δοξολογίες, ενώ στα Βασιλικά φτάνοντας, το υποδέχεται και παρουσιάζει …όπλα(!) τμήμα Προσκόπων*, οι οποίοι έχουν από πριν ουσιαστικά διώξει από τη Χαλκιδική τους Τούρκους στρατιώτες και λοιπούς ενόπλους. Στις 2 Νοεμβρίου, από την περιοχή του Αγ. Προδρόμου, το Τάγμα χωρίζεται από έναν Ουλαμό, ο οποίος, υπό τον ανθυπολοχαγό Ι. Αλεξάκη**, σπεύδει προς Άγιον Όρος. Το βράδυ ο Ουλαμός φτάνει στην Αρναία, όπου του γίνεται παλλαϊκή υποδοχή και την επομένη διανυκτερεύει στην Ιερισσό, όπου  το πρωί της 4ης Νοεμβρίου, εν πορεία, πληροφορείται ότι το Όρος ήδη, από τις 2 Νοεμβρίου, έχει καταληφθεί από αγήματα του Πολεμικού μας Ναυτικού και έτσι επιστρέφει στον Πολύγυρο. Εν τω μεταξύ, από τις 2 Νοεμβρίου, το υπόλοιπο Τάγμα έχει φτάσει στον Πολύγυρο, όπου ο Γ. Κολοκοτρώνης εκδίδει την απελευθερωτική Προκήρυξη που αναφέραμε.
  Το Τάγμα Κρητών παρέμεινε στον Πολύγυρο ως τα μέσα Δεκεμβρίου –αφού διένειμε τμήματά του σε διάφορα σημεία της Χαλκιδικής- και στη συνέχεια μετέφερε την έδρα του σε διάφορα σημεία κοντά στη Θεσσαλονίκη, ανάλογα με τις στρατιωτικές ανάγκες και εν όψει του μετά βεβαιότητος αναμενόμενου πολέμου με τη Βουλγαρία. Αργότερα το Τάγμα αυτό παίρνει μέρος και μεγαλουργεί, στις μάχες του Λαχανά, του Σιδηροκάστρου και τέλος στις προ της Τζουμαγιάς ηρωικές όσο και φονικές αλλά νικηφόρες μάχες, στις οποίες έχασε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του: Έμεινε με 50! μάχιμους άνδρες, ενώ ο Κολοκοτρώνης σκοτώθηκε στην Τζουμαγιά και οι λοχαγοί του Ζητουνιάτης, Λυμπέρης, και Παπαδόπουλος σκοτώθηκαν επίσης, ενώ ο άλλος λοχαγός Αλεξάνδρου –όπως και ο ανθυπολοχαγός Αλεξάκης- τραυματίστηκαν βαριά, αλλά επέζησαν. Το Τάγμα χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα ηρωικότερα του ελληνικού στρατού.

  Έτσι λοιπόν, ζούμε σήμερα τα εκατοντάχρονα από την απελευθέρωση της Χαλκιδικής, επέτειο ιδιαίτερης σημασίας, καθώς στις 2 Νοεμβρίου 1912 μπήκαν τα θεμέλια του ελεύθερου βίου του τόπου μας, πάνω στα οποία χτίστηκε η σύγχρονη Χαλκιδική, αυτό το ξεχωριστό στολίδι στον εθνικό κορμό της Ελλάδας.

  * Οι Πρόσκοποι ήταν ένοπλοι αντάρτες, συχνά οδηγούμενοι από μόνιμους αξ/κούς του ελληνικού στρατού, οι οποίοι, με την έναρξη του κατά της Τουρκίας πολέμου ή και λίγο πριν, εισέδυσαν στην ακόμη τουρκοκρατούμενη Μακεδονία –στη Χαλκιδική, αλλά και σε άλλες περιοχές- και με επιθέσεις εξουδετέρωναν τις τουρκικές  φρουρές και ουσιαστικά απελευθέρωναν τις περιοχές, διευκολύνοντας έτσι το έργο του επερχόμενου ελληνικού στρατού.
  Στη Χαλκιδική, στις ανατολικές ακτές της, αποβιβάστηκε, από τις 5 Οκτωβρίου, σώμα υπό τον Αγιομαμίτη(;) ανθυπολοχαγό Βασ. Παπακώστα, και τον επίσης ανθυπολοχαγό Γεώργ. Γαλανόπουλο, αποτελούμενο από 40 περίπου άνδρες και το οποίο ενισχύθηκε από πολλούς ντόπιους ενόπλους, ειδικά από όσους φυγοδικούσαν, αφού δεν είχαν προσέλθει στην τουρκική επιστράτευση. Έτσι σχηματίστηκαν 4 σώματα ανταρτών, τα οποία διεσπάρησαν προς διάφορες κατευθύνσεις, συγκρουόμενα με τουρκικές φρουρές, οι άνδρες των οποίων συγκεντρώθηκαν τελικά στον Πολύγυρο. Η σπουδαιότερη σύγκρουση έγινε στον Άγιο Πρόδρομο, με μεγάλη επιτυχία των Ελλήνων.  Και από τον Πολύγυρο τελικά, φοβούμενοι οι Τούρκοι έφοδο των δήθεν χιλιάδων ενόπλων ανταρτών, με παρότρυνση και βοήθεια του Ειρηναίου, έφυγαν ομαδόν στις 22 Οκτωβρίου και την επομένη οι Πρόσκοποι μπήκαν θριαμβευτικά στον Πολύγυρο, ο οποίος ήδη  ελεύθερος υποδέχτηκε τον ελληνικό στρατό στις 2 Νοεμβρίου.
  ** Είναι ευτύχημα ότι ο τότε νεαρός ανθυπολοχαγός Ι. Σ. Αλεξάκης –μετέπειτα αντιστράτηγος, με πλούσια δράση σε πολλά μέτωπα- κρατώντας λεπτομερείς σημειώσεις, έγραψε αργότερα ένα δίτομο έργο με τίτλο «ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ – ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ 1912 -13 ΚΑΙ ΤΟ 1Ο ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΤΑΓΜΑ ΚΡΗΤΩΝ (ΤΑΜΑ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ)», το οποίο είναι πολύτιμο ντοκουμέντο για τα γεγονότα της εποχής αυτής.
  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου