Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Ομιλία στην Αρναία -1 Νοεμβρίου 2009

  Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΝΑΙΑΣ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ  - ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ Δ. ΚΥΡΟΥ:
 «Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΝΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΟΡ. ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΖΥΓΟ (1912) ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ
                                                           ΖΩΗΣ».

  Θέλω, πριν απ’ όλα, να εκφράσω τη χαρά μου για την πρόταση που μου έγινε να παρουσιάσω σήμερα το βιβλίο του φίλου Δημήτρη Κύρου « Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΝΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΟΡ. ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΖΥΓΟ (1912) ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΖΩΗΣ», και μαζί να μιλήσω για την απελευθέρωση της Αρναίας αλλά και ολόκληρης της Χαλκιδικής, πράγμα που έτσι ή αλλιώς θα γινόταν, αφού το περιεχόμενο του βιβλίου διαπραγματεύεται αυτό ακριβώς το θέμα: την απελευθέρωση δηλαδή της Βόρειας αλλά και ολόκληρης της Χαλκιδικής.
  Βέβαια, για να μιλήσει κανείς για την απελευθέρωση της Χαλκιδικής και της  Αρναίας, και της ενσωμάτωσής τους στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, πρέπει να ξεκινήσει από πολύ πριν, όχι μόνο από τις επαναστάσεις του 1854 και του 1878 και από τον Μακεδονικόν Αγώνα, αλλά η αναφορά πρέπει να φτάσει ακόμα πιο πίσω, στη συμμετοχή δηλαδή του τόπου μας στη μεγάλη ελληνική επανάσταση του 1821, που σωστά έχει ονομαστεί Επανάσταση της Χαλκιδικής. Πρέπει, εν ολίγοις, να τονιστεί ότι τότε οι Χαλκιδικιώτες πήραν στους ώμους τους έναν ξεσηκωμό που κράτησε κοντά έξι μήνες, που είχε μεγάλες επιτυχίες και απασχόλησε μεγάλες τουρκικές δυνάμεις, στερώντας τις από τα μέτωπα συγκρούσεων της Ν. Ελλάδας, και παράλληλα παρέσχε πολύ μεγάλες θυσίες, για τις οποίες μιλούν εύγλωττα, τόσο το πολύ γνωστό κείμενο του Μπαϊράμ πασά ότι «δεν θα λαλήσει πλέον αλέκτωρ σ’ αυτό τον τόπο», όσο και τελικά ο χαρακτηρισμός «Χαλασμός», τον οποίο έδωσε ο λαός και η ιστορία στην ηρωική άμυνα και στη θυσία των επαναστατημένων Χαλκιδικιωτών στην Ποτίδαια, στο τέλος του Οκτώβρη του ’21. Μετά τα γεγονότα αυτά, και παρά τον αυθάδη λόγο του Μπαϊράμ ότι δεν θα λαλήσει πλέον αλέκτωρ στη Χαλκιδική, οι παππούδες αυτού του τόπου ξεσηκώθηκαν και πάλι στα 1854, στη γνωστή επανάσταση του Τσάμη Καρατάσου, που δεν είχε ωστόσο αίσιο τέλος, και ο τόπος πλήρωσε και πάλι τη συμμετοχή του με πολλά θύματα, με πιο χαρακτηριστικά τη σφαγή των προκρίτων του Πολυγύρου, στις 22 Απριλίου 1854. Και ακόμη ότι, όχι πολλά χρόνια αργότερα, στα 1878, υπήρξε έντονη προετοιμασία του λαού της Χαλκιδικής, για να ενωθεί και να αγωνιστεί μαζί με επαναστατικά σώματα που αναμένονταν στη Χαλκιδική, σ’ αυτό τον καινούργιο ξεσηκωμό και που όμως, αυτά τα επαναστατικά σώματα δεν αποβιβάστηκαν τελικά στη Χαλκιδική αλλά στην Πιερία και γι αυτό το 1878 ονομάστηκε «η επανάσταση που τελικά δεν έγινε».                                                                                                                                                                                             
  Αυτές οι επαναστατικές κινήσεις κατέδειξαν κάτι που ήταν βέβαια αυτονόητο: Ότι οι Χαλκιδικιώτες, όπως και όλοι οι αλύτρωτοι Έλληνες, λαχταρούσαν να έρθει η ώρα της απελευθέρωσης, η ευλογημένη ώρα που ένας κατακτητής πέντε αιώνων θα έφευγε από τα ιερά ελληνικά χώματα και οι σκλαβωμένες περιοχές θα γίνονταν μέρος του ελεύθερου ελληνικού κράτους, το οποίο έτσι θα γινόταν πολύ μεγαλύτερο και θα έφευγε από τα ασφυκτικά όρια της Μελούνας, για να απλωθεί στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στη Θράκη, στο Αιγαίο, αλλά και στη Β. Ήπειρο και αλλού -πράγμα που δεν έγινε τελικά δυνατό. Αυτή η λαχτάρα των Χαλκιδικιωτών για την απελευθέρωση, πήρε μια νέα μορφή, με την ενεργό συμμετοχή πολλών απ’ αυτούς στον σκληρό Μακεδονικό Αγώνα όταν, μετά τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, οι επιδιώξεις της Βουλγαρίας να απλωθεί στη Μακεδονία και τη Θράκη, έπαιρναν σάρκα και οστά. Και μπορεί η συνθήκη αυτή, -αποτέλεσμα της πρωτοφανούς εύνοιας των Ρώσων προς τους Βουλγάρους, στο πνεύμα του καινοφανούς τότε Πανσλαβισμού- να μην ίσχυσε ποτέ, αφού ανατράπηκε από τη συνθήκη του Βερολίνου που ακολούθησε, ωστόσο δημιούργησε ένα πρωτοφανές κλίμα εθνικών διεκδικήσεων για τους Βουλγάρους, οι οποίοι επιδόθηκαν σ’ έναν σκληρόν αγώνα επιβολής στους χώρους της Μακεδονίας, εν όψει τής, με όποιον τρόπο, εκδίωξης των Τούρκων από τη Β. Ελλάδα. Και στη Χαλκιδική, λοιπόν, παρ’ όλον  ότι εδώ δεν υπήρξαν συγκρούσεις με βουλγαρικά αντάρτικα σώματα, τους περιβόητους Κομιτατζήδες, πολλοί συμπατριώτες μας πρωτοστάτησαν, είτε ως απλοί Μακεδονομάχοι, είτε ως επικεφαλής σωμάτων, σε πολλά μέρη της Μακεδονίας. Απ’ αυτούς ξεχωρίζουν ο Αθανάσιος Μινόπουλος από τη Βαρβάρα, ο Γιάννης Παρλιάρης από τον Ταξιάρχη, ο Γιώργης Γιαγκλής από την Ιερισσό, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος, αν και ήταν πολύ νέος και είχε έρθει στη Χαλκιδική το 1907, περίοδο όμως κατά την οποία ο Μακεδονικός Αγώνας βρισκόταν στη μεγαλύτερή του έξαρση.
 
  Σε τέτοια λοιπόν ετοιμότητα βρισκόταν ο λαός της Χαλκιδικής ο οποίος, όπως και όλοι οι Έλληνες άλλωστε, είχε αναθαρρήσει μετά την επιτυχή επανάσταση του 1909 και την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Ελλάδα, κατάσταση η οποία απέβαλε το αίσθημα απαισιοδοξίας και ταπείνωσης, το οποίο είχε καταλάβει τους Έλληνες μετά τον ανεπιτυχή πόλεμο του 1897. Οι Έλληνες, και εδώ και οπουδήποτε αλλού, ένιωθαν ιδιαίτερη ικανοποίηση, καθώς παρακολουθούσαν την ανασυγκρότηση της χώρας, την αναδιοργάνωση και επανεξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων και γενικά την ισχυροποίηση της Ελλάδας, κάτω από τη διακυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου, ώστε η πατρίδα μας να καταστεί πράγματι «σεβαστή εις τους φίλους της και τρομερά εις τους εχθρούς της».
  Αυτό το αίσθημα επιβεβαιώθηκε όταν, στις 5 Οκτωβρίου 1912, άρχισε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, αφού είχε προηγηθεί μια χαλαρή συμμαχία μεταξύ των Βαλκανικών χωρών Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου. Ο ελληνικός στρατός, σε μια εξαιρετική προέλαση, συνέτριψε την τουρκική αντίσταση στην Ελασσόνα, στο  Σαραντάπορο, και προχώρησε ραγδαία προς Σέρβια, Κοζάνη, Βέροια, Νάουσα, Έδεσσα, Κατερίνη, συνέτριψε ύστερα από σκληρόν αγώνα την ισχυρή γραμμή άμυνας στα Γιαννιτσά και –ύστερα από τηλεγραφική παρέμβαση του πρωθυπουργού και υπουργού Στρατιωτικών Ελ. Βενιζέλου προς τον αρχιστράτηγο Διάδοχο Κων/νο- ο ελληνικός στρατός μπήκε θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη, αφού,  ανήμερα της μεγάλης γιορτής του πολιούχου της Αγ. Δημητρίου, στις 26 Οκτωβρίου 1912, είχε παραδοθεί η πόλη στον ελληνικό στρατό. Η επιτακτική παρέμβαση του Βενιζέλου στον Κων/νο προήλθε από τη βάσιμη πληροφορία ότι μια βουλγαρική μεραρχία όδευε ταχέως προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία επιδίωκε να καταλάβει για λογαριασμό της Βουλγαρίας, εφ’ όσον μάλιστα η πρόσκαιρη συμμαχία Ελλάδας –Βουλγαρίας εναντίον της Τουρκίας, δεν πρόβλεπε διανομή των κατακτούμενων εδαφών. Έτσι ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε και κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, επέτρεψε δε σε μικρή δύναμη του βουλγαρικού στρατού, που έφτασε οκτώ ώρες αργότερα, να μπει στην πόλη για ανάπαυση, όμως εισήλθε στην Θεσ/νίκη, λάθρα, μια ολόκληρη βουλγαρική μεραρχία, η οποία εκδιώχτηκε αργότερα δια των όπλων. Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη ότι ο Έλληνας βασιλιάς Γεώργιος ακολουθούσε τον ελληνικό στρατό στη νικηφόρα πορεία του και τέλος εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε μέχρι την απίστευτη δολοφονία του στις 5 Μαρτίου 1913.
  Ο αρχιστράτηγος Κων/νος, μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, προχώρησε σε κατάληψη της ενδοχώρας και εγκατάσταση του ελληνικού κράτους. Και ένα μέρος της ενδοχώρας ήταν βέβαια η Χαλκιδική. Για τη Χαλκιδική δόθηκε μια προτεραιότητα, γιατί μέρος της χερσονήσου αποτελεί το Άγιον Όρος, προς το οποίο οι Βούλγαροι είχαν κατακτητικές βλέψεις, λόγω της ιδιαίτερης ακτινοβολίας του γενικότερα στην Ορθοδοξία, και με την πρόφαση της ύπαρξης εκεί βουλγάρικης Μονής. Έτσι, στις  30 Οκτωβρίου 1912,  αποφασίζεται να κατευθυνθεί προς τη Χαλκιδική ένα τάγμα για να την καταλάβει και να την απελευθερώσει.

  Όμως η Χαλκιδική ήταν πλέον ελεύθερη από δυο περίπου βδομάδες πριν. Και την ελευθερία τής πρόσφεραν οι λεγόμενοι Πρόσκοποι, που ήταν μικρά επαναστατικά σώματα, που αποβιβάστηκαν στις ακτές της και προχώρησαν σε κατάλυση των τουρκικών αρχών. Δεν ήταν βέβαια το μεγάλο και οργανωμένο σώμα του Τσάμη Καρατάσου, ήταν ωστόσο αξιόλογες και αποφασισμένες ομάδες, υπό την ηγεσία Ελλήνων αξιωματικών. Αυτούς τους αντάρτες τούς δεχόταν και τους ενίσχυε με όπλα και εφόδια το επίσημο ελληνικό κράτος σε όλο το μήκος του μετώπου.  Η πρώτη και πιο σημαντική ομάδα εδώ ήταν αυτή του Βασιλείου  Παπακώστα, η οποία, στις 5 Οκτωβρίου –ταυτόχρονα δηλαδή με την έναρξη των εχθροπραξιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας-, αποβιβάστηκε κοντά στην Ολυμπιάδα και προχώρησε προς το εσωτερικό της Χαλκιδικής, φτάνοντας στο χωριό Βαρβάρα. Ήρθε σε επαφή με τον Μητροπολίτη Ιερισσού Σωκράτη, ενώ τις τάξεις του σώματός του πύκνωναν πολλοί ντόπιοι αγωνιστές, ιδιαίτερα όσοι βρίσκονταν φυγόστρατοι στα βουνά, για να αποφύγουν τη επιστράτευση που είχαν κάνει οι Τούρκοι εν όψει του πολέμου. Αυτό το φαινόμενο, της αυτομόλησης δηλαδή Ελλήνων που είχαν επιστρατεύσει οι Τούρκοι, παρατηρήθηκε σε πολλές περιπτώσεις στις συγκρούσεις ελληνικού και τουρκικού στρατού. Η δύναμη λοιπόν των Προσκόπων του Παπακώστα αυξήθηκε πολύ και έτσι χωρίστηκε σε μικρότερες ομάδες και προχώρησε σε εκδίωξη των Τούρκων από πολλά χωριά, ιδιαίτερα της βόρειας Χαλκιδικής ώστε σύντομα, μέχρι τα μέσα του μήνα Οκτώβρη, είχαν απαλλαγεί από την τουρκική κατοχή τα περισσότερα χωριά, όπως η Ιερισσός, ο Μαχαλάς (Στάγειρα), η Στρατονίκη, η Βαρβάρα, η Μ. Παναγία, το Νεοχώρι και το Παλιοχώρι, η Λόκοβη και βέβαια η Λιαρίγκοβη (Αρναία).
  Οι Τούρκοι, τόσο στον Πολύγυρο όσο και περισσότερο στη Θεσσαλονίκη, προσπάθησαν να αντιδράσουν κατά των Προσκόπων, στέλνοντας μικρή δύναμη, η οποία όμως αντιμετωπίστηκε επιτυχώς, με σοβαρές απώλειες των Τούρκων, στον Άγ. Πρόδρομο και σε άλλα επίκαιρα σημεία, από τα όλο και ισχυρότερα σώματα των Προσκόπων. Έτσι, για λόγους ασφάλειας –και αφού βέβαια έφταναν συνέχεια νέα από το πολεμικό μέτωπο για τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού- ο Τούρκος διοικητής Χαλκιδικής συγκέντρωσε τους Τούρκους ενόπλους αλλά και τους υπαλλήλους του στον Πολύγυρο, προσπαθώντας να βρει τρόπο να διαφύγει στη Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτή την προσπάθεια και για να απαλλαγεί η Χαλκιδική μια ώρα αρχύτερα από την τουρκική παρουσία, τον βοήθησε ο Μητροπολίτης Ειρηναίος. Με τις συμβουλές του, παρουσιάζονταν στον Τούρκο διοικητή διάφοροι κτηνοτρόφοι και άλλοι άνθρωποι της υπαίθρου και κατάγγελναν, δήθεν αγανακτισμένοι, ότι τα βουνά είναι γεμάτα αντάρτες που τους αρπάζουν τρόφιμα κλπ, χαρακτηριστικά μάλιστα έλεγαν ότι «κάθε κλαδί κι αντάρτης», πράγμα που ενέτεινε τον πανικό των Τούρκων, που δεν αισθάνονταν πλέον καθόλου ασφαλείς ούτε μέσα στον Πολύγυρο. Έτσι ο Τούρκος διοικητής δέχτηκε με ανακούφιση την πρόταση του Ειρηναίου να χρησιμοποιήσει 200 μουλάρια που του πρόσφερε, να πάρει τους Τούρκους, ένοπλους και πολίτες και να φύγει προς τη Θεσσαλονίκη, από τα νότια του Πολυγύρου, στις 22 Οκτωβρίου 1912, συνόδεψε μάλιστα επί μακρόν ο Ειρηναίος το καραβάνι των Τούρκων, δήθεν για ασφάλεια, στην πραγματικότητα βέβαια για να απαλλαγεί η Χαλκιδική μια ώρα αρχύτερα και μάλιστα αναίμακτα από την τουρκική κατοχή, που είχε διαρκέσει 482 ολόκληρα χρόνια!  Έτσι, νωρίτερα η βόρεια Χαλκιδική και, στη συνέχεια ο υπόλοιπος νομός και η πρωτεύουσά του, είναι πλέον απαλλαγμένη από τον κατακτητή και αναμένει τη θετική για την Ελλάδα συνέχεια του ελληνοτουρκικού πολέμου και την έλευση και στη Χαλκιδική τμήματος του ελληνικού στρατού, ως επίσημη παρουσία του ελληνικού κράτους και εδώ.

  Ας συνδεθούμε λοιπόν και πάλι με το σημείο, όπου σημειώναμε ότι ο ελληνικός στρατός προχωρούσε σε κατάληψη και της ενδοχώρας της Μακεδονίας, εκεί όπου δεν είχαν φτάσει ακόμη οι Βούλγαροι, οι οποίοι, χωρίς σοβαρή αντίσταση, είχαν καταλάβει τη Θράκη και προχωρούσαν προς τα δυτικά, χωρίς ωστόσο να προφτάσουν να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη, όπως είπαμε παραπάνω. Και, σχετικά με τη Χαλκιδική, αποφασίστηκε να σταλεί εδώ ένα τάγμα, το ονομαστό 1ο Ανεξάρτητο Τάγμα Κρητών, με διοικητή τον Γεώργιο Κολοκοτρώνη, εγγονό του πολέμαρχου του ’21 Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πρώην εθελοντή αγωνιστή στην επανάσταση του 1897 στην Κρήτη και Μακεδονονομάχο στη Μακεδονία. Το τάγμα αυτό αποσπάστηκε από το 1ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών, -το υπόλοιπο του οποίου μεταφέρθηκε δια θαλάσσης στην Ήπειρο-, και υπήχθη στην 7η Μεραρχία. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η Κρήτη δεν είχε ακόμη ενωθεί με την Ελλάδα (αυτό έγινε ένα χρόνο αργότερα) και ζούσε υπό το καθεστώς της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, ωστόσο επιστρατεύτηκε εθελοντικά, ταυτόχρονα με την υπόλοιπη Ελλάδα και έστειλε ισχυρή δύναμη ενόπλων στα μέτωπα του πολέμου.
    Στις 30 Οκτωβρίου 1912, λοιπόν, ο δ/τής της  7ης Μεραρχίας Σωτίλης εκδίδει διαταγή προς το Τάγμα: «…το υφ’ υμάς τάγμα να αναχωρήσει αμέσως ίνα μεταβεί εις Πολύγυρον, ένθα να εγκαταστήσει την έδραν αυτού και έναν ουλαμόν εις Άγιον Όρος. Εκ Πολυγύρου το Τάγμα, διαθέτον αναλόγως της ανάγκης και των περιστάσεων την δύναμιν αυτού, θα σημειώσει την ελληνικήν κατοχήν επί της Χαλκιδικής…». Είπαμε βέβαια ότι, για τη Χαλκιδική υπήρχε ένας εισέτι σοβαρός λόγος, που αφορούσε την κατάληψη του Αγ. Όρους, προς το οποίο προσπαθούσαν να φτάσουν οι Βούλγαροι, από την περιοχή της Νιγρίτας και υπήρχε πάντα η περίπτωση να συναντηθούν τα προχωρημένα τμήματα του ελληνικού με αντίστοιχα τμήματα του προσωρινού σύμμαχου βουλγαρικού στρατού. Γι’ αυτό μία παράγραφος της δ/γής προς το τάγμα Κρητών αναφέρει: «Κατά τας ανωτέρω οριζομένας ενεργείας του Τάγματος, πιθανόν να επέλθωσι προστριβαί προς συμμαχικά ημών στρατεύματα. Η φιλική, αλλά και ευσταθής προς ταύτα συμπεριφορά, δέον να χρησιμεύσει ως βάσις κατά τας μετ’ αυτών συνεννοήσεις του δ/τού του Τάγματος…».   
  Σε εκτέλεση της διαταγής αυτής, ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη το Τάγμα Κρητών στις 31 Οκτώβρη και το βράδυ διανυκτερεύει στα Βασιλικά. Όμως, πριν το παρακολουθήσουμε στην πορεία του προς τη Χαλκιδική, θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη αλλά απαραίτητη αναφορά σ’ έναν νεαρό ανθυπολοχαγό του ο οποίος, όχι μόνο είναι επικεφαλής του ουλαμού που σπεύδει προς το Άγιον Όρος, αλλά είναι και ο βασικός πληροφοριοδότης μας σχετικά με όσα διαδραματίστηκαν αυτές τις ιστορικές μέρες στον τόπο μας. Πρόκειται για τον Ιωάννη Αλεξάκη, που είχε γεννηθεί το 1886, στο χωριό Έξω Ποτάμοι Λασιθίου και ήταν διμοιρίτης στον 1ο λόχο του Τάγματος, ορίστηκε δε επικεφαλής του ουλαμού των δύο διμοιριών, που συγκροτήθηκε για να φτάσει στο Όρος. Αυτός ο ανθυπολοχαγός είχε την πολύτιμη συνήθεια να καταγράφει όλα όσα συνέβαιναν στο Τάγμα και ιδιαίτερα στον συγκεκριμένο ουλαμό, μαζί με αξιόλογες πληροφορίες τόσο για τα μέρη που περνούσε το Τάγμα, όσο και για πολεμικά γεγονότα που σημειώνονταν σε άλλα μέτωπα του πολέμου. Αυτές τις σημειώσεις τις επεξεργάστηκε αργότερα και έγραψε ένα αξιόλογο και πολύτιμο 2τομο έργο, με τίτλο «ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ». Είχα την τύχη να τον γνωρίσω για λίγο περαστικός στο τότε μοναδικό Δημοτικό σχολείο Πολυγύρου (εκεί που είναι σήμερα το Δημαρχείο), κάπου στα 1970 τόσο, όταν σεμνά και χωρίς έπαρση, περνούσε από τα σχολεία και μοίραζε το βιβλίο αυτό, όπως θα έκανε ασφαλώς και στα εδώ σχολεία. Αυτό το έργο του Αλεξάκη είναι η βασική πηγή μας  για να αντλήσουμε πληροφορίες για τα γεγονότα και τις συνθήκες της εποχής αυτής. Όταν, πριν λίγα χρόνια, προσπάθησα να βρω κάποιο αντίτυπο, ατύχησα, αφού δεν είχε ούτε η κόρη του στο Ηράκλειο και αναγκάστηκα να φωτοτυπήσω πάνω από 1000 (Χ2) σελίδες. Κάποιος φορέας θα ήταν χρήσιμο να δει την περίπτωση επανέκδοσής του ή τουλάχιστον μέρους αυτού του πολύτιμου ντοκουμέντου, ιδιαίτερα εν όψει των εκδηλώσεων για τα εκατοντάχρονα από την απελευθέρωση, το 2012. Να πω ακόμη ότι στο έργο του αυτό –αλλά και σε άλλα έργα του- ο Αλεξάκης, που έφτασε ως το βαθμό του Αντιστρατήγου, σημειώνει με επιμέλεια γεωγραφικά, ιστορικά και κοινωνικά στοιχεία των περιοχών που αναφέρεται, ενώ αξιόλογες είναι και οι αναφορές του στα φυσικά τοπία, όπως, παράδειγμα, περιγράφει τις ομορφιές του Χολομώντα –ποιος, άλλωστε, μπορεί να βρεθεί στον Χολομώντα, ιδιαίτερα το φθινόπωρο ή την άνοιξη και να μη μείνει εκστατικός από τη φυσική ομορφιά του. Καταπληκτική είναι επίσης η περιγραφή που κάνει από την κορυφή του Χορτιάτη, την οποία αξίζει τον κόπο να διαβάσει κανείς. Όμως τον στρατηγό Αλεξάκη τον ξέρει πολύ καλά η Αρναία, η οποία τον έχει τιμήσει ιδιαίτερα.

  Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν την πορεία του ουλαμού που κατευθύνεται στο Άγ. Όρος: Φεύγει πρωί, 1 Νοεμβρίου, σαν σήμερα δηλαδή, μαζί με το υπόλοιπο τάγμα, από τα Βασιλικά, και το βράδυ διανυκτερεύει στη Γαλάτιστα, όπου ο λαός υποδέχεται θερμά το τάγμα. Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου ο ουλαμός του Αλεξάκη αποσπάται από το τάγμα και οδεύει προς τον Χολομώντα, ενώ το υπόλοιπο τάγμα οδεύει προς τον Πολύγυρο. Από τον Άγ. Πρόδρομο (Ρεσιτνίκια) ο διοικητής Γ. Κολοκοτρώνης στέλνει αναφορά στη Μεραρχία του όπου, μεταξύ άλλων σημειώνει: «…απόψε έσομαι εις Πολύγυρον, απέστειλα δε μίαν διμοιρίαν εις Λιαρίγκοβην, μετά των σχετικών προκηρύξεων…Τέλος, εντεύθεν αποστέλλω εις Άγιον Όρος ένα Ουλαμόν…». Αυτές οι προκηρύξεις είχαν γραφεί από τον Κολοκοτρώνη και ανακοινώνονταν σε όλα τα μέρη που έφτανε και καταλάμβανε το Τάγμα, όπως πχ στον Πολύγυρο, όπου ο Κολοκοτρώνης έφτασε το απόγευμα της 2 Νοεμβρίου και έλεγαν:
  «Προς άπαντας τους κατοίκους των χωρίων και κωμοπόλεων Χαλκιδικής και Αγ. Όρους.
  Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ καθιστώ υμίν γνωστόν ότι άπαντα τα καταληφθέντα μέρη υπό του Ελληνικού Στρατού, αδιακρίτως εθνότητος και θρησκεύματος, υπάγονται εις το εξής εις τους ελληνικούς νόμους, κατά τους οποίους θέλουσιν απολαμβάνει ισονομίας και προστασίας τιμής, ζωής και περιουσίας.
  Οι Μουχτάρηδες θέλουσιν εκτελεί τα καθήκοντα των Δημάρχων μέχρις ενεργείας των εκλογών, αφού προηγουμένως ομόσωσι τον νενομισμένον όρκον εις τον Συνταγματικόν Βασιλέα των Ελλήνων.
                 Ο Στρατιωτικός Διοικητής Χαλκιδικής – Γ. Κολοκοτρώνης, Ταγματάρχης».
  Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε εδώ ότι, την ίδια μέρα, στο Άγιον Όρος αποβιβάζονται αγήματα από ισχυρή μοίρα του ελληνικού Στόλου και καταλαμβάνουν το Όρος, στο όνομα του Έλληνα Βασιλιά. Αυτό έγινε γιατί η πορεία του ουλαμού του τάγματος ήταν αδύνατο να φτάσει στο Όρος σε λιγότερο από 4 ημέρες και ο κίνδυνος της κατάληψής του από τους Βουλγάρους ήταν πάντα υπαρκτός. Έτσι, με ενέργειες του υπουργού στρατιωτικών και πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου, διατάχτηκε τμήμα του στόλου να προχωρήσει στην κατάληψη του Όρους. Αυτό δεν το ήξερε, στις 2 του Νοέμβρη, ούτε ο ουλαμός του Αλεξάκη, ούτε ο Κολοκοτρώνης. Ο Αλεξάκης το πληροφορήθηκε την μεθεπόμενη μέρα, φεύγοντας από την Ιερισσό, όπου είχε διανυκτερεύσει και έτσι σταμάτησε την πορεία του προς το Όρος. Με την ευκαιρία επιβάλλεται να τονιστεί ο ιδιαίτερος ρόλος που έπαιξε το πολεμικό μας ναυτικό σ’ αυτόν τον πόλεμο, κατανικώντας τον τουρκικό στόλο και εγκλείοντάς τον στα Στενά, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η ενίσχυση του τουρκικού στρατού της Μακεδονίας, ενώ παράλληλα το ναυτικό μας απελευθέρωσε τα νησιά του Β. Αιγαίου.
  Αξιοσημείωτα όμως είναι τα γεγονότα που διαδραματίζονται εδώ, στην Αρναία, το απόγευμα της 2ας  Νοεμβρίου, στις μμ, όταν ο Ουλαμός του Αλεξάκη, ύστερα από εξαντλητική 12ωρη πορεία υπό βροχήν στον άθλιο τότε δρόμο του Χολομώντα, φτάνει στην Αρναία. Ο κόσμος πληροφορείται αυτό το συνταρακτικό γεγονός: Τμήμα του ελληνικού στρατού, με τα σύμβολα της ελεύθερης Ελλάδας, έρχεται να φέρει το χαρμόσυνο άγγελμα της οριστικής απελευθέρωσης και της ενσωμάτωσης του τόπου στον κορμό του ελληνικού κράτους. Όλος ο κόσμος λοιπόν, μπροστά οι ιερείς, οι δάσκαλοι, οι μαθητές, ο κόσμος όλος, σπεύδει έξω από το χωριό, στην είσοδο του δρόμου από το βουνό, για να υποδεχτεί το τμήμα του στρατού. Είναι μικρό το τμήμα, μόλις δυο διμοιρίες, όμως ουσιαστικά και τυπικά είναι η Ελλάδα, είναι η πατρίδα, που έρχεται να αγκαλιάσει και να ενσωματώσει στους κόλπους της αυτό τον πολύπαθο τόπο. Ανάλογα, λοιπόν με τη συγκλονιστική περίπτωση, είναι και τα αισθήματα και οι εκδηλώσεις αυτού του κόσμου, που σπεύδει στην υποδοχή των ελευθερωτών. Η πιο χαρακτηριστική ίσως εκδήλωση είναι το κάπως άτεχνο αλλά πλήρες ενθουσιασμού και έξαρσης, αυτοσχέδιο ποίημα του δάσκαλου του σχολείου Αρναίας Δημητρίου Τσολάκη, το οποίο απάγγειλε στους αξιωματικούς και τους  άνδρες του Ουλαμού. Υποθέτω βάσιμα ότι το ποίημα αυτό έχει ακουστεί πολλές φορές σ’ αυτόν εδώ το χώρο, γι’ αυτό δεν θα το αναγνώσω, παρά μόνον θα σημειώσω κάποιους χαρακτηριστικούς στίχους του:

            « Καλώς ήλθατε, ως φίλοι, αετοί της Ελλάδος!
             Καλώς ήλθατ’,  ώ φίλοι, της ενδόξου Παλλάδος.
             εις τα χώματα ταύτα, τα με τόσης λαχτάρας,
             εκλυτρούμενα σήμερον της πρώην κατάρας

             …με το άγιον λάβαρον, την θείαν σημαίαν
             εις την χώραν του κλέους, αμιγή και γενναίαν…

            καλώς ήλθατε έαρ, ευωδία και δρόσος…

            Καλώς ήλθες, καλλίνικε, νικηφόρε Στρατέ,
            με σταυρόν, με σημαίαν, ω Στρατέ ποθητέ…

            Εφραίνου, αιμόφυρτος και δύσμοιρος χώρα
             Γιατί, να, ο Σωτήρ σου ελήλυθε τώρα…

            …Αδέλφια, μανάδες, κορίτσια, παιδιά,
            χαιρετίσωμεν όλοι  την θεία Ελευθεριά …κλπ ».

 Πολλές φορές προσπάθησα να φανταστώ τον ωραίο αυτό δάσκαλο, να απομονώνεται κάπου, συνεπαρμένος από την επικείμενη άφιξη του ελληνικού στρατού και της ελληνικής σημαίας, και να προσπαθεί να συνταιριάσει στίχους και αισθήματα, για να εκφράσει τόσο τα προσωπικά του αισθήματα, όσο και τα ανάλογα αισθήματα του λαού της Αρναίας και της Χαλκιδικής ολόκληρης.
  Μέρες ασφαλώς ιστορικές, που σημαδεύουν φωτεινά την τοπική μας ιστορία. Ο Ουλαμός διανυκτερεύει εδώ, στο σχολείο, και την άλλη μέρα αναχωρεί, μέσω Μ. Παναγίας, Γοματίουκαι φτάνει στην Ιερισσό. . Εν τω μεταξύ ο Κολοκοτρώνης πληροφορήθηκε την κατάληψη του Όρους από τον στόλο, και ανακάλεσε τον Ουλαμό στον Πολύγυρο, όπως είπαμε παραπάνω. Ο Ουλαμός, ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο, έφτασε στην Αρναία στις 8 Νοεμβρίου, όπου και έμεινε ως τις 13, οπότε και αναχώρησε για την έδρα του Τάγματος, τον Πολύγυρο, όπου είχε φτάσει το Τάγμα, όπως είπαμε, από τις 2 Νοεμβρίου. Εν τω μεταξύ ο Κολοκοτρώνης είχε στείλει τμήματα του Τάγματος σε διάφορα κεντρικά σημεία της Χαλκιδικής, μετακινούμενα, για να επισημοποιήσει την ελληνική κατοχή και να επιβάλει αισθήματα τάξεως στο νομό. Αργότερα (στις 9 Δεκεμβρίου) το Τάγμα μεταφέρεται στην ευρύτερη περιοχή των λιμνών, του Ζαγκλιβερίου και της Θεσσαλονίκης όπου παραμένει επί μακρόν, για να πάρει μέρος αργότερα με επιτυχία στον 2ο Βαλκανικό Πόλεμο της Ελλάδας και Σερβίας εναντίον της Βουλγαρίας, η επιτυχής έκβαση του οποίου κατοχύρωσε την κυριότητα της Ελλάδας στη Μακεδονία. Στον πόλεμο αυτό, το Τάγμα Κρητών πολέμησε ηρωικά στη μάχη του Λαχανά (21 Ιουνίου 1913) όπου και σκοτώθηκαν πολλοί στρατιώτες και οι λοχαγοί Λυμπέρης και Ζητουνιάτης, ενώ πρωτοστάτησε στην πολύνεκρη μάχη της Τζουμαγιάς (12 Ιουλίου), στην οποία σκοτώθηκε ο Ταγματάρχης Κολοκοτρώνης, όλοι οι αξιωματικοί του και ο Αλεξάκης δέχτηκε  διαμπερές τραύμα στο στήθος και σώθηκε από θαύμα.

     ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΥΡΟΥ « Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΝΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ Β. ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΖΥΓΟ (1912) ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΖΩΗΣ» 
  Όμως, είναι καιρός νομίζω να παρουσιάσω σύντομα το βιβλίο του φίλου Δημήτρη Κύρου «Η απελευθέρωση της Αρναίας και της Β. Χαλκιδικης (1912) από τον τουρκικό ζυγό και οι πρώτες ημέρες ελεύθερης ζωής». Τον ίδιο το συγγραφέα τον ξέρετε πολύ καλά. Είναι ένας αξιόλογος εκπαιδευτικός και, κυρίως, είναι ένας ακούραστος ερευνητής, κυρίως της νεότερης ιστορίας του τόπου, που ανακαλύπτει και καταγράφει πολύτιμα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία, τα οποία παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό με τα βιβλία του και, κυρίως, με το αξιόλογο περιοδικό του «Η Αρναία της Μακεδονίας», που εκδίδει τώρα και πολλά χρόνια, ενώ αμέτρητα κείμενά του δημοσιεύονται συνεχώς σε έντυπα εντός και εκτός της Χαλκιδικής.
  Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο Δ. Κύρου κατέγραψε και τύπωσε αυτά που σας έχει πει πολλές φορές από το βήμα αυτό ή σε πανηγυρικούς. Σας έχει μιλήσει για τα συγκλονιστικά γεγονότα του Οκτώβρη και του Νοέμβρη του 1912, όταν η Αρναία και η Χαλκιδική ολόκληρη συνταράχτηκε από τον άνεμο της ελευθερίας, που φύσηξε και εδώ, ύστερα από 482 χρόνια σκλαβιάς στους Τούρκους. Ακριβώς επειδή τα γεγονότα αυτά εκτέθηκαν προηγουμένως, γι’ αυτό και δεν θα σας απασχολήσω και πάλι με την εξιστόρησή τους, όπως τα εκθέτει ο συγγραφέας στο βιβλίο του. Πρέπει βέβαια να πω ότι τα γεγονότα, όπως τα εκθέτει ο αγαπητός Δημήτρης, είναι πλέον λεπτομερή και αναλυτικά, και συνοδεύονται από πολλές φωτογραφίες. Το εξώφυλλο είναι ένα θαυμάσιο σχεδίασμα αφιερωμένο στον εορτασμό της επετείου της απελευθέρωσης του 1992, στα ογδοντάχρονα της επετείου δηλαδή, το οποίο πλέον έχει συλλεκτική αξία, ενώ το οπισθόφυλλο είναι φωτογραφία του μνημείου που ανήγειρε η Αρναία στη δυτική είσοδο της πόλης, σε ανάμνηση της εκεί υποδοχής του ελληνικού στρατού.
  Στις πρώτες σελίδες ο Δ. Κύρου αναφέρεται γενικά στη Χαλκιδική της τουρκικής σκλαβιάς και στους κατά καιρούς αγώνες της να ελευθερωθεί, ενώ στη συνέχεια μιλάει μόνο για την Αρναία. Γρήγορα έρχεται στον Οκτώβρη του 1912 και, σε 6 σελίδες, δίνει πολλά στοιχεία και λεπτομέρειες για τη δράση των Προσκόπων, κυρίως στη Β. Χαλκιδική και ειδικότερα στην Αρναία, αναφέροντας πολλούς αγωνιστές με ονόματα και φωτογραφίες. Στη συνέχεια αναφέρεται στον ελληνικό στρατό και στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, ενώ αμέσως αναφέρεται στο Τάγμα Κρητών, και στην εντολή που παίρνει να απελευθερώσει τη Χαλκιδική και το Άγιον Όρος. Περιγράφει την πορεία του Τάγματος Κρητών προς και εντός της Χαλκιδικής, και ιδιαίτερα την πορεία του Ουλαμού Αλεξάκη, στον οποίο ανατίθεται η ειδική εντολή να σπεύσει προς το Άγ. Όρος, πριν προλάβουν να φτάσουν οι Βούλγαροι. Ο Ουλαμός φτάνει στην Αρναία, καλύπτοντας τη διαδρομή Γαλάτιστα –Αρναία σε 12 ώρες. Στην ενθουσιώδη και συγκινητική υποδοχή του ουλαμού στην Αρναία δίνει, όπως ήταν φυσικό, ιδιαίτερη έμφαση ο συγγραφέας: « Οι στιγμές εκείνες ήταν ανεπανάληπτες, ιερές και συγκινητικές! Ιερείς και λαός έκλαιγαν…», σημειώνει, ενώ αναφέρει την αντιφώνηση του Αλεξάκη στην προσφώνηση του δ/ντή του σχολείου Νικόλαου Παπαστεργίου: «Αδέλφια! Σας εφέραμε την ελευθερίαν που εποθούσαμεν όλοι οι πρόγονοι και πατέρες σας επί αιώνας. Η χαρά σας είναι και χαρά μας. Θρήνου, ο καιρός πέπαφται. Μη κλαίετε! Ανέτειλεν η αυγή της Ελληνικής Ελευθερίας. Η Μακεδονία ανέστη. Εορτάσατε!».
  Περιγράφει μετά τη γνωστή πορεία του Ουλαμού, ο οποίος αναχωρεί από την Αρναία στις 3 Νοεμβρίου για Άγ. Όρος μέσω Παλαιοχωρίου, Μ. Παναγίας, Γοματίου, Ιερισσού, όπου διανυκτερεύει. Στην πορεία του από κει πληροφορείται την κατάληψη του Αγ. Όρους από αγήματα του στόλου και παίρνει εντολή να επιστρέψει. Η επιστροφή γίνεται από την ίδια διαδρομή, και ο Ουλαμός έφτασε ξανά στην Αρναία στις 8 Νοεμβρίου και εγκαταστάθηκε εκ νέου στο σχολείο, ενώ οι αξιωματικοί φιλοξενούνται στο σπίτι του Κων/νου Δημητρακούδα.
  Στη συνέχεια ο Δ. Κύρου περιγράφει τα συμβαίνοντα στην περιοχή τις ευχάριστες ημέρες που ακολούθησαν. Γεύματα (από τον επίσκοπο Ιερισσού Σωκράτη –ο οποίος απουσίαζε στη Θεσσαλονίκη την ημέρα της υποδοχής- και τον εκτελούντα χρέη δημάρχου Ιωάννη Κοτσιάνη), φιλοξενίες, ως και ο γάμος Κών/νου Μήτσιου με την κόρη του Βασιλείου Σαραφιανού, γενικά μια ευχάριστη κοινωνική ζωή, κάτω από τον ήλιο της ελευθερίας που φώτιζε πλέον την Αρναία, τη Χαλκιδική και μεγάλο μέρος της Μακεδονίας (για την υπόλοιπη Μακεδονία χρειάστηκε να γίνει ο δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, για να εκδιωχτεί ο βουλγαρικός στρατός από τις περιοχές που είχε καταλάβει).
  Στον επίλογο της αφήγησης, ο συγγραφέας αναφέρεται στο ιστορικό του εορτασμού της σημερινής επετείου, όπως και στην κατασκευή του γνωστού μνημείου. Ακολουθεί το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, με ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως τα ονόματα των ιερέων και των δασκάλων που πήραν μέρος στην υποδοχή του στρατού, φωτοτυπία των Μαθητολογίου των μαθητών των «Ελληνικών Σχολείων Λιαριγκόβης», ενώ κλείνει με ένα εξαιρετικού ενδιαφέροντος γράμμα του Αντιστρατήγου Ιωάννου Αλεξάκη προς τον Δήμαρχο Αρναίας, με ημερομηνία 11-10-1969, στο οποίο αναφέρεται στα γεγονότα του Οκτωβρίου –Νοεμβρίου 1912, θυμάται με πολύ ενδιαφέρον την Αρναία και τη Χαλκιδική, και σημειώνει ότι είχε επισκεφθεί τον Πολύγυρο τον Οκτώβρη του 1969, «85ετής γέρων», όπως γράφει, για να μετάσχει στον εορτασμό της απελευθέρωσης του Πολυγύρου. Θέλω να σημειώσω εδώ, όπως ανέφερα και παραπάνω, ότι γνώρισα προσωπικά τον Αλεξάκη, κάπου το 1972(;) όταν, ακόμη πιο «γέρων», απλός και αθόρυβος, περνούσε από τα σχολεία και τους Δήμους και πρόσφερε, δωρεάν φυσικά, το πολύτιμο βιβλίο του, για το οποίο έκανα λόγο παραπάνω.
  Τέλος, κλείνοντας τη σύντομη παρουσίαση του βιβλίου του φίλου Δημήτρη Κύρου, επισημαίνω την ειδική προσωπική αφιέρωση σε αγαπημένο του πρόσωπο, με την οποία ο συγγραφέας αποδίδει αγνά αισθήματα τιμής και αγάπης.
  Αγαπητέ Δημήτρη, σε συγχαίρω για το βιβλίο σου, όπως και για τα άλλα δύο που ακολουθούν, ενθαρρύνοντάς σε να συνεχίσεις να ερευνάς και να γράφεις. Αυτή η ενασχόληση είναι ικανοποίηση και παρηγορία για σένα και αποβαίνει πολύ χρήσιμη για όλους εμάς, για την κοινωνία.

  Τελειώνοντας, ευχαριστώ για άλλη μια φορά τον Δήμο Αρναίας και τον αγαπητό συνάδελφο-Δήμαρχο, τον συγγραφέα του βιβλίου φίλο Δ. Κύρου, που μου εμπιστεύτηκε την παρουσίαση του βιβλίου του, το Αριστοτέλειο Πνευματικό Κέντρο Αρναίας, και όλους όσοι συνέβαλαν στην οργάνωση των σημερινών εκδηλώσεων,   και όλους εσάς που με ακούσατε, ζητώντας συγγνώμη αν σας κούρασα. 
                                                                                                           (τέλος)  

  Σημείωση: Η ομιλία, μαζί με την εκφώνηση προβάλλεται
σε οθόνη και ενδιάμεσα προβάλλονται διάφορες εικόνες, σχετικές
με την αφήγηση     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου