Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ: Από το 1821 ως σήμερα.

Προσφωνήσεις:
Είναι ίσως δικαιολογημένο το γεγονός ότι στον Πολύγυρο και σε ολόκληρη τη Χαλκιδική, τα γεγονότα της Επανάστασης της Χαλκιδικής –από την έναρξή της, στις 17 του Μάη 1821, ως το «Χαλασμό» της Κασσάνδρας, στις 30 Οκτώβρη – τα θεωρούμε ως  τη σπουδαιότερη τοπική εθνική γιορτή. Γι αυτό και δικαίως γίνονται οι εκδηλώσεις, τόσο εδώ στον Πολύγυρο, τον Μάη, όσο και στην περιοχή των Βασιλικών, τον Ιούνη και στην Ποτίδαια, στις 14 Νοέμβρη (αντί του σωστού, 30 του Οκτώβρη, όπως προείπα). Όμως η Χαλκιδική, και ιδιαίτερα ο Πολύγυρος, έχουν να επιδείξουν και άλλα ιστορικά γεγονότα, που έλαβαν χώρα μετά το 1821, στα οποία οφείλουμε να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά, έστω και κατ’ αραιά διαστήματα, για να μαθαίνουμε ή έστω να μην τα ξεχνάμε, για να ξέρουμε τι σημαίνει «οδός 22ας Απριλίου 1854» ή ποιοι είναι και γιατί γράφηκαν τα ονόματά τους στην πίσω πλευρά του μνημείου των Ηρώων της πόλης μας. Αυτό το σκοπό, της αναφοράς σ’ αυτά τα γεγονότα,  θέλει να υπηρετήσει η σημερινή μας ομιλία. (εικόνα της Χαλκιδικής, από το οπισθόφυλλο του «Σαν παραμύθι 2»)

   Ο επίλογος της συμμετοχής της Χαλκιδικής στη μεγάλη του Γένους επανάσταση του ’21 ήταν δραματικός –για να συνδέσουμε την Επανάσταση της Χαλκιδικής με τα νεότερα ιστορικά γεγονότα -, και αποδίδεται με τον χαρακτηρισμό «Χαλασμός», με τον οποίο ο λαός και η ιστορία άφησαν στη συλλογική ιστορική μνήμη του τόπου το ηρωικό όσο και τραγικό τέλος της γενναίας άμυνας των Χαλκιδικιωτών στο στενό της Ποτίδαιας. Αν ήθελε ωστόσο κανείς να ξεχωρίσει ένα ιστορικό στοιχείο, ένα ντοκουμέντο, από κείνο τον αγώνα, ασφαλώς θα σταματούσε στην περίφημη αναφορά του Μπαϊράμ Πασά όπου, μεταξύ άλλων, με μια απίστευτη για κορυφαίο αξιωματούχο κυνικότητα, γράφει: « …Ούτω, εκτελών το υψηλόν αυτού πρόσταγμα… επέδραμον μετά του γενναίου στρατού μου κατά των περιοχών Καλαμαριάς, Παζαρούδας, Σιδηρόπορτας, Πολυγύρου, Κασσάνδρας, Κίτρους και Κατερίνης, ένθα, καταπολεμήσας τους απίστους τούτους, εξόντωσα και απήλειψα από του προσώπου γης 42 πόλεις και χωρία αυτών, αυτούς μεν τους ιδίους διεπέρασα εν στόματι ρομφαίας, τας γυναίκας και τα τέκνα των εξηνδραπόδισα, τα υπάρχονά των διένειμα μεταξύ των πιστών νικητών, τας εστίας δε αυτών παρέδωσα εις το πυρ και την τέφραν, ώστε ούτε φωνή αλέκτορος να ακούηται πλέον εις αυτάς…». Και αυτά τα έγραψε ο Μπαϊράμ πριν τον «Χαλασμό». 
  Ούτε φωνή αλέκτορος να ακούεται πλέον, σ’ αυτό τον τόπο, λοιπόν. Δεκάδες χωριά καμένα, περιουσίες καταστρεμμένες, και προ παντός αφάνταστη καταστροφή του ανθρώπινου στοιχείου της Χαλκιδικής. Χιλιάδες οι νεκροί, χιλιάδες οι εξανδραποδισμένοι, και πολλές χιλιάδες οι διασκορπισμένοι, όχι μόνο στα νησιά του Αιγαίου, αλλά και σε άλλα μέρη της χώρας (Μεσολόγγι, νησιά και αλλού), όπου πολλοί πρόσφεραν την πολύτιμη συμμετοχή τους στον επαναστατικό αγώνα των άλλων Ελλήνων, που συνεχιζόταν.
  Ποιος θα περίμενε, λοιπόν, από τη Χαλκιδική, όχι μόνο να ξανασταθεί στα πόδια της, αλλά και να ξανασηκώσει κεφάλι απέναντι στον Τούρκο κατακτητή; Και όμως. Αυτός ο λαός, όσοι απόμειναν, όσοι ξαναγύρισαν μετά την αμνηστία που έδωσαν οι Τούρκοι, τα απομεινάρια του χαλκιδικιώτικου λαού, αφού έκλαψαν τους νεκρούς τους, αφού ξανάχτισαν όπως όπως τα καμένα σπίτια τους, ξανάπιασαν την τσάπα και το αλέτρι και ρίχτηκαν στον αγώνα της ζωής. Έπρεπε, όχι μόνο να ξαναστήσουν στα πόδια του τον τόπο τους, αλλά και να προετοιμάσουν, ηθικά και πρακτικά, τον επόμενο ξεσηκωμό τους, γιατί, μετά μάλιστα τη δημιουργία του μικρού έστω, αλλά ελεύθερου ελληνικού κράτους, ο πόθος της απελευθέρωσης των αλύτρωτων πατρίδων ήταν συνεχής και έντονος και ζητούσε κάποιες κατάλληλες ευκαιρίες για να εκδηλωθεί.
                                     Η επανάσταση του 1854
  Η πρώτη μεγάλη ευκαιρία δόθηκε με το γνωστό ρωσσοτουρκικό πόλεμο, που άρχισε το 1853 και έμεινε στην ιστορία ως Κριμαϊκός πόλεμος. Ο πόλεμος αυτός, που φαινομενικά είχε θρησκευτικά χαρακτηριστικά, στην πραγματικότητα είχε πολιτικά και, κυρίως, οικονομικά αίτια. Συγκεκριμένα, η Γαλλία, που είχε δημιουργήσει πλέον πολύ φιλικές σχέσεις με το σουλτάνο, και είναι αυτό η πρώτη αλλαγή σε σχέση με τις ως τότε εμπόλεμες φάσεις του «Ανατολικού Ζητήματος», πέτυχε να της παραχωρηθούν πολλά δικαιώματα στα προσκυνήματα των Αγ. Τόπων και παράλληλα πέτυχε να αποκτήσει σημαντική πολιτική επιρροή στην ευρύτερη περιοχή. Τότε η Ρωσία αντέδρασε, με το πρόσχημα ότι οι Άγιοι Τόποι ανήκαν πρωτίστως στην Ορθόδοξη εκκλησία, άρχισε μάλιστα να διακηρύσσει, στο όνομα της Ορθοδοξίας, την αντίθεσή της στη γαλλοτουρκική συμμαχία, επιχειρώντας να εξασφαλίσει, μέσα απ’ αυτό το πρόσχημα, συμμάχους. Οι πρώτοι που αντέδρασαν θετικά και μάλιστα σε πρωτοφανή βαθμό, ήταν οι Έλληνες, αφού το πνεύμα του αλυτρωτισμού και της Μεγάλης Ιδέας κατείχε, δικαιολογημένα, τους Έλληνες, όχι μόνο του ελεύθερου ελληνικού βασιλείου, αλλά και των υπόδουλων ακόμη στους Τούρκους περιοχών.
  Έτσι, κυρίως στην Αθήνα, ξεκίνησε και ολοένα διογκωνόταν, ένας πρωτοφανής ξεσηκωμός. Δημιουργήθηκαν εταιρίες, φανερές και μυστικές οργανώσεις, όμιλοι, ομάδες, που συνέρχονταν ολοένα και πιο συχνά, ενώ συγκέντρωναν χρήματα και υλικό κατάλληλο για εκστρατεία, και δήλωναν συμμετοχή για να επανδρώσουν επαναστατικά σώματα, εν όψει εισβολής στα τουρκοκρατούμενα μέρη της Β. Ελλάδας. Παράλληλα γίνονταν πύρινες σε παλμό και περιεχόμενο ομιλίες και δημοσιεύονταν στις εφημερίδες ανάλογου περιεχομένου άρθρα, όχι μόνο από τους δημοσιογράφους, αλλά και από σημαντικούς εκπροσώπους της πολιτικής και του πνεύματος, με πρωτοπόρους καθηγητές πανεπιστημίου. Έλληνας πολιτικός σημειώνει: «Ο ενθουσιασμός επροχώρει ακράτητος, απερίσκεπτος. Καθείς ήθελε να λάβει μέρος και να φανεί ότι λαμβάνει μέρος.  Μαθηταί, καθηγηταί, βιομήχανοι, έμποροι, δικηγόροι, εργάται, άλλοι εζήτουν οπλισμόν, άλλοι προσέφερον χρήματα, άλλοι έφευγον εις το εξωτερικόν και τας επαρχίας, άλλοι κατετάσσοντο στρατιώται». Μέσα σ’ αυτούς και πολλοί αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, ιδίως καταγόμενοι από τις σκλαβωμένες περιοχές, κατατάσσονταν στα επαναστατικά σώματα που δημιουργούνταν, ή έμπαιναν επικεφαλής σ’ αυτά, ενώ, πάνω απ’ όλα, στον πυρετό του ξεσηκωμού διακρίνονταν οι Έλληνες βασιλείς, ο Όθωνας και  περισσότερο ακόμη η Αμαλία, που απροκάλυπτα στήριζαν και ενίσχυαν τον ξεσηκωμό. Μάλιστα, κυκλοφορούσε έντονα η φήμη ότι ο ίδιος ο Όθωνας επρόκειτο να μεταβεί στην μεθόριο, ή και να μπει, επικεφαλής απελευθερωτικού σώματος, στην τουρκική επικράτεια. (εικόνα: Ο Όθωνας και οι Αμαλία απευθύνονται σε αξιωματικούς και παλιούς καπεταναίους) Η τότε ελληνική κυβέρνηση παρακολουθούσε αμήχανη τις κινητοποιήσεις,  αφού η χώρα τηρούσε τυπικά ουδετερότητα στον πόλεμο που είχε ήδη αρχίσει, με τη Ρωσία από τη μια μεριά,  και από την άλλη την Τουρκία, με την οποία συντάχτηκαν η Γαλλία και η Αγγλία. Ουδετερότητα η κυβέρνηση και ο επίσημος ελληνικός στρατός, αλλά η χώρα ήταν σε συναγερμό, με πολλά επαναστατικά σώματα να μπαίνουν στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία –η Μακεδονία δεν είχε σύνορα με το μικρό ελληνικό κρατίδιο τότε. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, ο Τούρκος πρεσβευτής στην Αθήνα επέδωσε τελεσίγραφο στην ελληνική κυβέρνηση, απαιτώντας να ανακαλέσει όλους τους Έλληνες αξιωματικούς από τα ανταρτικά σώματα και, όταν η ελληνική κυβέρνηση το απέρριψε, ο Τούρκος πρεσβευτής έφυγε και οι διπλωματικές σχέσεις διακόπηκαν. Παράλληλα, οι πρεσβευτές της Γαλλίας και της Αγγλίας ασκούσαν αφόρητες πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση, ενώ πολεμικά πλοία των χωρών τους περιπολούσαν στις θάλασσες για να εμποδίζουν μεταφορά επαναστατών και πολεμικού υλικού προς τα παράλια της Μακεδονίας. Στο τέλος μάλιστα, δεν δίστασαν, όχι μόνο να αποκλείσουν και το λιμάνι του Πειραιά, αλλά και να καταλάβουν την πόλη με αγγλογαλλικά στρατεύματα. Είχαν προκλητική συμπεριφορά, ενώ μετέδωσαν στον πληθυσμό τη φοβερή ασθένεια της χολέρας, με αποτέλεσμα να πεθάνουν 3.000 άνθρωποι, το 1/10 του πληθυσμού. Πρωτοφανή και φοβερά πράγματα, δηλαδή. Άσκησαν κανονική κατοχή και, με τη δύναμη των όπλων, υποχρέωσαν τον Όθωνα να διακηρύξει ουδετερότητα και να ορκίσει νέα κυβέρνηση υπό τον Αλ. Μαυροκορδάτο, η οποία μάλιστα ονομάστηκε «Υπουργείον Κατοχής». Η κυβέρνηση αυτή συμμορφώθηκε πλήρως προς τις απαιτήσεις των Αγγλογάλλων, ανακάλεσε, με αυστηρή ανακοίνωση, τους Έλληνες αξιωματικούς από τα απελευθερωτικά σώματα και συγκρούστηκε ουσιαστικά με τον Όθωνα, με απειλή μάλιστα τον ίδιο του το θρόνο (14 Μαϊου 1854). Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, οι αξιωματικοί αποχώρησαν, τα σώματα διαλύθηκαν σιγά σιγά και ο ξεσηκωμός του 1854 έληξε, παρ’ όλον ότι είχε σημειώσει, τόσο στην Ήπειρο, όσο και στη Θεσσαλία και Μακεδονία (Χαλκιδική) σημαντικές επιτυχίες.

  Όμως, ας δούμε τι έγινε εδώ, στον τόπο μας, στη Μακεδονία και δη στη Χαλκιδική, αφού άλλωστε αυτό είναι το θέμα μας. Η Χαλκιδική, με σχετικά νωπές ακόμη τις πληγές που υπέστη πριν 33 χρόνια,  είχε ωστόσο μέσα της τα ζώπυρα του πόθου για την ελευθερία. Αυτά ενισχύονταν από την παρουσία πολλών Χαλκιδικιωτών στη Ν. Ελλάδα, που γίνονταν μέλη των οργανώσεων που υπήρχαν στην ελληνική πρωτεύουσα, οι οποίες οργανώσεις είχαν ένα γενικό συντονισμό για δράση σε όλη τη Β. Ελλάδα. Με πρωτοβουλία του συντονιστικού αυτού οργάνου, πέραν από τις εισόδους επαναστατικών σωμάτων στο τουρκικό έδαφος στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, συγκροτήθηκε ένα ισχυρό εκστρατευτικό σώμα με περίπου 500 άνδρες, όλους σχεδόν Μακεδόνες, και με αρχηγό τον Δημήτριο ή Τσάμη Καρατάσο, γιο του ονομαστού Μακεδόνα αγωνιστή του ’21 Αναστασίου Γέρο –Καρατάσου, δίπλα στον οποίο είχε αγωνιστεί και ο Τσάμης, που αργότερα έγινε υπασπιστής του Όθωνα. (εικόνα Τσάμη Καρατάσου) Ο Καρατάσος, για να αποφύγει τις περιπολίες του τουρκικού και αγγλογαλλικού στόλου στο Αιγαίο, πέρασε στην Εύβοια και από κεί, με πλοιάρια, έφτασε στις Σποράδες και κατέληξε στο νησάκι της Σκοπέλου Κυρά Παναγιά (σημερινό Πελαγονήσι), ετοιμαζόμενος για το άλμα προς τη Χαλκιδική και συγκεκριμένα προς τη Σιθωνία, αφού στην Κασσάνδρα οι Τούρκοι, ανήσυχοι για τον κίνδυνο εισβολής Ελλήνων επαναστατών, είχαν μεταφέρει 500 ατάκτους Τούρκους από την Αλμωπία για να φυλάνε τα παράλια, ενώ περιέπλεαν τουρκικά και γαλλικά πολεμικά πλοία. Τελικά, στις 4 Απριλίου 1854, ενώ ακόμη κυριαρχούσε μια πολυήμερη θαλασσοταραχή, πέρασε με πλοιάρια τα οποία είχε εξασφαλίσει και, το πρωί της 6ης Απριλίου έφτασε στο Καλαμίτσι της Συκιάς (κατ’ άλλους έφτασε στο Πόρτο Κουφό), διαφεύγοντας με επιτυχία τον ναυτικό αποκλεισμό. Τα λάβαρα του Καρατάσου ήταν δυο κόκκινες σημαίες με έναν άσπρο σταυρό. Δε μπορούσε βέβαια να χρησιμοποιήσει την ελληνική σημαία, αφού το επίσημο ελληνικό κράτος δεν μετείχε σ’ αυτές τις απελευθερωτικές εξορμήσεις και τυχόν χρησιμοποίησή τους θα προκαλούσε σοβαρή διπλωματική εμπλοκή. Το κόκκινο χρώμα των σημαιών παρέπεμπε στο Βυζάντιο αλλά και στον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος είχε κόκκινη σημαία, ενώ ο σταυρός βέβαια ήταν το θρησκευτικό σύμβολο το οποίο είχε, ειδικά τα χρόνια αυτά, και εθνικά χαρακτηριστικά για τους Έλληνες.
  Ο Καρατάσος, με την είσοδό του στις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Χαλκιδικής, εξέδωσε προκήρυξη, ως «Αρχιστράτηγος της Μακεδονίας», στην οποία, μεταξύ άλλων, σημείωνε: Αδελφοί Μακεδόνες. Προ αιώνων η ελευθερία των Μακεδόνων ετάφη, προ αιώνων η Μακεδονική σημαία κατεπατήθη και έπαυσε να κυματίζει. Έκτοτε διάφοροι επικράτησαν τύραννοι, διαρπάζοντες και παραβιάζοντες τα δικαιώματα ημών, έκτοτε μάλιστα, επελθούσης της βαρβάρου των Οθωμανών δυναστείας, της παν ανθρώπινον και ιερόν περιφρονησάσης και το παν ερημωσάσης, δεν έπαυσαν και οι πατέρες ημών φροντίζοντες και ενεργούντες παντί σθένει περί της ανακτήσεως των δικαιωμάτων ημών και της αρχαίας των προγόνων δόξης, δι ό και πολλά έπαθον…  Επειδή, τίς ανέχεται βλέπων την ιδιοκτησίαν διαρπαζομένην, την τιμήν παραβιαζομένην, τους ναούς του βεβηλουμένους, την θρησκείαν περιπαιζομένην, την δε ζωήν του κειμένην εις την διάθεσιν των βαρβάρων τυράννων και καθ’ εκάστην κινδυνεύουσαν;  Και παρακάτω: Ίνα απαλλαγώμεν του επονειδίστου τούτου ζυγού και εγώ σήμερον … παρίσταμαι εν μέσω υμών, …τον αυτόν αείποτε επιδιώκων σκοπόν, την απελευθέρωσιν της φιλτάτης Πατρίδος… Μήπως δεν ρέει εις τας φλέβας μας αίμα Μακεδονικόν; Μήπως δεν είμεθα απόγονοι των ενδόξων Φιλίππων; Μήπως δεν είμεθα απόγονοι του Μεγ. Αλεξάνδρου και του αυτοκράτορος Βασιλείου; Δεύτε λοιπόν δράμωμεν τα όπλα. Δεύτε στήσωμεν την απ’ αιώνας καταπατουμένην Μακεδονικήν σημαίαν και ορκισθέντες τον ιερόν επί του Ευαγγελίου όρκον, και ασπασθέντες τον αδελφικόν ασπασμόν, υποδησόμεθα τον υπέρ της πατρίδος αγώνα, διακηρύσσοντες δε ενώπιον Θεού και ανθρώπων ότι ουδέν έτερον επιδιώκομεν, ειμή την ισότητα και την αδελφότητα, ορμήσωμεν κατά των τυράννων, πεποιθότες εις την θείαν αντίληψιν, το δίκαιον του αγώνος ημών και την συνδρομήν των πεπολιτισμένων εθνών…
                                                                   Ο Αρχιστράτηγος
                                                           Δημ. Τσάμης Καρατάσος
  Αλλά, ας δούμε σε ποιες ενέργειες προβαίνει ο Καρατάσος, μετά τη θριαμβευτική του είσοδο στη Σιθωνία, με την παραπάνω προκήρυξη και τα εντυπωσιακά λάβαρα, αλλά και με ενθουσιώδη υποδοχή από τον ντόπιο πληθυσμό. Πληροφορείται ότι στη Συκιά υπάρχει μια αξιόλογη τουρκική φρουρά, ένας λόχος από 140 άνδρες, που προέρχονταν και αυτοί από την Αλμωπία (Καρατζόβα). Οδεύει εναντίον τους, αλλά συναντά σθεναρή αντίσταση, με τελευταίο σημείο άμυνας των Τούρκων το ναό του Αγ. Αθανασίου, όπου εγκλείονται, κρατώντας μαζί τους ως όμηρο και έναν καλογερόπαπα από το Άγιον Όρος. Ο Καρατάσος τους καλεί να παραδοθούν, αλλά αυτοί σκότωσαν τον αγιορείτη και πέταξαν το πτώμα του, κομματιασμένο, έξω από το ναό. Αυτό εξαγρίωσε τον Καρατάσο που, ύστερα από αλεπάλληλες εφόδους κατά των Τούρκων, τελικά έβαλε φωτιά στο ναό καταστρέφοντάς τον μαζί με  τους Τούρκους. Ακραία ενέργεια ασφαλώς, η οποία δικαιολογείται μερικώς από τη στάση των Τούρκων και το εξαιρετικώς επείγον των περιστάσεων.
  Μετά απ’ αυτό το δραματικό περιστατικό, ο Καρατάσος, κάτω από τις ενθουσιώδεις επευθυμίες και ευχές των Συκιωτών, οι οποίοι ενίσχυσαν και με 100 περίπου άνδρες το σώμα του, έφυγε προς Νικήτη. Στον Παρθενώνα (σημειώστε ότι ο Μαρμαράς ως χωριό, όπως και τα άλλα προσφυγοχώρια της Χαλκιδικής, δεν υπήρχαν τότε) τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό και τον ενίσχυσαν επίσης, και, στις 9 Απριλίου, ημέρα Μ. Παρασκευής έφτασε στη Νικήτη. Παντού τον υποδέχονταν ως ελευθερωτή και πύκνωναν τις γραμμές του, με προσχώρηση πολλών ντόπιων εθελοντών, όπως έγινε και στον Άγιο Νικόλαο, όπου έφτασε την επομένη, Μ. Σάββατο και έμεινε εκεί και την Κυριακή του Πάσχα, 11 Απριλίου, -το οποίο Πάσχα, όπως ήταν φυσικό, εορτάστηκε με μοναδική λαμπρότητα, καθώς συνδεόταν με το πολυπόθητο αίσθημα της απελευθέρωσης. Ωστόσο, αυτοί οι εορτασμοί συνεπάγονταν καθυστερήσεις και απώλεια κρίσιμου χρόνου, για τα οποία επικρίθηκε αργότερα ο Τσάμης Καρατάσος.
  Εν τω μεταξύ, οι Τούρκοι και μαζί οι σύμμαχοί τους Αγγλογάλλοι, με μια εξαιρετική κινητοποίηση, προσπάθησαν να εξουδετερώσουν το απειλητικό για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης κίνημα του Καρατάσου. Κατ’ αρχήν, στολίσκος γαλλικών και τουρκικών πλοίων, με επικεφαλής το γαλλικό ατμοκίνητο πολεμικό Heron, επιτέθηκαν, στον όρμο του Αγ. Νικολάου, κατά των πλοίων μεταφοράς –και όχι πολεμικών πλοίων βέβαια- του Καρατάσου, στα οποία μεγαλύτερο ήταν η γολέττα του Βαρσάμη Διπλάρη από τη Σκόπελο, και τα κατάστρεψαν ή τα βύθισαν, στερώντας έτσι από το σώμα του τα αναγκαία πολεμικά εφόδια, χωρίς τα οποία το σώμα έχανε  ουσιαστικά το αξιόμαχό του.
  Από το σημείο αυτό και μετά αρχίζουν οι δυσκολίες. Φαίνεται ότι δεν υπήρχε και καθαρή στρατηγική, για τις κινήσεις του Καρατάσου. Λογικά, έπρεπε να σπεύσει προς τη Θεσσαλονίκη, είτε μέσω Πολυγύρου, είτε μέσω της περιοχής Καλαμαριάς. Όμως, όλο και περισσότεροι Τούρκοι αποστέλλονταν σε διάφορα σημεία, για να ανακόψουν την πορεία του. Μια τέτοια δύναμη έσπευσε στην Ορμύλια και οχυρώθηκε στα σπίτια του χωριού περιμετρικά, την οποία δύναμη έκρινε ότι δε μπορούσε να αγνοήσει ο Καρατάσος και να την αφήσει στα μετόπισθέν του, προχωρώντας. Κάτι ανάλογο είχε κάνει και με την ισχυρή τουρκική φρουρά της Συκιάς, όπως είδαμε. Οδηγήθηκε λοιπόν και συγκρούστηκε μαζί τους, χωρίς όμως επιτυχία, καθώς η οχύρωσή τους ήταν αποτελεσματική και ο αριθμός τους μεγάλος, ενώ δε μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα 4 μικρά πυροβόλα που διέθετε, λόγω του ότι οι Τούρκοι ήταν οχυρωμένοι μέσα στα σπίτια του χωριού. Στρατοπέδευσε λοιπόν απέναντι, στο μετόχι όπου σήμερα το Μοναστήρι και από κει εξαπέλυε επιθέσεις κατά των Τούρκων της Ορμύλιας, χωρίς όπως να καταφέρει να τους εξουδετερώσει. Και επειδή είχε πληροφορίες ότι επρόκειτο να έρθουν ενισχύσεις των Τούρκων, είτε από την περιοχή του Αγ. Μάμαντα είτε μέσω Πολυγύρου, έστειλε στη Γερακινή το λοχαγό Αθανάσιο Βλαχομιχάλη, με μικρή δύναμη, για να ελέγξει και να αντιμετωπίσει τυχόν πέρασμα ενισχύσεων των Τούρκων. Δεν συνάντησε Τούρκους ο Βλαχομιχάλης και, μάλλον εν αγνοία του Καρατάσου,  αποδέχτηκε πρόταση Πολυγυρινών, που έσπευσαν να τον συναντήσουν, να στραφεί προς τον Πολύγυρο, όπου υπήρχαν πληροφορίες ότι επρόκειτο να φτάσουν τουρκικές δυνάμεις από την περιοχή της Γαλάτιστας. Φτάνοντας ο Βλαχομιχάλης στον Πολύγυρο, έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τους κατοίκους, μεγάλος αριθμός των οποίων έσπευσε να ενισχύσει το ένοπλο σώμα του, μαθαίνοντας μάλιστα ότι οι Γάλλοι είχαν βουλιάξει το πλοίο του Καρατάσου, που περιείχε το μολύβι για τα βόλια των  όπλων, έσπευσαν να προσφέρουν τα μολύβδινα βαρίδια από τα καντάρια τους και γενικά θυμήθηκαν μόνο τις καλές μέρες του 21 και όχι την τελική καταστροφή του Πολυγύρου. Η μικρή αυτή δύναμη του Βλαχομιχάλη, που φαίνεται να ενεργεί πλέον αυτόνομα, χωρίς επαφή με τον Καρατάσο, πληροφορημένη ότι πραγματικά επέρχεται σημαντική τουρκική δύναμη κατά του Πολυγύρου, έσπευσε και οχυρώθηκε σε ύψωμα, στην περιοχή Καβρόλακα, όπου συγκρούστηκε με σώμα 400 Τούρκων που ερχόταν από την περιοχή της Γαλάτιστας. Οι σωστές θέσεις και η αποφασιστικότητα των Ελλήνων είχαν σαν αποτέλεσμα να αποκρουστούν οι επερχόμενοι Τούρκοι, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 65 νεκρούς, ενώ αναφέρεται μόνον ένας νεκρός από τους Έλληνες –προκαλώντας έτσι μνήμες από ανάλογη επιτυχία της πρώτης μάχης και της πρώτης νίκης, στο ίδιο περίπου μέρος, που είχαν καταφέρει οι Πολυγυρινοί στις 17 του Μάη του 1821. (εικόνα σύγκρουσης από το βιβλίο «Σαν παραμύθι 2). Εν τω μεταξύ όμως ο Καρατάσος, παρ’ όλον ότι διασκόρπισε σώμα 300 Τούρκων στην περιοχή των Ψακουδιών, περιέρχεται σε πολύ δυσχερή θέση, αφού στην Ορμύλια φτάνουν άλλες ενισχύσεις των Τούρκων, 3000 άνδρες με αριθμό πυροβόλων. Τελικά, μετά μία ακόμη αποτυχημένη σύγκρουση με τους Τούρκους, εγκαταλείπει το στρατόπεδό του, και μαζί τα 4 μικρά πυροβόλα που διέθετε, στις 20 ή 21 Απριλίου, και μέσω της ορεινής περιοχής, κατευθύνεται προς τον Άγιο Νικόλαο και από κει φτάνει στην Κομίτσα του Αγ. Όρους. Πρέπει να αναφερθεί ότι νωρίτερα είχε στείλει στην περιοχή Ιερισσού τον λοχαγό Εμμανουήλ Βαράκα για να στρατολογήσει εθελοντές, με μικρή ωστόσο επιτυχία, που συγκρούστηκε όμως επιτυχώς με τις τουρκικές φρουρές στην Αρναία, στο Παλαιοχώρι, στη Μ. Παναγία, στο Γομάτι και αλλού.
  Εν τω μεταξύ στον Πολύγυρο, ο Βλαχομιχάλης πληροφορείται ότι ο Καρατάσος υποχώρησε από την Ορμύλια και οδεύει ανατολικά.  Πληροφορείται επίσης, ότι επέρχεται κατά του Πολυγύρου νέα μεγάλη τουρκική δύναμη, όχι μόνο από την περιοχή της Γαλάτιστας, αλλά και από την Ορμύλια, όπου οι Τούρκοι, δεν καταδιώκουν μεν τον Καρατάσο, αλλά στρέφονται προς τον Πολύγυρο. Μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη, ο Βλαχομιχάλης εγκαταλείπει τον Πολύγυρο και, μέσω Βραστών, όπου συγκρούστηκε με την εκεί μικρή τουρκική φρουρά, κατευθύνεται ανατολικά, για να συναντήσει τον Καρατάσο. Έτσι ο Πολύγυρος γίνεται κέντρο πολεμικών ενεργειών, παραμένει όμως ανυπεράσπιστος και εκτεθειμένος, μπροστά στον άμεσο κίνδυνο του επερχόμενου τουρκικού στρατού. Είναι αδύνατον να αντιμετωπίσουν οι Πολυγυρινοί αποτελεσματικά μια τέτοια τουρκική δύναμη, αλλά και δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τον Πολύγυρο. Αποφασίζουν λοιπόν, να σπεύσουν όλοι οι πρόκριτοι στην είσοδο του Πολυγύρου και να ζητήσουν το έλεος των Τούρκων. Πραγματικά, φτάνουν στο «Λειβάδι», περιοχή που είναι σήμερα το Μουσείο, 30 πρόκριτοι, με επικεφαλής τον Γιαννάκη Αικατερινάρη, γιο του Κύρκου Παπαγιωργάκη, του πρώτου νεκρού του ξεσηκωμού της 17ης Μαϊου του ’21, ο οποίος Γιαννάκης, όπως και ο Κύρκος, ήταν πρώτος προεστός του Πολυγύρου, και έγινε σύμβολο του αγώνα εκείνου. Οι πρόκριτοι δήλωσαν νομοταγείς στους Τούρκους, όμως οι Τούρκοι, χωρίς έλεος, τους σκότωσαν όλους, αφού πρώτα έκοψαν τα χέρια του Αικατερινάρη. Διέφυγαν τρεις, με διάφορους τρόπους, αλλά κι αυτοί θανατώθηκαν τις επόμενες μέρες. Η εκτέλεση έγινε εκεί που είναι σήμερα ο περιφραγμένος χώρος του μουσείου, πάνω σε έναν άσπρο ριζιμιό βράχο, μια «Ασπροβόλα» πέτρα, όπως ονομάζεται, που υπάρχει πάντα εκεί, αν και το μεγαλύτερο μέρος της αφαιρέθηκε αργότερα, και είναι οι άσπρες πέτρες, έργο του γνωστού γλύπτη Β. Φαληρέα, πάνω στις οποίες στηρίζεται η αναθηματική στήλη του λιτού Ηρώου του Πολυγύρου, όπου και είναι αναγραμμένα τα ονόματα της σφαγής αυτής, πολλά από τα οποία θυμίζουν γνωστά σημερινά επίθετα του τόπου, όπως Αικατερινάρης, Τσίγκας, Γαλανός, Παπαλεωνίδας, Μπανάβας, Μαρέτης, Δαούτης, Αγιομαμίτης, Κούτλος, Κατσίκας, Μπαντές, Συκιώτης, Κουρούς, Σουληνάρης, Θεοδοσούδης, Τάσιος, Κουτσουμπός, Καλθής, Μουχτής κ. ά. (φωτογραφία Ηρώου, μπρος και πίσω ). Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι οι Τούρκοι δεν προχώρησαν σε παραπέρα καταστροφή της κωμόπολης, κατά μία παράδοση μάλιστα, γιατί από το κοντινό ξωκλήσι του Άη Γιώργη –όπου σήμερα το νεκροταφείο- ακούστηκαν ακατάληπτοι ήχοι, που  ανησύχησαν τους Τούρκους, εφόσον μάλιστα ήταν 22 Απριλίου, παραμονή του Άη Γιώργη δηλαδή, τον οποίο άγιο οι Μουσουλμάνοι έχουν, ακόμη και σήμερα, σε μεγάλη τιμή και υπόληψη.                           
  Πάντως ο Πολύγυρος, 33 χρόνια μετά την πρωταγωνιστική συμμετοχή του και την ολοσχερή καταστροφή που υπέστη το 1821, πλήρωσε και πάλι, στον ξεσηκωμό του ’54, φόρο αίματος βαρύ, υπηρετώντας το όραμα της απελευθέρωσης του τόπου από την τυραννία.

  Εν τω μεταξύ ο Καρατάσος, που είχε φύγει, όπως είπαμε, από το στρατόπεδό του, στο μοναστήρι, κοντά στην Ορμύλια, συγκέντρωσε ολόκληρο το σώμα του στην Κομίτσα, μετόχι του Χιλανδαρίου, στα σύνορα του Αγ. Όρους και από κει ο ίδιος έφτασε, στις 27 Απριλίου, στις Καρυές, όπου προσπάθησε να κινητοποιήσει μοναχούς και λαϊκούς, για να ενισχύσει τις δυνάμεις του και να κρατήσει ζωντανό τον αγώνα του. Η προσπάθειά του είχε μερική μόνον επιτυχία, ο ίδιος δε περιήλθε σε ουσιαστικό εγκλεισμό στο Όρος, καθώς έφτασε ισχυρός τουρκικός στρατός στα σύνορα του Όρους, ενώ ο τουρκικός στόλος τον απέκλειε από τη θάλασσα. Ο Καρατάσος οχύρωσε όσο μπορούσε καλύτερα το στρατόπεδό του στην Κουμίτσα. Τελικά, στις 15 Μαϊου, έγινε μια σφοδρή σύγκρουση του τουρκικού στρατού με το σώμα του Καρατάσου, στην οποία οι επαναστάτες είχαν 90 νεκρούς, ενώ ανάλογο αριθμό νεκρών είχαν οι Τούρκοι. Βέβαια, για το ολιγάριθμο στράτευμα του Καρατάσου, οι απώλειες ήταν, ουσιαστικά, αποδεκατισμός, ενώ για τον πολυάριθμο τουρκικό στρατό, ήταν σχετικά ασήμαντες. Ο Καρατάσος περιήλθε έτσι σε πολύ δυσχερή θέση, πολύ περισσότερο μάλιστα καθώς εν τω μεταξύ, το «Υπουργείον Κατοχής», που είχαν επιβάλει οι Αγγλογάλλοι στην Αθήνα, όπως είπαμε, εξέδωσε αυστηρές διαταγές και απαιτούσε την επιστροφή όλων των επαναστατικών σωμάτων, και ιδιαίτερα των εν ενεργεία αξιωματικών, στην επικράτεια του ελληνικού Βασιλείου –υπενθυμίζουμε μάλιστα ότι η ορκωμοσία του «Υπουργείου Κατοχής» είχε γίνει ακριβώς την προηγούμενη μέρα, 14 Μαϊου . Έτσι ο Καρατάσος δέχτηκε την λυτρωτική τελικά πρόταση των Γάλλων να μεταφέρουν αυτοί το σώμα του στην Ελλάδα, πράγμα που έγινε την πρώτη Ιουνίου 1854, με την επιβίβαση 415 ανδρών στο ατμοκίνητο γαλλικό πλοίο «Σολόν» και σε ένα αιγυπτιακό μπρίκι, που τους μετέφεραν στην Εύβοια, ενώ οι πιο πολλοί Χαλκιδικιώτες πέρασαν, λάθρα, στο έδαφος της Χαλκιδικής για να επιστρέψουν στις εστίες τους. Έτσι έληξε, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα τελικά, η συμμετοχή της Χαλκιδικής στην επανάσταση του 1854, επιβεβαίωσε εν τούτοις πως η Χαλκιδική ζούσε πάντα με το όραμα της απελευθέρωσης. Πρέπει να πούμε ότι, στην τελική μη επιτυχημένη κατάληξη του ξεσηκωμού αυτού, συνέτεινε και το ότι η  έκβαση του Κριμαϊκού πολέμου απέβη υπέρ της Τουρκίας και των συμμάχων της, παρά το ότι αρχικά ο ρωσικός στόλος είχε καταστρέψει ολοκληρωτικά τον τουρκικό στόλο στη Σινώπη (χάρτης συγκρούσεων από Ιστ. Ελ. Έθνους, τ. ΙΓ, σελ. 163).   
                                           
                                      Η επανάσταση του 1878
  Ακολούθησαν δυο δεκαετίες σχετικής ηρεμίας στις σκλαβωμένες περιοχές της χώρας. Οι Τούρκοι μάλιστα προσπάθησαν, με το διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν, που παραχώρησαν το 1856, να εμφανιστούν δίκαιοι απέναντι στους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς της επικράτειάς τους.  Όμως, ο κόσμος περίμενε κάποιες κατάλληλες συνθήκες για να ξεσηκωθεί και πάλι. Και οι συνθήκες αυτές, κατά κανόνα, ήταν ένας ακόμη πόλεμος της Ρωσίας με την Τουρκία. Και ένας τέτοιος πόλεμος ξεκίνησε, για άλλη μια φορά, το 1877. Τα αίτια των πολέμων αυτών ήταν λίγο πολύ γνωστά: Πέραν από τη θρησκευτική διαφορά των δύο χωρών, υπήρχε το γεγονός ότι η Τουρκία, ως Οθωμανική αυτοκρατορία μάλιστα, απέκλειε τη Ρωσία από την πρόσβαση στη Μεσόγειο, υπήρχε όμως πάντα και το πλέγμα των συμμαχιών στην Ευρώπη, που διαμορφωνόταν από  τα εκάστοτε συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, αλλά και από τη θέση των δυνάμεων αυτών απέναντι στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, -και λέγοντας Ανατολικό Ζήτημα, εννοούμε την εκάστοτε στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία, πρέπει να τονιστεί, βρισκόταν ήδη σε τροχιά εξασθένισης και η διάλυσή της φαινόταν πολύ πιθανή στο ορατό μέλλον.
  Μόλις, λοιπόν, ξεκίνησε, το 1877, ένας ακόμη ρωσσοτουρκικός πόλεμος, άρχισαν να δραστηριοποιούνται στην Αθήνα  Μακεδόνες, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες και Κρήτες που ζούσαν εκεί. Και η δραστηριοποίηση γινόταν από τις διάφορες εταιρίες, που υπήρχαν πάντα ή δημιουργούνταν με μεγάλη ευκολία στην Αθήνα. Έντονη δραστηριότητα παρουσίασε η Μακεδονική Επιτροπή, η οποία ιδρύθηκε στις αρχές του  1878 από Μακεδόνες της Αθήνας, με πρόεδρο τον γνωστό Μακεδόνα πολιτικό Στέφανο Δραγούμη. Η Επιτροπή αυτή, επειδή ήδη ο ρωσσοτουρκικός πόλεμος  εξελισσόταν σε βάρος της Τουρκίας, δραστηριοποιήθηκε, με απεσταλμένους στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, για να οργανώσουν τον πληθυσμό και να τον προετοιμάσουν για μια σχεδιαζόμενη απελευθερωτική επιχείρηση. Έτσι, έφτασαν στη Χαλκιδική πολλοί απεσταλμένοι της Επιτροπής και προσπάθησαν να ξεσηκώσουν και να  οργανώσουν κατάλληλα τον πληθυσμό. Η προσπάθεια αυτή στέφθηκε με επιτυχία, καθώς οι περισσότεροι πρόκριτοι προσχώρησαν στις τοπικές επιτροπές που δημιουργήθηκαν παντού, με την ονομασία «επαναστατικές επιτροπές». Στην οργάνωση συμμετείχαν οι Μητροπολίτες Κασσανδρείας Κωνστάντιος και Ιερισσού και Αγ. Όρους Θεόκλητος. Δημιουργήθηκαν μάλιστα δυο μικρά επαναστατικά σώματα, ένα με αρχηγό τον Καπετάν Γιώργη από τον Βάβδο και δεύτερο με αρχηγό τον Αθανάσιο Σιποτνικιώτη, (από τα Σιποτνίκια: Ριζά), χωρίς όμως σημαντική ένοπλη δράση.
  Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι, ο αναβρασμός που δημιουργήθηκε στη Μακεδονία και στη Χαλκιδική, οφειλόταν στο γεγονός ότι, κατά πληροφορίες, που δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν σύντομα, η Ρωσία επισφράγισε τη νίκη της επί της Τουρκίας, με την περιλάλητη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία υπογράφηκε στις αρχές Μαρτίου 1878, με την οποία η Ρωσία, για πρώτη φορά, εγκατέλειπε ουσιαστικά την Ελλάδα και εναγκαλιζόταν τη Βουλγαρία, μέσα στο νεοεμφανιζόμενο κίνημα του Πανσλαβισμού, το οποίο είχε αναφανεί και ευδοκιμήσει τα τελευταία χρόνια. Η δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, κυρίως σε βάρος της ελληνικής Μακεδονίας, που περιλάμβανε ολόκληρη τη Μακεδονία, πλην της Χαλκιδικής και της Θεσσαλονίκης, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα, γι’ αυτό και εύκολα οργανώθηκε ο πληθυσμός, ο οποίος φερόταν αποφασισμένος, όχι μόνον να πολεμήσει κατά των Τούρκων κατακτητών και να ελευθερωθεί, αλλά και να αποτρέψει κατάκτηση της Μακεδονίας και Θράκης από τους Βουλγάρους. Ειδικά στη Χαλκιδική, ανέμεναν την εμφάνιση απελευθερωτικού σώματος στα παράλια με εθελοντές πολεμιστές και αναγκαία πολεμοφόδια για να ελευθερωθεί ο τόπος, όπως είχε γίνει το 1864 με τον Καρατάσο. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι, ακόμη και η τερατώδης Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, άφηνε τη Χαλκιδική εκτός της «Μεγ. Βουλγαρίας», απόδειξη της καθαρότητας του ελληνικού πληθυσμού της.
  Όμως, αυτή την απόβαση, που είπαμε, δεν την περίμεναν μόνο οι Έλληνες. Την περίμεναν και την φοβούνταν περισσότερο οι Τούρκοι της Θεσσαλονίκης, γι’ αυτό και συγκέντρωσαν στα παράλια της Χαλκιδικής πλήθος στρατεύματα και πολεμοφόδια.  Η θρυλούμενη απόβαση ήταν πλέον κοινό μυστικό και δημοσιευόταν ως είδηση και σε ξένες εφημερίδες, οι οποίες μιλούσαν για 2.500 εθελοντές έτοιμους να εισβάλουν. Οι Τούρκοι, λοιπόν, κήρυξαν στρατιωτικό νόμο και, εκτός από την ισχυρή δύναμη στρατού, που έφεραν στη Χαλκιδική, έφεραν και δυο θωρηκτά, τα οποία περιπολούσαν νύχτα μέρα, για να αποτρέψουν οποιαδήποτε είσοδο στρατού και εφοδίων στη Χαλκιδική. Το πάθημα του 1854, όταν ο Καρατάσος έσπασε τον κλοιό του αποκλεισμού και αποβιβάστηκε στη Σιθωνία, τους είχε γίνει μάθημα.
  Εκτός από τα στρατιωτικά αυτά μέτρα, οι Τούρκοι έκαναν πλήθος συλλήψεων σε όλη τη Χαλκιδική, προσπαθώντας να εξαρθρώσουν και να αχρηστέψουν όλες τις τοπικές επαναστατικές επιτροπές, και πολλούς από τους συλληφθέντες τους παράπεμψαν σε στρατοδικεία ή τους εκτόπισαν στα βάθη της Μικρασίας (έναν τέτοιο εκτοπισμό στα  Άδανα 7 δραστήριων προκρίτων από τον Πολύγυρο, την Ορμύλια, την Αρναία, τη Βαρβάρα, το Λειβάδι, το Στρατώνι και την Καλάνδρα, αναφέρει ο Στέφανος Κότσιανος στην αξιόλογη εργασία του «Η συμμετοχή της Χαλκιδικής στην επανάσταση του 1878»).
  Κάτω απ’ αυτές τις πρωτοφανείς αντιδράσεις των Τούρκων και μπροστά στη μεγάλη πιθανότητα να αποτύχει ένα κίνημα στη Χαλκιδική, είτε γιατί το εκστρατευτικό σώμα θα ήταν αδύνατο να πετύχει απόβαση και να έχει ικανοποιητικό ανεφοδιασμό, αλλά και γιατί θα είχε να αντιμετωπίσει ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, το συντονιστικό κέντρο αποφάσισε να ξεκινήσουν την επανάσταση από τον Όλυμπο και την Πιερία. Αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος που περνά στην Πιερία τον Φεβρουάριο του 1878, ήταν ο Χαλκιδικιώτης λοχαγός Κοσμάς Δουμπιώτης, γόνος της ονομαστής οικογένειας του οπλαρχηγού της επανάστασης της Χαλκιδικής του ’21 Κων/νου Δουμπιώτη (γιος του αδελφού του Στέγιου). Για την απόφαση αυτή εκφράστηκαν, και τότε και αργότερα, πολλές αντιρρήσεις και διχογνωμίες, με κυριότερη την άποψη ότι έπρεπε να γίνει ταυτόχρονα απόβαση στη Χαλκιδική και στον Όλυμπο, για να διασπαστούν έτσι οι τουρκικές δυνάμεις. Ένα μικρό αφιέρωμα για την εκστρατεία αυτή  έστειλα για δημοσίευση στο περιοδικό ΠΟΛΥΓΥΡΟΣ και αφορά την περιγραφή που κάνει ο γνωστός λόγιος και συγγραφέας Ιδομενέας Στρατηγόπουλος, στο εξαιρετικό έργο του «Αναμνήσεις εκ της εν Μακεδονία επαναστάσεως» - το οποίο ωστόσο δεν έγινε δυνατό να δημοσιευτεί σ’ αυτό το τεύχος. (εικόνα Μητροπολίτη Κίτρους).
  Τελικά, όσον αφορά τη Χαλκιδική, η επανάσταση του 1878 θα μπορούσε να ονομαστεί «η επανάσταση που δεν έγινε», αφού και η δράση των δυο μικρών σωμάτων που αναφέραμε δεν ήταν σημαντική και γρήγορα διαλύθηκαν κάτω από τις καταδιώξεις των τουρκικών αποσπασμάτων. Σ’ αυτό συνετέλεσε και η μέσα σε 3 μήνες ακύρωση της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου, κάτω από την έντονη αντίδραση κυρίως των Άγγλων, και η αντικατάστασή της από τη συνθήκη του Βερολίνου, που καταργούσε τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας. Ωστόσο έδειξε, ο ξεσηκωμός αυτός, ότι  αυτός ο τόπος, έστω και αν ερημώθηκε πλήρως στο χαλασμό του 21, και αν πλήρωσε με αίμα και τη συμμετοχή του στην επανάσταση του 1854, ωστόσο ζούσε πάντα με το όραμα της απελευθέρωσής του και της ενσωμάτωσής του στον εθνικό κορμό.
                                           
                                        Νεότερα ιστορικά γεγονότα
  Αυτό βέβαια το όραμα έμελλε να πραγματοποιηθεί με τη μεγάλη εθνική εξόρμηση των Βαλκανικών Πολέμων, που άρχισαν τον Οκτώβρη του 1912 και διπλασίασαν σχεδόν την Ελλάδα. Βέβαια προηγήθηκε ο σκληρός και αποφασιστικός Μακεδονικός Αγώνας, που ουσιαστικά άρχισε από την απόσχιση της βουλγαρικής Εκκλησίας από το Οικουμ. Πατριαρχείο, και τον λυσσώδη αγώνα των Βουλγάρων να προσαρτήσουν στη βουλγαρική Εκκλησία όσες περιοχές της Μακεδονίας μπορούσαν. Οι εκκλησιαστικές διαφορές, παρ’ όλον ότι και οι Βούλγαροι ήταν Ορθόδοξοι, έπαιρναν εθνικό χαρακτήρα και, για πολλά χρόνια, κυρίως όμως από το 1904-1908, έγιναν ανελέητες συγκρούσεις ελληνικών και βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων, για το ποιος θα κυριαρχήσει στη Μακεδονία. Στη Χαλκιδική δεν υπήρξαν τέτοιες συγκρούσεις, αφού εδώ δεν υπήρχε βουλγαρικός πληθυσμός -παρ’ όλον ότι έγιναν, κατά καιρούς, συντονισμένες προσπάθειες να εγκατασταθούν πολλοί Βούλγαροι, ως εργάτες και υλοτόμοι, με βλέψεις όμως για τον τόπο και κυρίως για το Άγ. Όρος. Ωστόσο, είχαν ιδρυθεί πολλοί σύλλογοι, δήθεν πολιτιστικοί, που συγκέντρωναν χρήματα και όπλα για να ενισχύουν τον αγώνα (δες Παγχαλκιδικό Θεσσαλονίκης αλλά και πολλούς άλλους συλλόγους μέσα στη Χαλκιδική). Ακόμη, πολλοί Χαλκιδικιώτες  στελέχωσαν, είτε ως καπετάνιοι είτε ως απλοί αγωνιστές, τα σώματα των Μακεδονομάχων και αγωνίστηκαν σε πολλά μέρη της Μακεδονίας. Ονομαστοί Χαλκιδικιώτες Μακεδονομάχοι υπήρξαν ο καπετάν Γιώργης Γιαγκλής από την Ιερισσό, ο Αθανάσιος Μινόπουλος από τη Βαρβάρα, και ο Γιάννης Παρλιάρης από τον Ταξιάρχη και άλλοι, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο από το 1907 Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος, κατά το πρότυπο του Γερμανού Καραβαγγέλη (εικόνες Γιαγκλή, Παρλιάρη, Ειρηναίου).

                                Απελευθέρωση – Η νέα Χαλκιδική
  Η απελευθέρωση της Χαλκιδικής από τον τουρκικό ζυγό έγινε τελικά τον Οκτώβρη του 1912, αμέσως μετά τη θριαμβευτική είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη. Την απελευθέρωση υλοποίησε το 1ο Ανεξάρτητο Τάγμα Κρητών, που διοικούσε ο Γεώργιος Κολοκοτρώνης, εγγονός του πολέμαρχου του 21 Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το τάγμα αυτό στάλθηκε εσπευσμένα προς τη Χαλκιδική, όχι τόσο για να αντιμετωπίσει στρατιωτικό στόχο, όσο για να προλάβει να καταλάβει το Άγιον Όρος, προς το οποίο είχε στραφεί το ενδιαφέρον τών, συμμάχων τότε, Βουλγάρων, που ήθελαν να φτάσουν πρώτοι από την περιοχή του Σταυρού και να καταλάβουν το Όρος για λογαριασμό της Βουλγαρίας. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε έναν ουλαμό να κινηθεί εσπευσμένα προς το Άγιον Όρος, πράγμα το οποίο προσπάθησε, κάνοντας μια δύσκολη πορεία μέσω Χολομώντα, Αρναίας, Μ. Παναγίας, Γοματίου, Ιερισσού, όπου και σταμάτησε τελικά, αφού πληροφορήθηκε πως, εν τω μεταξύ, από τις 2 Νοεμβρίου –και ενώ ο ουλαμός στρατού βρισκόταν ακόμη στην Αρναία – αγήματα του πολεμικού μας ναυτικού αποβιβάστηκαν στο Άγιον Όρος και ύψωσαν την ελληνική σημαία (εικόνα πολεμικού στη Δάφνη). Πολύτιμη περιγραφή της πορείας και γενικά της όλης ιστορίας των βαλκανικών πολέμων, κάνει ο Ιωάννης Αλεξάκης, ανθυπολοχαγός τότε και στρατηγός αργότερα, εκ των επικεφαλής του ουλαμού που οδεύει προς το Άγιον Όρος, στο αξιόλογο δίτομο έργο του «Πολεμικαί Αναμνήσεις», το οποίο δυστυχώς δεν βρίσκεται σήμερα στην κυκλοφορία, και το οποίο, κάποιος φορέας, θα ήταν χρήσιμο να το επανεκδώσει, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη Χαλκιδική.
  Το υπόλοιπο τάγμα του Κολοκοτρώνη, μπαίνει, επίσης στις 2 Νοεμβρίου του 1912, στον Πολύγυρο, κάτω από φρενίτιδα ενθουσιασμού των κατοίκων, και ενώ ο Πολύγυρος, αλλά και η υπόλοιπη Χαλκιδική, είναι ουσιαστικά ελεύθερος, αφού οι Τούρκοι, με την παρότρυνση του Ειρηναίου, έχουν αποχωρήσει, στρατιωτικοί και πολίτες με τις οικογένειές τους, από τις 23 Οκτωβρίου, για να αποφύγουν τον υπαρκτό –αν και διογκωμένο από τον Ειρηναίο- κίνδυνο των προσκόπων. Πρόσκοποι ονομάζονταν ανταρτικά σώματα που είχαν εισχωρήσει στη Χαλκιδική ταυτόχρονα με την κήρυξη του πολέμου. Τα ανταρτικά αυτά σώματα, αποτελούνταν κυρίως από ντόπιους αλλά  και εκτός Χαλκιδικής εθελοντές, που είχαν συγκροτηθεί και είχαν τρομοκρατήσει τις τουρκικές φρουρές. Μπαίνοντας το Τάγμα Κρητών, στον Πολύγυρο, ο δ/τής του Γ. Κολοκοτρώνης, εξέδωσε την παρακάτω προκήρυξη, εγκαθιστώντας και τυπικά την ελληνική κυριαρχία:
  Προς άπαντας τους κατοίκους των χωρίων και κωμοπόλεων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους.
  Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ καθιστώ υμίν γνωστόν ότι άπαντα τα καταληφθέντα μέρη υπό του Ελληνικού Στρατού, αδιακρίτως εθνότητος και θρησκεύματος, υπάγονται εις το εξής εις τους ελληνικούς νόμους, κατά τους οποίους θέλουσιν απολαμβάνει ισονομίας και προστασίας τιμής, ζωής και περιουσίας.
  Οι Μουχτάρηδες θέλουσιν εκτελεί τα καθήκοντα των Δημάρχων μέχρις ενεργείας των εκλογών, αφού προηγουμένως ομόσωσι τον νενομισμένον όρκον εις τον Συνταγματικόν Βασιλέα των Ελλήνων.
         Ο Στρατιωτικός Διοικητής Χαλκιδικής, Γ. Κολοκοτρώνης, Ταγματάρχης.

  Έτσι, ύστερα από σχεδόν 5 αιώνων σκλαβιά στους Τούρκους, και αφού, από την αρχαιότητα είχε επιδείξει αξιόλογη συμμετοχή στα εκάστοτε ιστορικά δρώμενα, πολλές φορές μάλιστα έγινε επίκεντρο σημαντικών πολεμικών και πολιτισμικών γεγονότων πανελλήνιας σημασίας, η Χαλκιδική ήταν πλέον οριστικά ελεύθερη και ήταν μέρος του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Έκτοτε, πέρασε όλη την περίοδο του Β΄ Βαλκανικού πολέμου και τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄  Παγκόσμιο Πόλεμο, στη δύσκολη περίοδο του Διχασμού και της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής και στη δραματική υποδοχή, στη συνέχεια, χιλιάδων προσφύγων, οι οποίοι, με όλες τις δυσκολίες, ρίζωσαν σ’ αυτό τον τόπο και όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά τα χωριά τους έγιναν μικρά και μεγάλα στολίδια σ’ αυτό τον πανέμορφο και συνεχώς αναπτυσσόμενο τόπο, τον οποίο κοσμούν και λαμπρύνουν, μαζί βέβαια με τα χωριά των εντοπίων. (φωτογραφία μνημείου προσφύγων). Ακολούθησαν τα γεγονότα του πολέμου του 40-41, η τριπλή φασιστική κατοχή, η μεγάλη συμμετοχή της Χαλκιδικής στην Εθν. Αντίσταση και η εντυπωσιακή ανάπτυξη της νεότερης Χαλκιδικής. Όμως, αυτά είναι θέματα, το καθένα από τα οποία, μπορεί να αποτελέσει θέμα ξεχωριστής ομιλίας.
 
Κυρίες και κύριοι,
 ξέρω ότι ασφαλώς σας κούρασα, παρ’ όλον που, τουλάχιστον τα τελευταία θέματα, τα πέρασα πολύ σύντομα, και γι αυτό σας ζητώ συγγνώμη. Όμως, ποιο να βάλω, ποιο ν’ αφήσω, που όλα είναι σημαντικά, αφού η ιστορία του τόπου μας είναι πολυσέλιδο βιβλίο, γεμάτο πολύτιμες σελίδες. Ελπίζω ωστόσο ότι κατάφερα, αν μη τι άλλο, να ξεθάψω από την κάποια λήθη θέματα που τα χουμε κάπως παραμελήσει στη μνήμη αλλά και στην εκτίμησή μας. Η πρόθεση ήταν αγαθή, το αποτέλεσμα εναπόκειται να το κρίνετε εσείς.  
   Σας ευχαριστώ για την παρουσία σας και για την υπομονή σας.

(Πολύγυρος, 9 Απριλίου 2010)                                       Γιώργος Ζωγραφάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου