Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Ομιλία στο Βαφοπούλειο

ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΒΑΦΟΠΟΥΛΕΙΟ (14 Ιανουαρίου 2012)
(προσφωνήσεις)
   
  Κυρίες και κύριοι
  Ο καινούργιος χρόνος που μόλις υποδεχτήκαμε, δεν φαίνεται να είναι μια χρονιά ρουτίνας. Από τη μια μεριά ζούμε όλοι μας τις δυσκολίες και την αβεβαιότητα της πολύπλευρης κρίσης, που πλήττει τη χώρα μας, αλλά κοντά σε μας πλήττει και ολοένα  περισσότερες άλλες χώρες. Από την άλλη, αν και θέλουμε να μην τις λαμβάνουμε υπόψη, ο νέος χρόνος συνοδεύεται, από πολλά χρόνια πριν, από εσχατολογικές για τον πλανήτη μας προφητείες. Όμως, εμείς εδώ, δεν θα ασχοληθούμε με τις πραγματικές ή υποθετικές συνθήκες και προβλέψεις. Για μας, το 2012 είναι ένας σημαντικός χρόνος από άποψη εθνική, κι αυτό γιατί φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ευλογημένη χρονιά του 1912, όταν ο ελληνικός στρατός εξασφάλισε την απελευθέρωση του τόπου μας εδώ και απάλλαξε τη Θεσσαλονίκη και όλη τη Μακεδονία, όχι μόνο από τον επί αιώνες Τούρκο δυνάστη, αλλά, στη συνέχεια,  και από τον επίδοξο νέο δυνάστη, τη Βουλγαρία. Για τη Μακεδονία μας, το 1912 ήταν η αρχή της εθνικής της παλιγγενεσίας, γι’ αυτό και ο εορτασμός των εκατό χρόνων δεν είναι απλός και τυπικός, αλλά λαμπρός και με μεγάλη και ουσιαστική σημασία.

  Όλη λοιπόν η Μακεδονία, όλη η Β. Ελλάδα, γιορτάζει. Από αυτά τα εορταστικά αισθήματα διακατέχεται και ο Πολύγυρος, αλλά και ολόκληρη η Χαλκιδική, και έχουν βέβαια κάθε λόγο να αισθάνονται υπερηφάνεια. Κι αυτό για ένα σωρό λόγους: Γιατί είναι, αδιαμφισβήτητα, ευλογημένη από άποψη φυσικής ομορφιάς περιοχή, αφού ο Θεός έχει δώσει αφειδώλευτα τις ομορφιές στη φύση της Χαλκιδικής. Μα και για τους ανθρώπους της αισθάνεται υπερήφανη, που διαχρονικά κοσμούν, τιμούν και αξιοποιούν αυτό τον τόπο. Αυτοί οι άνθρωποι, δημιούργησαν από την αρχαιότητα ως σήμερα τις λαμπρές ιστορικές πόλεις της Χαλκιδικής και συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη του σπουδαίου ελληνικού πολιτισμού. Τόσο στα πλούσια παράλιά της, όσο και στην ενδοχώρα της, χτίστηκαν και άκμασαν πολιτείες, όπως η Όλυνθος, η Ποτίδαια, η Άκανθος, τα Στάγειρα, οι Απολλωνίες, ο Ανθεμούς, και πλήθος άλλες, πολλές από τις οποίες, με κέντρο την πρώτιστη όλων, την Όλυνθο, αποτέλεσαν το περίφημο «Κοινόν των Χαλκιδέων», ενώ προκάλεσαν τα ζηλόφθονα και αρπακτικά βλέμματα, τόσο των Αθηναίων, όσο και των Λακεδαιμονίων.

  Αυτός ο τόπος και αυτός ο κόσμος, ήταν φυσικό να προκαλέσουν την αντιπαλότητα                      του αναπτυσσόμενου ραγδαία κράτους των Μακεδόνων, του οποίου ο τότε ορμητικός  βασιλιάς Φίλιππος ο Β΄ διεμήνυσε αυτό που δεν έκρυβε, πως «η Μακεδονία δε μπορούσε να χωρέσει δυο μεγάλα βασίλεια», όπως ήταν η Όλυνθος και η Μακεδονία∙ και αυτή η ρεαλιστική διαπίστωση είχε ως τελική συνέπεια τον σκληρό πόλεμο εναντίον της Ολύνθου και την καταστροφή και εξαφάνιση τελικά της λαμπρής αυτής πόλης και, στη συνέχεια, την κατάκτηση και προσάρτηση όλης της Χαλκιδικής στο νέο κυρίαρχο της περιοχής κράτος των Μακεδόνων. Έτσι, ο βίος της Χαλκιδικής συνεχίστηκε ως μέρος του πανίσχυρου αυτού κράτους  και ο τόπος μας, δεν έδωσε μόνο τον Αριστοτέλη ως δάσκαλο του στρατηλάτη και εκπολιτιστή Μ. Αλεξάνδρου, αλλά πολλοί Χαλκιδικιώτες επάνδρωσαν τις στρατιές του, που σάρωσε όλο το γνωστό κόσμο της Ανατολής.

  Αργότερα, μετά τα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης, η Χαλκιδική έγινε επίλεκτο τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα μετά τον 10ο αιώνα, όταν η χερσόνησος του Άθωνα, μετατρέπεται σιγά σιγά στο λεγόμενο «Περιβόλι της Παναγίας» ή σωστότερα στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας», με την ονομασία Άγιον Όρος, το οποίο, ακόμη και σήμερα, διατηρεί παγκόσμια ακτινοβολία. Τα ορθόδοξα μοναστήρια του Αγ. Όρους επεκτείνονταν με μετόχια, ναούς και εγκαταστάσεις σε όλη την έκταση της Χαλκιδικής, και ήταν επόμενο το Όρος να επηρεάζει την κοινωνική ζωή του τόπου.
  Ένα άλλο χαρακτηριστικό της Χαλκιδικής ήταν το γεγονός ότι ο τόπος αυτός επηρεάστηκε ελάχιστα από την κάθοδο και εγκατάσταση στη Μακεδονία σλαβικών φύλων τα οποία, μέσα στην τουρκική επικράτεια που ακολούθησε την μακρά περίοδο του Βυζαντίου, μπορούσαν ελεύθερα να κινούνται και να εγκαθίστανται παντού στη Μακεδονία, ιδιαίτερα στην ενδοχώρα της. Και παρ’ όλον ότι η Χαλκιδική αποτελούσε περιοχή ιδιαίτερα ελκυστική για ανθρώπους προερχόμενους από βορειότερες περιοχές, η εγκατάσταση σ’ αυτήν σλαβικών φύλων δεν ήταν σημαντική. Βέβαια, με βλέψεις κυρίως προς το Άγιον Όρος, ιδιαίτερα οι Βούλγαροι, προσπάθησαν, αν και χωρίς επιτυχία, να αλλοιώσουν την ελληνική σύνθεση του πληθυσμού της Χαλκιδικής, επιλέγοντας να εγκαταστήσουν διάσπαρτες ομάδες, οι οποίοι, ως «ανθρακείς, μυλωθροί και κτηνοτρόφοι», εισέδυαν στη Χαλκιδική, χωρίς όμως να επιτύχουν αξιόλογη εγκατάσταση.

  Στην περίοδο της τουρκοκρατίας επίσης, ο Πολύγυρος και η Χαλκιδική ολόκληρη, πέτυχαν, κυρίως με την επιτυχή οργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησής τους, να διαφυλάξουν τον ελληνικό και χριστιανικό χαρακτήρα της και να βιώσουν, με ελάχιστες δυσμενείς επιπτώσεις, τη μακρά περίοδο της πολύχρονης τουρκικής κυριαρχίας. Αυτή η οργάνωση των ελληνικών κοινοτήτων ήταν σωτήρια για τους ελληνικούς πληθυσμούς. Βέβαια, οι δημογεροντίες ήταν σε στενή συνεργασία με την τοπική εκκλησία, η οποία έπαιζε σημαντικό ρόλο, ιδιαίτερα σε θέματα εκπαίδευσης και κοινωνικής πρόνοιας. Έτσι ο υπόδουλος στην Τουρκία ελληνικός λαός της Χαλκιδικής, ιδιαίτερα όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν, -όπως έγινε μετά την επανάσταση του 1854 και τον τουρκικό νόμο Χάτι Χουμαγιούν που ακολούθησε, το 1856- στον Πολύγυρο ειδικά λειτουργούσαν σχολεία ανώτερα σε ποιότητα σπουδών από τα αντίστοιχα ελληνικά σχολεία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Όμως γι’ αυτό το θέμα θα επανέλθουμε.
  Είναι ασφαλώς απαραίτητο, εκτός από την οργάνωση της κοινωνικής ζωής στην οποία αναφερθήκαμε, να τονίσουμε την ωριμότητα και προετοιμασία του Πολυγύρου και της υπόλοιπης Χαλκιδικής, πριν από το 1821, ώστε να διεκδικήσουν την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, ταυτόχρονα και παράλληλα με τις  άλλες υπόδουλες περιοχές της υπόλοιπης Ελλάδας. Είναι αποδεδειγμένο ότι στον Πολύγυρο είχε σημαντική διείσδυση η Φιλική Εταιρεία, με αποτέλεσμα να υπάρχει ηθική και πρακτική προετοιμασία του ελληνικού πληθυσμού, όχι μόνο να συμμετάσχει, αλλά και να πρωταγωνιστήσει σ’ έναν απελευθερωτικό ξεσηκωμό, όταν θα ερχόταν η κατάλληλη ώρα, όπως και έγινε.

  Έτσι περίπου προετοιμάστηκε και πραγματοποιήθηκε η γνωστή Επανάσταση της Χαλκιδικής, η οποία ξεκίνησε στον Πολύγυρο, στις 17 του Μάη 1821. Η παράδοση έχει διασώσει ονόματα , που αποτελούν πλέον μέρος της τοπικής ιστορίας του τόπου μας. Και τα ονόματα αυτά είναι κυρίως η οικογένεια Παπαγεωργάκη, από την οποία ο Γιαννάκης, κάτω από πραγματικά μυθιστορηματικές συνθήκες, βρέθηκε στο Φανάρι, στην Πόλη, και μάλιστα ως Λογοθέτης, ως γραμματέας δηλαδή του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Είμαστε βέβαια πια, ελάχιστα χρόνια πριν το 1821, όταν σε όλη την Ελλάδα έχει απλωθεί η μυστική δράση της Φιλικής Εταιρείας. Το ίδιο έχει γίνει και στο Άγιον Όρος, τουλάχιστον σε ορισμένες μονές, αλλά και σε διάφορα μέρη της Χαλκιδικής και οπωσδήποτε στον Πολύγυρο, όπου, κατά την παράδοση, τη φλόγα και τις ιδέες της Φ. Ε. έφερε από την Πόλη ο προαναφερθείς Γιαννάκης Παπαγεωργάκης. Αυτός ο φιλικός Γιαννάκης, που βρέθηκε τυχαία με τον πατέρα του στο Πατριαρχείο, ήρθε σύντομα στον Πολύγυρο, όχι μόνο για να ξαναδεί τον τόπο και τους δικούς του, αλλά κυρίως για να μυήσει στη Φ.Ε., πρώτα απ’ όλα τους δικούς του, αλλά  και πέραν αυτών άλλους πατριώτες, σπέρνοντας έτσι τον σπόρο της ιδέας του αγώνα για την απελευθέρωση, όπως έκανε η Εταιρεία παντού, όπου υπήρχαν σκλαβωμένοι Έλληνες.
  Αυτός ο σπόρος φαίνεται ότι βρήκε γόνιμο και πρόθυμο έδαφος στον Πολύγυρο, ώστε, όχι μόνο ο Κύρκος Παπαγεωργάκης, ο πρώτος προεστώς του τόπου, να μυηθεί, -παρά τους αρχικούς λογικούς δισταγμούς του, αλλά με την ενθουσιώδη παρότρυνση του νεαρού και ενθουσιώδους αδελφού του Μαυρουδή (σώζεται άλλωστε στη δημοτική μούσα ο παροτρυντικός στίχος «άντε Κύρκο, μη φοβάσαι, θα τα φάμε τα ζαγάρια»)-, τόσο ο Κύρκος, λοιπόν, όσο και αρκετοί άλλοι στη συνέχεια, μυήθηκαν σ’ αυτή την οργάνωση και άρχισαν να οργανώνονται και να ετοιμάζονται για τον απελευθερωτικό ξεσηκωμό, που λαχταρούσαν να δώσει τη λευτεριά στον τόπο, ύστερα από αιώνων σκλαβιά. Αυτοί οι φιλικοί του Πολυγύρου, έρχονται σε επαφή και επικοινωνούν συχνά με γνωστούς φιλικούς της Θεσσαλονίκης, με την οποία άλλωστε Θεσσαλονίκη ο Πολύγυρος είχε ανέκαθεν στενές κάθε είδους σχέσεις. Η παράδοση επίσης σώζει διάφορους εντυπωσιακούς τρόπους επικοινωνίας των φιλικών Πολυγύρου –Θεσσαλονίκης, κρυφούς και συνωμοτικούς, αφού κατ’ εξοχήν κρυφή και συνωμοτική οργάνωση ήταν η Φ. Εταιρεία.
  Αυτή η συνεργασία και δραστηριοποίηση της Φ.Εταιρείας στον Πολύγυρο, έδωσε σημαντικά αποτελέσματα, όπως θα δούμε παρακάτω. Απλά, χρειαζόταν να έρθουν οι κατάλληλες συνθήκες για να εκδηλωθούν. Και αυτές οι συνθήκες δεν άργησαν ναρθούν, αφού στη Ν. Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει η μεγάλη Επανάσταση του ’21. Νωρίτερα ο Αλ. Υψηλάντης έχει διαβεί τον Προύθο στη Μολδοβλαχία και ξεκινά την επανάσταση από κει, ενώ ταυτόχρονα μεγάλη σημασία δίνει στο ξεκίνημα της επανάστασης και στην Ελλάδα, τόσο στη νότια, όσο και στην Βόρεια. Για την Β. Ελλάδα ο Υψηλάντης προορίζει στρατιωτικό αρχηγό τον Ι. Φαρμάκη και πολιτικό αρχηγό και οικονομικό χορηγό τον Σερραίο τραπεζίτη και μεγάλο πατριώτη Εμμ. Παπά. Ο Εμ. Παπάς, τις παραμονές της έκρηξης της επανάστασης στην Πελοπόννησο, συγκεκριμένα στις 23 Μαρτίου 1821, φτάνει στο Άγιον Όρος, επιβαίνοντας στο τριίστιο πλοίο του Λημνιού Χατζη Βισβίζη, το οποίο είναι έμφορτο με πολεμοφόδια, και συνοδεύεται από λίγους έμπιστους βοηθούς του. Ο Παπάς φτάνει στην ι. μονή Εσφιγμένου, της οποίας ο ηγούμενος Ευθύμιος και ο μοναχός Νικηφόρος ήταν από τους πιστότερους φιλικούς. Σε σύναξη των μονών αποφασίζεται να στηριχτεί ο Εμμ. Παπάς στον αγώνα που πρόκειται να αρχίσει και, κρυφά, αρχίζει μια εντατική προετοιμασία, με στρατολόγηση αγωνιστών, κατασκευή φυσιγγίων και άλλες απαραίτητες για τον αγώνα ενέργειες. Συγκεντρώνονται τελικά στο Όρος κοντά δυο χιλιάδες ένοπλοι, από τους οποίους οι μισοί είναι καλόγηροι. Αυτό το κλίμα μυστικής προετοιμασίας, μεταδίδεται και έξω από το Όρος και οπωσδήποτε φτάνει ως τον Πολύγυρο, τη Σιθωνία και την Κασσάνδρα. Όμως, η επανάσταση δεν ξεκινά, πιο πολύ γιατί ο Παπάς περιμένει να φτάσει ο Φαρμάκης, ο οποίος βέβαια δεν θα φτάσει ποτέ, αφού έχει εγκλωβιστεί, μαζί με τον Ολύμπιο, στη Μολδοβλαχία, όπου το ξεκίνημα της επανάστασης του Υψηλάντη δεν είχε ανάλογη καλή συνέχεια –για να φτάσουμε τελικά στην ηρωική μεν, αλλά με ολέθρια αποτελέσματα μάχη του Δραγατσανίου, τον Ιούνιο του ’21, και στο δραματικό τέλος των πρωταγωνιστών της.
  Και, μπορεί μεν η επανάσταση  στη Χαλκιδική να καθυστερεί να αρχίσει, όμως η όλη κινητοποίηση, μαζί με τα νέα από τη Ν. Ελλάδα πως εκεί η επανάσταση άρχισε, με μεγάλες μάλιστα επιτυχίες, όλα αυτά κάνουν τον πασά της Θεσσαλονίκης Γιουσούφ να προχωρήσει σε ένα σύνηθες, όσο και απάνθρωπο μέσο: Στέλνει μήνυμα στον Πολύγυρο και σε άλλα μέρη της Χαλκιδικής, να του στείλουν ως ομήρους, συγκεκριμένα πρόσωπα, ως εγγύηση για την συνέχιση της υποταγής του τόπου. Οι υπεύθυνοι στον Πολύγυρο βρέθηκαν σε μεγάλο δίλημμα: Να στείλουν τα πρόσωπα που ζητά ο Γιουσούφ, στερώντας τον επικείμενο αγώνα από τους φυσικούς αρχηγούς του, ή να «ξεγελάσουν» τους Τούρκους, στέλνοντας «δευτερότερα» πρόσωπα –όσο και αν, προκειμένου για τη ζωή ανθρώπων, δεν υπάρχουν βέβαια πρώτα και δεύτερα πρόσωπα. Τέλος πάντων, οι Πολυγυρινοί, έστειλαν κάποιους άλλους, πράγμα όμως που, όπως ήταν φυσικό, επέτεινε τις υποψίες και τις ανησυχίες του Γιουσούφ, πως κάτι σοβαρό συμβαίνει ή πρόκειται να συμβεί στον Πολύγυρο και στη Χαλκιδική. Ούτε βέβαια για την υποταγή του Όρους, την οποία του υποσχέθηκαν οι Αγιορείτες προσφέροντας πολύτιμα δώρα, ήταν βέβαιος, καθώς μάλιστα, αφού έχουμε φτάσει στα μισά του Μάη του ’21, τα νέα από την εξέγερση της Ν. Ελλάδας, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά για τους Τούρκους. Έτσι ο Γιουσούφ δίνει εντολή να σπεύσουν προς τον Πολύγυρο, από διαφορετικές κατευθύνσεις, δυο σώματα τουρκικού στρατού, από 500 άνδρες το καθένα, να συλλάβουν και να του στείλουν ως ομήρους τα πρόσωπα που ζήτησε και να εγκατασταθούν στον Πολύγυρο, απ’ όπου θα ελέγχουν ολόκληρη τη Χαλκιδική, εξασφαλίζοντας την υποταγή τους.

  Φτάνουμε έτσι στο βράδυ της 16ης Μαϊου 1821. Στον Πολύγυρο η κατάσταση είναι ιδιαίτερα έκρυθμη. Φτάνουν οι πληροφορίες πως επέρχονται κατά του Πολυγύρου δυο σώματα τουρκικού στρατού με άγριες διαθέσεις. Οι πληροφορίες αυτές αποθρασύνουν τους άνδρες της τουρκικής φρουράς, οι οποίοι αρχίζουν να περιφέρονται στους δρόμους, προκαλώντας και βιαιοπραγώντας κατά του χριστιανικού πληθυσμού. Ο πρώτος προεστώς του τόπου τότε, ο γνωστός μας Κύρκος Παπαγεωργάκης, αποφασίζει να μεταβεί στον Τούρκο διοικητή και να του ζητήσει να προστατέψει τους χριστιανούς. Όμως, οι Τούρκοι που τον συναντούν, τον δολοφονούν εν ψυχρώ στο δρόμο. Γίνεται έτσι ο πρώτος νεκρός του αγώνα. Αυτό το γεγονός, όπως ήταν φυσικό, συντάραξε και εξαγρίωσε τους Πολυγυρινούς. Κατάλαβαν όλοι τους πως δε μπορούσαν να λένε πια «σφάξε με αγά μου». Το αντίθετο μάλιστα. Πήραν τα όπλα που είχαν κρυμμένα και επιτέθηκαν στην τουρκική φρουρά, την οποία, ύστερα από σύντομη μάχη, εξόντωσαν ολοκληρωτικά, προκαλώντας έτσι μια ουσιαστική κήρυξη επαναστατικής ενέργειας. Τώρα πια δεν έχει επιστροφή. Ο αγώνας έχει αρχίσει. Στον Πολύγυρο, ξημερώνοντας 17 του Μάη του 1821, αρχίζει η Επανάσταση της Χαλκιδικής.
  Έχει αρχίσει μάλιστα, κάτω από τη μεγάλη απειλή της επέλασης χιλίων Τούρκων ενόπλων κατά του Πολυγύρου. Τι να κάνουν τώρα οι Πολυγυρινοί; Να περιμένουν να φτάσει αυτός ο στρατός στον Πολύγυρο; Θα ακολουθούσε ασφαλώς σφαγή και καταστροφή του τόπου, ύστερα μάλιστα από την εξόντωση της φρουράς. Ακολουθούν, λοιπόν, οι Πολυγυρινοί τον δρόμο του αγώνα και της σύγκρουσης. Παίρνουν τα όπλα που έχουν και οδεύουν να συναντήσουν τους επερχόμενους Τούρκους μακριά από τον Πολύγυρο. Κάπου κοντά στο σημερινό Παλαιόκαστρο συναντούν το πρώτο σώμα. Δίνεται η πρώτη μάχη, στην οποία οι Πολυγυρινοί αποκρούουν επιτυχώς τους επερχόμενους. Αυτό από μόνο του είναι θαυμαστό, αφού πρόκειται για 500 Τούρκους. Και δεν είναι μόνο αυτό: Μετά την απόκρουση του πρώτου σώματος, στρέφονται και αντιμετωπίζουν, σε άλλο σημείο, και το δεύτερο σώμα των Τούρκων ενόπλων και μάλιστα με την ίδια επιτυχία. Αυτά τα πολεμικά γεγονότα ήταν οι πρώτες μάχες και οι πρώτες νίκες των Ελλήνων της Χαλκιδικής, τα οποία ανέδειξαν περισσότερο την εξέγερση στον Πολύγυρο, είναι μάλιστα περίεργο που δεν τονίζεται επαρκώς αυτή η επιτυχία των Πολυγυρινών στα όποια βιβλία ιστορίας.
  Οπωσδήποτε, πάντως, έχουμε ένα ντε φάκτο ξεκίνημα της επανάστασης στη Μακεδονία. Αυτό προκαλεί μια άνευ προηγουμένου αναταραχή στον τόπο και στη Θεσσαλονίκη μαζί. Κατ’ αρχήν ο Εμμ. Παπάς, μαθαίνοντας τα νέα του Πολυγύρου, καταλαβαίνει πως δε μπορεί πλέον να περιμένει ούτε τον Φαρμάκη, ούτε, πολύ περισσότερο, τον Υψηλάντη. Σε σύντομη τελετή στο Πρωτάτο παίρνει την ευλογία του Όρους και συντάσσει γρήγορα τις δυνάμεις του. Συγκεντρώνονται κοντά 4000 ένοπλοι, 2000 υπό τις διαταγές του, όπως είπαμε και παραπάνω, και άλλες 2000 υπό τις διαταγές του Καπετάν Χάψα, που γρήγορα αναδείχθηκε και ικανός στα όπλα και ανδρείος στην ψυχή. Τα δυο αυτά σώματα σαρώνουν στην κυριολεξία τις όποιες μικρές τουρκικές φρουρές υπάρχουν στη Χαλκιδική και προχωρούν προς τη Θεσ/νίκη, σα λαβίδα: Ο Παπάς από τα Μαντεμοχώρια, και ο Χάψας από την κεντρική και νότια Χαλκιδική. Οι άνδρες των σωμάτων αυτών είναι απλοί Χαλκιδικιώτες, αγρότες, ψαράδες, μελισσάδες, καλόγηροι. Είναι ο απλός Χαλκιδικιώτικος λαός, παιδιά Πολυγυρνά, παιδιά Χαλκιδικιώτικα.

   Ας ακούσουμε όμως εδώ τη χορωδία μας που θα μας τραγουδήσει το δημοτικό τραγούδι «Πέντε πιδιά Πολυγυρνά»

  Η εξέλιξη των πραγμάτων, στη συνέχεια,   είναι ραγδαία. Το σώμα του Χάψα φτάνει ως το Σέδες, ενώ ο Παπάς προχωρεί από την Ρεντίνα προς τη Θεσσαλονίκη. Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους επαναστάτες της Χαλκιδικής, φαντάζει και πιθανή και δυνατή. Δεν επιχειρήθηκε όμως, για διάφορους λόγους. Μέσα βέβαια στην πόλη, οι Τούρκοι εκδικούνται τις επιτυχίες της επανάστασης της Χαλκιδικής, με θηριωδίες και εκτελέσεις ομήρων, τόσο στις φυλακές (στο Λ. Πύργο, στο Κονάκι και αλλού), όσο ακόμη και μέσα σε εκκλησίες. Αντί άλλου ντοκουμέντου, θα μπορούσε να αναφέρει κανείς την έκθεση του Τούρκου ιεροδίκη της Θεσσαλονίκης (μουλά), του  Χαϊρουλάκ Σινασί Μεχμέτ Αγά, ενός σωστού απέναντι στους χριστιανούς Τούρκου αξιωματούχου –γι’ αυτό και τον φυλάκισε ο Γιουσούφ στον Λ. Πύργο- όμως τον αποφυλάκισε γιατί ο σουλτάνος τον διόρισε μουλά της Κων/λης. Πριν φύγει για την Πόλη, συμβήκαν τα γεγονότα της Χαλκιδικής και ο Χαϊρουλάκ τα έζησε από κοντά, γι’ αυτό και, όταν έφτασε στην Πόλη, συνέταξε επίσημη αναφορά προς τον Σουλτάνο, την οποία έφερε στο φως, από τα τουρκικά αρχεία της Πόλης, ο Αβραάμ Παπάζογλου και τη δημοσίευσε στα «Χρονικά 1» της Θεσσαλονίκης, το 1940 (το μεγαλύτερο μέρος δημοσίευσα και εγώ στο τ. 44 του αξιόλογου περιοδικού μας ΠΟΛΥΓΥΡΟΣ). Μια ελάχιστη αναφορά επιχειρώ να κάνω και εδώ, ακριβώς γιατί πρόκειται για τουρκική έκθεση και όχι για περιγραφή κάποιου χριστιανού. Λέει, μεταξύ των άλλων, ο Χαϊρουλάκ:
  «…Κι από κείνη τη νύχτα –εννοεί, μόλις έφτασαν τα νέα του ξεσηκωμού των Χαλκιδικιωτών- άρχισε το κακό. Η Θεσσαλονίκη …μεταβλήθηκε σε ένα απέραντο σφαγείο. Ο μουτεσελίμης Γιουσούφ Βέης, θέλοντας να εκδικηθεί τους ξεσηκωμένους Ρωμιούς, διέταξε τους χαφιέδες του να γυρνούν στους δρόμους της πόλης και να σκοτώνουν αλύπητα κάθε άπιστο που θα συναντούσαν. Έτσι και έγινε. Κάθε μέρα και κάθε νύχτα δεν ακούς τίποτε άλλο στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, παρά φωνές, κλάματα, βογγυσμούς. Ο Γιουσούφ Μπέης, ο γενητσάρ αγάς, ο σούμπασης και οι χοτζάδες και ουλεμάδες, έχουν λυσσάξει θαρρείς. Δεν εκτελούσαν δικές Σου διαταγές ασφαλώς, γιατί τότε θα σέβονταν τα μικρά παιδιά και τις έγκυες γυναίκες. Τι δεν είδαν τα μάτια μου, τι δεν αντίκρισαν!». Παρακάτω: «Τους φέραν δεμένους» (εννοεί τους προκρίτους και τον Μακάρ Εφέντη (τον χριστιανό Μητροπολίτη)… «και τότε ράγισεν η καρδιά μου, βλέποντας τον Μακάρ Εφέντη, με τ’ άσπρα του γένια και τα μακριά μαλλιά του ακατάστατα, να παραδίδεται στα χέρια των «μπασή μποζούκ» και να κομματιάζεται στη μεγάλη πλατεία του Καπανιού. Ενός άλλου γέροντα σεβάσμιου, του παπα Γιάννη, της εκκλησιάς του Μηνά Εφέντη, του κόψαν τα πόδια και τα χέρια. Κι έπειτα, κρατώντας τα κομμένα χέρια του, με τα δάχτυλά του του βγάλαν τα μάτια του… Και παρακάτω γράφει ο Χαϊρουλάκ: «… Μα δεν είναι μόνο αυτά. Οι άπιστοι, φοβισμένοι και τρομαγμένοι, κρύφτηκαν στον Μητροπολιτικό ναό ελπίζοντας να σωθούν. Όμως οι δικοί μας δεν δώσαν σημασία στην εκκλησία, σπάσαν τις πόρτες και μπήκαν μέσα. Όσους δεν σφάξανε εκεί, τους δέσανε δυο δυο, και τους μετάφεραν στο Καπάνι, όπου τους σφάξανε και μάζεψαν τα κεφάλια τους για να τα δώσουν δώρο στον Γιουσούφ Μπέη…».

  Τα παραπάνω είναι ένα μέρος μόνον –υπάρχουν και άλλα πολλά ανάλογα- της επίσημης αναφοράς του Τούρκου αξιωματούχου Χαϊρουλάκ και δίνουν το μέτρο των απάνθρωπων αντιδράσεων των τουρκικών αρχών της Θεσσαλονίκης, ως αντίποινα για τις επιτυχίες της επανάστασης της Χαλκιδικής. Ανάμεσα στα άλλα που γράφει νωρίτερα, και αξίζει τον κόπο να το αναφέρουμε, είναι η εξαιρετική εντύπωση που του προκαλεί η Θεσσαλονίκη, όταν πρωτοφτάνει σ’ αυτήν. Λέει: «Όμως, Θεέ μου, ποια ήταν η έκπληξή μου όταν, περνώντας την πύλη του Βαρδάρ, βρέθηκα στη μεγάλη λεωφόρο που ενώνει την ανατολή με τη δύση. Η Μεγαλειότητά Σου μπορεί να είναι περήφανη πού, ανάμεσα στις τόσες και τόσες πόλεις που κατέχει, συγκαταλέγεται η Θεσσαλονίκη». Γράφει ακόμη με ποιον τρόπο κατάφεραν τελικά να κυριεύσουν τη Θεσσαλονίκη «από τους απίστους» και άλλα πολλά και ενδιαφέροντα. Αυτή η αναφορά του Χαϊρουλάκ καλό είναι να δεχτεί μεγαλύτερη δημοσιότητα.

  Βέβαια, τα απάνθρωπα αντίποινα του Γιουσούφ, τα μαθαίνουν οι επαναστατημένοι της Χαλκιδικής, όμως πλέον ο ξεσηκωμός τους δεν έχει επιστροφή, άλλωστε το όραμα της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους Τούρκους ήταν πάντοτε ισχυρό και παράβλεπε κάθε θυσία. Αλλά, εκεί που η επανάσταση είχε μεγάλη επιτυχία, παρουσιάζεται ένα νέο στοιχείο. Και αυτό το στοιχείο είναι ο Μπαϊράμ Πασάς. Ήταν ένας δραστήριος στρατηγός και πήρε εντολή να ξεκινήσει από την Αν. Μακεδονία, και αφού συγκεντρώσει όσο περισσότερο στρατό μπορούσε, να κατευθυνθεί στη Ν. Ελλάδα, όπου η ελληνική επανάσταση σημείωνε εντυπωσιακές επιτυχίες. Επειδή όμως και η επανάσταση της Χαλκιδικής σημείωνε επιτυχία και ήταν σοβαρή απειλή για την ίδια τη Θεσσαλονίκη, ο Μπαϊράμ πήρε εντολή να καταπνίξει πρώτα αυτή την επανάσταση και στη συνέχεια να συνεχίσει την πορεία του προς το νότο. Φτάνοντας λοιπόν στη Θεσσαλονίκη, αφού πρώτα διασκόρπισε τη μικρή δύναμη του Εμ. Παπά κοντά στην Απολλωνία, έστρεψε ένα μεγάλο μέρος του στρατού του εναντίον των επαναστατών της Χαλκιδικής. Ο στρατός αυτός συνάντησε τις αρκετά μειωμένες δυνάμεις του Χάψα κοντά στα Βασιλικά, στις πλαγιές του Βούζιαρη. Η μάχη ήταν εντελώς άνιση, έμοιαζε με αντίσταση αυτοκτονίας. Όμως, ο Χάψας και τα παλικάρια του προτίμησαν τον αγώνα αντί της φυγής. Το θάνατο, αντί της υποχώρησης. Είναι αυτό η ανώτατη έννοια  του αγώνα, η θυσία. Γι’ αυτό και η μάχη των Βασιλικών, παραμένει στην ιστορική μνήμη στο μέγιστο βαθμό αναγνώρισης ηρωισμού.

  Στη συνέχεια ο Μπαϊράμ, μετά την κάμψη της αντίστασης και το θάνατο του Χάψα και των περισσότερων παλικαριών του, στρέφεται κατά της επαναστατημένης Χαλκιδικής, σκορπώντας παντού φωτιά και θάνατο. Βασιλικά, Αγ. Αναστασία, Γαλάτιστα, Βάβδος, Πολύγυρος και δεκάδες άλλα χωριά γνωρίζουν την πλήρη καταστροφή. Ο κόσμος, όπως ήταν φυσικό, συρρέει προς τα παράλια, προσπαθώντας να βρει τρόπο να φύγει προς τα νησιά και τη Ν. Ελλάδα. Και ο Μπαϊράμ, που βιάζεται βέβαια να συνεχίσει το ταξίδι του προς τη Ν. Ελλάδα, αφού ολοκληρώνει την καταστροφή του τόπου, φεύγει προς το νότο, αφού πρώτα αποτυπώνει, σε επίσημο έγγραφό του, το καταστροφικό του πέρασμα. Γράφει, μεταξύ άλλων:
  «… Ούτω, εκτελών το υψηλόν πρόσταγμα του κραταιότατου Σουλτάνου, και εκκαθαρίζων από των τοιούτων ακαθάρτων στοιχείων και  βδελυρών ερπετών την περιφέρειαν Θεσσαλονίκης, επέδραμον μετά του γενναίου στρατού μου κατά των περιοχών Καλαμαριάς, Παζαρούδας, Σιδηρόπορτας, Πολυγύρου, Κασσάνδρας, Κίτρους και Κατερίνης, ένθα, καταπολεμήσας τους απίστους τούτους εξώντωσα και απήλειψα από του προσώπου γης 42 πόλεις και χωρία αυτών, συνωδά τω ιερώ φετφά, αυτούς μεν τους ιδίους διεπέρασα εν στόματι ρομφαίας, τας γυναίκας και τα τέκνα αυτών εξηνδραπόδισα, τα υπάρχοντά των διένειμα μεταξύ των πιστών νικητών, τας εστίας δε αυτών παρέδωσα εις το πυρ και την τέφραν, ώστε ούτε φωνή αλέκτορος να ακούηται πλέον εις αυτάς…».
  Τι να θαυμάσει και τι να σχολιάσει κανείς από το επίσημο αυτό έγγραφο, όπου ο Τούρκος στρατάρχης επαίρεται ότι «εξώντωσε και απάλλειψε από του προσώπου γης 42 πόλεις και χωρία των απίστων», τους άνδρες των οποίων «διεπέρασε δια ρομφαίας», τις γυναίκες και τα παιδιά πούλησε ως δούλους και τα σπίτια τους κατέκαψε, ώστε ούτε κόκορας πια δεν θα λαλεί στα μέρη αυτά. Βέβαια, όπως θα πούμε παρακάτω, και τα σπίτια ξαναχτίστηκαν, και κόκορες πολλοί ξαναλάλησαν, ενώ ο ίδιος, ως εκ θείας δίκης, όχι μόνο δεν έφτασε στην Πελοπόννησο για να σώσει την Τριπολιτσά, αλλά, εκεί στη Βοιωτία, στα Βασιλικά μάλιστα, γνώρισε την ήττα από τους εκεί επαναστάτες, το ισχυρό στράτευμα των «πιστών νικητών του» διαλύθηκε και ο ίδιος γνώρισε τον θάνατο.

  Σχετικός με τα αντίποινα των Τούρκων στη Χαλκιδική, είναι και ο περίφημος «Καγγελευτός» που τελείται και ακούγεται στην Ιερισσό, όπου, μαζί με το τραγούδι, χορεύεται και ο σχετικός ιεροτελεστικός χορός. Ας το ακούσουμε το τραγούδι από τη χορωδία μας

  Όμως, εδώ στη Χαλκιδική, τα πράγματα, μετά τις καταστροφές του Μπαϊτράμ, δεν εξελίσσονται καλά. Ο κόσμος έχει σκορπίσει, τα χωριά είναι καμένα, οι σοδειές χάθηκαν, τα χρήματα του Εμ. Παπά τελειώνουν, το Άγ. Όρος ενισχύει ολοένα και λιγότερο με μέσα και άνδρες τον αγώνα, παρ’ όλα αυτά, εκεί στην Ποτίδαια, στήνεται μια νέα ηρωική άμυνα. Στο στενό συγκεντρώνονται και οχυρώνονται όσοι από τους επαναστατημένους βρίσκονται ακόμη στα όπλα και με την πρόσκαιρη βοήθεια λίγων ενόπλων από τον Όλυμπο, αντιμετωπίζουν τον στρατό του Γιουσούφ από τον Ιούνιο ως το τέλος του Οκτώβρη, με επιτυχία, κάποιες φορές μάλιστα η άμυνά τους γίνεται εντελώς επιθετική, με επιτυχίες σε βάρος των Τούρκων. Τελικά, ο σουλτάνος αλλάζει τον Γιουσούφ της Θεσσαλονίκης με τον Αβδούλ Αβούδ, ικανό όσο και σκληρό πασά, ο οποίος, ταχύτατα, συγκεντρώνει νέο ισχυρό στράτευμα και οδεύει γρήγορα προς την Ποτίδαια. Εκεί οι Έλληνες απορρίπτουν την υποκριτική αμνηστία που τους προσφέρει και ο Αβούδ, με αποφασιστικότητα και πονηριά, καταφέρνει να καταλάβει το λεγόμενο «οχυρό» της Κασσάνδρας. Αυτό γίνεται στις 30 του Οκτώβρη του 1821 και όχι βέβαια στις 14 του Νοέμβρη, όπως κακώς επικράτησε να εορτάζεται.
  Μετά την πτώση του οχυρού στην Ποτίδαια, ακολουθεί πρωτοφανής καταστροφή του τόπου, τέτοια που μόνο ο ιστορικός χαρακτηρισμός «Χαλασμός», αποδίδει αυτό που ακολούθησε. Όχι μόνο η Κασσάνδρα, αλλά και ολόκληρη η Χαλκιδική δοκιμάζει πάλι την μανία των κατακτητών, που συμπλήρωσαν ό,τι είχε μείνει όρθιο από την επιδρομή του Μπαϊράμ. Μαζί δεινοπάθησε και το Άγ. Όρος, παρ’ όλον ότι δοκίμασε το αδιανόητο, να εκτελέσει την εντολή του Τούρκου ζαμπίτη Χαλήλ Μπέη να συλλάβει και να του παραδώσει τον Εμμ. Παπά, παρ’ όλ’ αυτά δεν απέφυγε οδυνηρές συνέπειες. Ωστόσο ο Παπάς,  με το γνωστό πλοίο του Χατζή Βισβίζη και συνοδευόμενος από τον ηγούμενο Ευθύμιο, έφυγε προς την Ύδρα. Όμως, παραπλέοντας τον Καφηρέα, κάτω από την οδύνη της τελικής συντριβής της επανάστασης της Χαλκιδικής, πέθανε πάνω στο πλοίο από καρδιακό επεισόδιο, στην Ύδρα δε τάφηκε με εξαιρετικές τιμές, όπως του άξιζε.

  Κρανίου τόπος λοιπόν έμεινε η Χαλκιδική μετά την επανάσταση. Στον Πολύγυρο, αναφέρεται ότι από τα 1600 σπίτια του, σώθηκαν από την πυρά μόνο 2-3, στην άκρη του οικισμού. Ανάλογες ήταν οι καταστροφές σε όλο το νομό, ενώ από τον πληθυσμό, απ’ όσους επέζησαν από την επέλαση των Τούρκων, πολλοί έφυγαν προς τα νησιά και τη Ν. Ελλάδα, όπου αρκετοί εντάχτηκαν στις εκεί επαναστατικές δυνάμεις. Μέχρι στο Μεσολόγγι πολέμησαν Πολυγυρινοί και άλλοι Χαλκιδικιώτες.

   Όμως, από τις στάχτες της καταστροφής δεν άργησε να ανασάνει ο τόπος, δείχνοντας μια απίστευτη ζωτικότητα. Οι Χαλκιδικιώτες, όσοι απόμειναν, ξανάχτισαν τα χωριά τους, ξαναόργωσαν τα χωράφια τους και πολλά κοκόρια άρχισαν να ξαναλαλούν στον τόπο, διαψεύδοντας το φριχτό έγγραφο του Μπαϊράμ. Και, μόλις που είχαν συμπληρωθεί 30 χρόνια από την εποχή της μεγάλης επανάστασης, ένας νέος ξεσηκωμός συντάραξε και πάλι τον Πολύγυρο και την υπόλοιπη Χαλκιδική: Ήταν η συμμετοχή του τόπου μας στην επανάσταση του 1854, με την επανάσταση του Τσάμη Καρατάσου, όπως είναι γνωστή. Ήταν ένας νέος ξεσηκωμός, που οργανώθηκε στην Αθήνα, καθώς το όνειρο της τελικής απελευθέρωσης ήταν πάντα ζωντανό και δυνατό. Έτσι, στις 6 Απριλίου 1854, ο Καρατάσος αποβιβάστηκε στο Καλαμίτσι, κατέλαβε τη Συκιά που υπεράσπιζε ισχυρό τμήμα τουρκικού στρατού, και κινήθηκε προς Παρθενώνα, Νικήτη, Άγιο Νικόλαο. Οι Τούρκοι ωστόσο, κατάφεραν και πέρασαν ισχυρό σώμα στην Ορμύλια, το οποίο δε μπόρεσε να εξουδετερώσει ο Καρατάσος. Εν τω μεταξύ μικρότερο τμήμα του Καρατάσου έφτασε στον Πολύγυρο, οι Πολυγυρινοί ενθουσιασμένοι ξεσηκώθηκαν και εντάχτηκαν στο τμήμα αυτό, αλλά ισχυρές τουρκικές δυνάμεις ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη, οι επαναστάτες έφυγαν, και ο Πολύγυρος έμεινε ανυπεράσπιστος, στο έλεος των Τούρκων. Οι Τούρκοι τότε, στις 22 Απριλίου 1854, μπήκαν στον Πολύγυρο, κάλεσαν όλους τους προκρίτους του τόπου και τους εκτέλεσαν πάνω στην Ασπροβόλα, ιστορικό ριζιμιό βράχο που βρίσκεται στον περίβολο του αρχαιολογικού Μουσείου. Κομμάτια από το βράχο αυτό αποτέλεσαν  τη βάση, πάνω στην οποία στήθηκε αργότερα το λιτό μνημείο των Ηρώων της πόλης, σε πλευρά του οποίου είναι γραμμένα τα ονόματα των 30 προκρίτων που σφαγιάστηκαν εκεί από τους Τούρκους. Αξίζει να σημειωθεί πως πρώτο όνομα είναι του Γιαννάκη Παπαγεωργάκη –Αικατερινάρη που, όπως δείχνει και το όνομά του, ήταν γιος του άλλου πρωτομάρτυρα, αυτού της επανάστασης της 17 Μαϊου του ’21, του Κύρκου Παπαγεωργάκη. Σύμπτωση όχι τυχαία. Όσοι περνάμε από το Ηρώο, μπορούμε, και οφείλουμε θα έλεγα, να διαβάσουμε αυτά τα ονόματα.

  Στη συνέχεια, μόλις που συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από την επανάσταση του 1854,  ξεκίνησε εσπευσμένα η επανάσταση του 1878. Αιτία για την ξεσηκωμό αυτόν  ήταν η αναστάτωση που προκάλεσε η περίφημη Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου, που υπέγραψε η Ρωσία με την Τουρκία, ύστερα από έναν σύντομο πόλεμο μεταξύ τους, που έγινε το 1877 και έληξε με συντριπτική νίκη των Ρώσων. Το καινούργιο στη συνθήκη αυτή ήταν το γεγονός ότι οι Ρώσοι, ως τότε παραδοσιακοί σύμμαχοι της Ελλάδας, -όταν βέβαια οι Ρώσοι ήθελαν την Ελλάδα βοηθό στους συνεχείς πολέμους τους με την Τουρκία- τώρα λοιπόν οι Ρώσοι, όχι μόνο ξέχασαν την Ελλάδα και τις διεκδικήσεις της στις αλύτρωτες περιοχές της, αλλά τώρα, εξ αιτίας του πανσλαβισμού που έχει εκδηλωθεί ακμαίος, στηρίζουν αναφανδόν το νεοσύστατο σλαβικό κράτος της Βουλγαρίας. Έτσι, με την περιλάλητη αυτή συνθήκη, δημιουργείται η Μεγάλη Βουλγαρία, που περιλάμβανε όλη τη Β. Ελλάδα, εκτός από την πόλη της Θεσσαλονίκης και τη Χαλκιδική. Αυτό το εξάμβλωμα, ήταν φυσικό να ξεσηκώσει θύελλα στον ελληνισμό και να ετοιμάζεται και η Χαλκιδική, μαζί με την άλλη Μακεδονία, να υποδεχτεί αντάρτικα σώματα από την ελεύθερη Ελλάδα για να ξεσηκωθεί. Ιδρύθηκαν επιτροπές παντού, η ετοιμασία ήταν πάνδημη, αλλά τελικά η απόβαση των επαναστατών έγινε στην Πιερία, όπου και σημειώθηκαν σημαντικές συγκρούσεις. Έτσι η Χαλκιδική έμεινε έξω από τα πολεμικά γεγονότα –είχε βέβαια κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος, έγιναν συλλήψεις και εξορίες, ήρθε πολύς τουρκικός στρατός και πολεμικά πλοία επέβλεπαν τα παράλια –ωστόσο η επανάσταση αυτή χαρακτηρίστηκε για τη Χαλκιδική, ως «η επανάσταση που δεν έγινε». Τελικά οι συγκρούσεις στην Πιερία και αλλού σταμάτησαν, αφού η Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου καταργήθηκε πριν καν εφαρμοστεί. Να τονίσουμε ωστόσο ότι, μπορεί αυτή η επανάσταση να μην έγινε στη Χαλκιδική και να έγινε στην Πιερία, μόνο για λόγους σχεδιασμού και στρατηγικής.

  Στο σημείο αυτό, αφού κάναμε αναφορά σε πολεμικά πλοία, ας ακούσουμε από τη χορωδία μας το τραγούδι « Ήρθαν καράβια στου γιαλό».

  Πρέπει εδώ, κυρίες και κύριοι, να σημειωθεί πως, μετά την επανάσταση του 1854, με παρέμβαση των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να υπογράψει το 1856 το διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν, το οποίο έδινε μεγάλη ελευθερία στους χριστιανούς να χτίσουν ελεύθερα ναούς ή να αποκαταστήσουν όσους είχαν καταστραφεί, και να οργανώσουν την εκπαίδευση των σχολείων τους. Έτσι χτίστηκαν στη Χαλκιδική πολλές εκκλησίες, ενώ τα σχολεία, ειδικά του Πολυγύρου, άκμασαν εντυπωσιακά. Διαβάζω μόνον την αρχή μιας εξαιρετικής ομιλίας, που εκφωνήθηκε από εκπαιδευτικό στα σχολεία του Πολυγύρου, στα 1879, την ημέρα των Τριών Ιεραρχών, κι αυτό για να γίνει αντιληπτό το επίπεδο της μόρφωσης των δασκάλων. Ακούστε: «Ότε, υπό τα ερείπια του κλονισθέντος θρησκευτικού οικοδομήματος, της προγονικής ημών αρχαιότητος, ετίθεντο αι βάσεις του νέου θρησκευτικού καθιδρύματος, του ουρανοπέμπτου Χριστιανισμού, εφάνη ίσως κατά πρώτον ότι μεταξύ των δύο εναντίον συστημάτων, ών, το με πολυθεϊαν εδέχετο, το δε την λατρείαν του τρισυποστάτου αληθινού θεού εδίδασκεν, ουδεμία συνάντησις και ουδεμία συνεννόησις έμελλε να υπάρξει ποτέ. Και όμως…κλπ, κλπ.» -ολόκληρη την εξαιρετική αυτή ομιλία, που βρέθηκε στο Αρχείο Στέφανου Κότσιανου, δημοσίευσα σε άλλο τεύχος του περιοδικού ΠΟΛΥΓΥΡΟΣ και αξίζει, όπως και η αναφορά του Χαϊρουλάκ, να τύχει μεγαλύτερης δημοσιότητας. Είναι ντοκουμέντο πολιτισμικό.

  Η Μεγάλη Βουλγαρία βέβαια έμεινε στη μελάνη της Συνθήκης του Αγ. Στεφάνου, όμως τώρα πλέον οι σχέσεις Βουλγάρων και Ελλήνων πλήττονται ανεπανόρθωτα. Με την ορθόδοξη Εξαρχία τους, αρχίζουν έναν κρυφό σκληρόν αγώνα, προσπαθώντας να εντάξουν στη δική τους εκκλησία όσους περισσότερους Μακεδόνες μπορούσαν. Έτσι αρχίζει ουσιαστικά ο Μακεδονικός Αγώνας που, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν ολοένα και πιο σκληρός. Κι αυτό γιατί, όπως ήταν φυσικό, οι Έλληνες αντέδρασαν στις ενέργειες των Βουλγάρων, ειδικά όταν, μπαίνοντας στο 1900, οι Βούλγαροι προχωρούσαν σε πρωτοφανείς αγριότητες. Μετά μάλιστα το 1903, αρχίζουν να δρουν στη Μακεδονία τα ελληνικά αντάρτικα σώματα, που έμειναν στην ιστορία με το όνομα Μακεδονομάχοι. Τα πιο πολλά σώματα έμπαιναν στη Μακεδονία από την ελεύθερη Ελλάδα κα ενισχύονταν εδώ από Μακεδόνες, όμως υπήρξαν και πολλά σώματα καθαρά μακεδονικά. Στον αγώνα αυτόν βρέθηκε και η Χαλκιδική από πολύ νωρίς, αν και στη Χαλκιδική δεν δρούσαν κομιτατζήδες, και δεν έγιναν συγκρούσεις –αν εξαιρέσει κανείς τη μεγάλη μάχη που δόθηκε πάνω από την Αγία Αναστασία, στις 2 του Μάη του 1905, ανάμεσα σε μεγάλο τμήμα τουρκικού στρατού και στο σώμα Κρητών Μακεδονομάχων του Ι. Νταφώτη. Τα χαλκιδικιώτικα αντάρτικα σώματα πήγαιναν σε περιοχές της Κ. Μακεδονίας και συγκρούονταν εκεί με τους Βουλγάρους, αλλά και μεμονωμένοι Χαλκιδικιώτες Μακεδονομάχοι εντάσσονταν σε διάφορα σώματα εκεί. Σπουδαιότεροι Χαλκιδικιώτες οπλαρχηγοί Μακεδονομάχοι ήταν ο Αθανάσιος Μινόπουλος από τη Βαρβάρα, ο Γιάννης Παρλιάρης από τον Ταξιάρχη και κυρίως ο Γιώργης Γιαγκλής από την Ιερισσό,  τον οποίο τραγούδησε η λαϊκή μούσα, όπως θα ακούσετε στο τραγούδι

                      « Εσείς πουλιά μ’ πετούμενα»
               που θα μας τραγουδήσει τώρα η χορωδία μας.

  Στους Μακεδονομάχους της Χαλκιδικής οφείλουμε βέβαια να κατατάξουμε και τον ιστορικό Μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίο που, αν και ήρθε στη Χαλκιδική αργά, τον Σεπτέμβρη του 1907, πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία στον Μακεδονικόν Αγώνα.

  Βέβαια είναι γνωστό πως τον Μακεδονικόν Αγώνα διαδέχτηκαν στη συνέχεια οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, που έβαλαν τη σφραγίδα της οριστικής απελευθέρωσης, της Χαλκιδικής και ολόκληρης της Μακεδονίας και βέβαια πριν απ’ όλα της μεγάλης Θεσσαλονίκης μας. Ήταν το πέταγμα του ελληνικού στρατού και του ελληνικού στόλου που, από τις αρχές Οκτωβρίου του 1912, ως τον Ιούλιο του 1913, αντιμετώπισαν με επιτυχία, πρώτα τον τουρκικό στρατό, μαζί με τα άλλα σύμμαχα βαλκανικά κράτη, και στη συνέχεια τους επ’ ολίγον συμμάχους και στη συνέχεια σκληρούς εχθρούς μας Βούλγαρους, οι οποίοι, με όνειρο πάντα το Αιγαίο και μάλιστα τη Θεσσαλονίκη, προκάλεσαν τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Δε μπορούσαν φυσικά να χωνέψουν πώς αυτοί, που διέθεταν τότε τον ισχυρότερο στρατό στα Βαλκάνια, δε μπόρεσαν να φτάσουν πρώτοι στη Θεσσαλονίκη, η οποία παραδόθηκε στον ελληνικό στρατό από τον Ταχσίν Πασά ανήμερα του Άη Δημήτρη, και στην οποία εισήλθε ο Έλληνας Βασιλιάς την επομένη θριαμβευτικά, επικεφαλής του στρατού, συνοδευόμενος από τον αρχιστράτηγο, διάδοχο Κωνσταντίνο. Ούτε ακόμη το Άγιον Όρος μπόρεσαν να πάρουν οι Βούλγαροι, πράγμα που επιδίωκαν για λόγους συμβολικούς. Το Όρος έσπευσε κα καταλάβει ουλαμός του Τάγματος Κρητών του Γεωργίου Κολοκοτρώνη, το οποίο μπήκε στη Χαλκιδική την 1η Νοεμβρίου 1912 και έφερε «το ελληνικό» στο τόπο μας. Όμως, πριν ακόμη φτάσει στο Όρος ο ουλαμός αυτός, -βρισκόταν ακόμη στην Ιερισσό- άγημα του πολεμικού μας ναυτικού αποβίβασε στη Δάφνη το θρυλικό θωρηκτό μας Αβέρωφ, μαζί με άλλα πολεμικά μας πλοία, στις 2 του Νοέμβρη, την ίδια μέρα που ο δ/τής του Τάγματος Κρητών, με τη γνωστή προκήρυξή του, απελευθέρωνε και τυπικά τη Χαλκιδική, η οποία βέβαια ουσιαστικά είχε απελευθερωθεί από τις 22 Οκτωβρίου, όχι μόνο λόγω της ισχυρής δράσης των λεγόμενων «Προσκόπων», αλλά κυρίως λόγω της έντεχνης πρωτοβουλίας του Ειρηναίου, που είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του τόπου, τόσο από τους ενόπλους Τούρκους, όσο και από τις τουρκικές αρχές. Αξίζει να αναφέρουμε την προκήρυξη του Γ. Κολοκοτρώνη: «Προς άπαντας τους κατοίκους των χωρίων και κωμοπόλεων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους.
  Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ καθιστώ υμίν γνωστόν ότι άπαντα τα καταληφθέντα μέρη υπό του Ελληνικού Στρατού, αδιακρίτως εθνότητος η θρησκεύματος, υπάγονται εφ’ εξής εις τους ελληνικούς νόμους, κατά τους οποίους θέλουσι απολαμβάνει ισονομίας και προστασίας τιμής, ζωής και περιουσίας.
  Οι Μουχτάρηδες θέλουσιν εκτελεί τα καθήκοντα των Δημάρχων μέχρις ενεργείας των εκλογών, αφού προηγουμένως ομόσωσι τον νενομισμένον όρκον εις τον Συνταγματικόν Βασιλέα των Ελλήνων.
           Ο στρατιωτικός Δ/τής Χαλκιδικής Γεώργιος Κολοκοτρώνης, Ταγματάρχης

  Μετά την απελευθέρωση, ο Πολύγυρος και μαζί του όλη η Χαλκιδική, ακολούθησαν την πορεία προς τα εμπρός του ελληνικού κράτους. Έζησε τις εξελίξεις του Α΄ Παγκ. Πολέμου, την μικρασιατική περιπέτεια, δέχτηκε χιλιάδες πρόσφυγες –που δημιούργησαν στη Χαλκιδική λαμπρά ελληνικά χωριά και κωμοπόλεις-, έζησε αργότερα την περίοδο του πολέμου του 40-41, είχε λαμπρή συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση και, στις νεότερες δεκαετίες, εκμεταλλευόμενη τον φυσικό της γεωργικό, ορυκτό και θαλάσσιο πλούτο και τις φυσικές της ομορφιές, μαζί βέβαια και πριν απ’ όλα με την εργατικότητα των κατοίκων της, έγινε και είναι το στολίδι της Β. Ελλάδας, με ζηλευτά έργα στην πρόοδο και στον πολιτισμό, περιλάλητο και περιζήτητο λουλούδι από όλη τη Μακεδονία και βέβαια από τη Θεσσαλονίκη –την οποία Θεσσαλονίκη είναι φυσικό να τη θεωρούν οι Πολυγυρινοί και όλοι οι Χαλκιδικιώτες «δική τους», να χαίρονται και να συνεορτάζουν μαζί της τα εκατό χρόνια από την απελευθέρωσή της, που είναι ταυτόχρονα  και δική τους απελευθέρωση. Την οποία δική τους απελευθέρωση, οι Πολυγυρινοί θα εορτάσουν στον Πολύγυρο με όποιον τρόπο κρίνουν τελικά σωστότερο. Σήμερα πάντως εύχονται χρόνια πολλά, πρόοδο, και ευχές να γιορτάσει και τα χιλιόχρονά της η Θεσσαλονίκη μας…

  Και θα κλείσουμε με τρία τραγούδια από τη χορωδία μας: Τη Λίνα, από την κυρά Λούλα Κεχαγιά, το «Πολύγυρε, Πολύγυρε», από τον μπάρμπα Χρήστο Κουκουμπή, και το αισιόδοξο και ευχάριστο τραγούδι « Δυο ήλιοι, δυο φεγγάρια»

   Όσο για μένα, σας ευχαριστώ που με ακούσατε και ζητώ συγγνώμη αν σας κούρασα.         
     
   Βαφοπούλειο, 14 Γενάρη 2012                                  Γιώργος Ζωγραφάκης


























  ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΩΓΡΑΦΑΚΗΣ


                Ομιλία στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο
                              
                              Θεσσαλονίκης


   (συμμετοχή του Δήμου Πολυγύρου στους εορτασμούς για τα 100 χρόνια
                   από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης)


    14 Ιανουαρίου 2012


             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου